Επτά στους δέκα ανέργους στην Ελλάδα αναζητούν για τουλάχιστον έναν χρόνο δουλειά
- 14/03/2019, 14:03
- SHARE
Στο 18,7% το ποσοστό ανεργίας στο δ’ τρίμηνο του 2018 – Αύξηση του αριθμού των ανέργων σε σύγκριση με το γ΄τρίμηνο.
Στο 18,7% διαμορφώθηκε το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα το δ’ τρίμηνο πέρυσι, μειωμένο μεν κατά 2,5 μονάδες από το 21,2% του δ’ τριμήνου 2017, αλλά οριακά αυξημένο σε σχέση με το γ’ τρίμηνο 2018 (18,3%).
Σύμφωνα με την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, οι άνεργοι ανήλθαν σε 881.099 άτομα, και ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά 1,1%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ μειώθηκε κατά 12,5%, σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Σημειώνεται ότι ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων (αναζητούν εργασία ένα έτος ή περισσότερο) ανέρχεται σε 611.483 άτομα.
Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στις γυναίκες, στα άτομα ηλικίας 15- 19 ετών, στη Δυτική Μακεδονία και στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει έως λίγες τάξεις Δημοτικού. Το μεγαλύτερο ποσοστό εργατικού δυναμικού παρατηρείται στους άνδρες, στα άτομα ηλικίας 30- 44 ετών, στο Νότιο Αιγαίο, στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και στα άτομα ξένης υπηκοότητας.
Ειδικότερα, στους άνδρες το ποσοστό ανεργίας είναι 14,7% και στις γυναίκες 23,7%.
Ηλικιακά, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις ομάδες 15- 19 ετών (52,7%) και 20- 24 ετών (38,3%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (28,6%), 30- 44 ετών (18%), 45- 64 ετών (14,8%) και 65 ετών και άνω (11%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Μακεδονία (25,3%), η Δυτική Ελλάδα (24%) και το Βόρειο Αιγαίο (22,1%). Ακολουθούν η Κεντρική Μακεδονία (19,9%), η Αττική (18,9%), το Νότιο Αιγαίο (18,9%), η Στερεά Ελλάδα (18,6%), η Θεσσαλία (18,3%), η Ήπειρος (17,3%), οι Ιόνιοι Νήσοι (16,6%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (16,5%), η Πελοπόννησος (13,5%) και η Κρήτη (12,3%).
Οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε διότι η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (28,7%) είτε διότι απολύθηκαν (23,4%). Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων (19,3%) εργαζόταν στον κλάδο των ξενοδοχείων και εστίασης. Σε ό,τι αφορά στο επάγγελμα της προηγούμενης εργασίας τους, το μεγαλύτερο ποσοστό (30,9%) απασχολούνταν στην παροχή υπηρεσιών ή ως πωλητές. Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 20,6%.
Η πλειονότητα των ανέργων (69,4%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι), ενώ ποσοστό 92,4% των ανέργων αναζητεί εργασία ως μισθωτός με πλήρη απασχόληση. Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 21,5%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 13,1%.
Η πλειονότητα των μη ενεργών ηλικίας 15- 74 ετών δεν έχει εργαστεί ποτέ στο παρελθόν (46,6%), ή έχουν περάσει περισσότερα από 8 έτη από τότε που σταμάτησαν την τελευταία τους εργασία (28,3%).
Από τα άτομα που εργάστηκαν μέσα στα τελευταία 8 έτη, το μεγαλύτερο ποσοστό σταμάτησε να εργάζεται επειδή συνταξιοδοτήθηκε (60,2%), ή επειδή η εργασία του ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (12%).
Οι βασικοί λόγοι που δεν αναζητούν εργασία οι μη ενεργοί είναι ότι βρίσκονται σε σύνταξη (37,1%), ή εκπαιδεύονται (24,2%). Το 1,6% των μη ενεργών αναζητεί εργασία, αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμο να την αναλάβει και το 1,5% δεν αναζητεί εργασία επειδή πιστεύει ότι δεν θα βρει ή δεν γνωρίζει πού θα απευθυνθεί.
Σε ό,τι αφορά στην απασχόληση, ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.833.745 και η απασχόληση μειώθηκε 1,6%, σε σχέση με το γ’ τρίμηνο του 2018 και αυξήθηκε 2,6%, σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2017.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολούμενων εργάζονται ως μισθωτοί (66,8%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (22%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, η μεγαλύτερη μείωση εμφανίζεται για τους βοηθούς στην οικογενειακή επιχείρηση. Σε σχέση με το προηγούμενο έτος, εμφανίζεται μείωση στην απασχόληση για τους βοηθούς στην οικογενειακή επιχείρηση και αύξηση για τους μισθωτούς και τους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό.
Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 9,2%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 7,1%. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται αυξημένη σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και ελαφρά μειωμένη σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Η προσωρινή απασχόληση έχει μειωθεί σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και έχει αυξηθεί σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (23,1%) και οι επαγγελματίες (19,6%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο η μεγαλύτερη μείωση εμφανίζεται στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες και η μεγαλύτερη αύξηση στους επαγγελματίες. Σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (46%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40- 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (26,3%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (85%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες, ενώ το 10,2% δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες. Το 2,2% δηλώνει ότι έχει και δεύτερη εργασία, ενώ το 2,1% αναζητεί εργασία αν και εργάζεται.
Με βάση την κατανομή του πλήθους των απασχολουμένων σε ευρείες ομάδες επαγγελμάτων, παρατηρείται ότι την περίοδο α’ τρίμηνο 2008- δ’ τρίμηνο 2018, αυξάνεται σημαντικά το ποσοστό των απασχολουμένων σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης, μειώνεται το ποσοστό των απασχολουμένων σε χειρωνακτικά επαγγέλματα με εξειδίκευση, ενώ παραμένει σχετικά σταθερό το ποσοστό των απασχολουμένων σε γεωργικά και στοιχειώδη επαγγέλματα και στα μη χειρωνακτικά επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης.
Με βάση την εξέλιξη του ποσοστού των απασχολουμένων σε ευρείς τομείς οικονομικής δραστηριότητας κατά την περίοδο α’ τρίμηνο 2008- δ’ τρίμηνο 2018, διαπιστώνεται αύξηση του ποσοστού όσων εργάζονται στο εμπόριο, τις μεταφορές και τις επικοινωνίες, τα ξενοδοχεία και την εστίαση και μείωση του ποσοστού όσων εργάζονται στις κατασκευές και τη βιομηχανία.