ESM: Η απώλεια εισοδήματος στην ΕΕ συγκρίνεται με το πετρελαϊκό σοκ της δεκαετίας του 1970
- 29/03/2022, 11:57
- SHARE
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί αναμφίβολα μια ανθρωπιστική και γεωπολιτική τραγωδία, ενώ πνίγει την οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε της πανδημίας και ανανεώνει τις υποκείμενες αβεβαιότητες, αναφέρει με ανάλυσή του ο ESM (Eυρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας).
Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην εφοδιαστική αλυσίδα, ενώ σημαντικό πρόβλημα είναι ο πληθωρισμός. Οι ανατιμήσεις στην Ενέργεια και σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων έχει φτάσει σε επίπεδα που δεν έχουμε ξαναδεί στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το πώς οι πολίτες θα αντιμετωπίσουν αυτό το κόστος.
Από την άλλη, η οικονομία της ζώνης του ευρώ φαίνεται πιο ανθεκτική στις μεταβολές των τιμών στην Ενέργεια. Για τις χώρες εισαγωγής, η αύξηση στις τιμές αποτελεί μεταφορά εισοδήματος και πλούτου στο εξωτερικό. Σε αυτό το πλαίσιο, η στοχευμένη δημοσιονομική στήριξη μπορεί να βοηθήσει να μετριαστεί το πλήγμα στα ευάλωτα νοικοκυριά. Οι κυβερνήσεις μπορούν να βοηθήσουν προωθώντας την ενεργειακή μετάβαση και μειώνοντας τις εξαρτήσεις από τις εισαγωγές, διαφοροποιώντας το ενεργειακό μείγμα, αναφέρει ο ESM.
Η τρέχουσα αύξηση στις τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, των σιτηρών και των μετάλλων μεταφράζεται σε σημαντικές αλλαγές όσον αφορά το εμπόριο. Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, οι τιμές στα commodities αυξήθηκαν ταχύτερα από τις τιμές των εξαγώγιμων προϊόντων της ΕΕ, θέτοντας σε μειονεκτική θέση την οικονομία της. Η ανάκαμψη της παγκόσμιας ζήτησης μετά την πανδημική κρίση οδήγησε αρχικά αυτήν την αλλαγή.
Βέβαια, ενώ οι οικονομίες της ζώνης του ευρώ υπέφεραν από το υψηλότερο κόστος των εισαγωγών, η υψηλότερη ζήτηση εξισορρόπησε εν μέρει αυτό το γεγονός. Όμως η Ουκρανία είναι μια άλλη περίπτωση, αναφέρει ο ΕSM. Οι νέες ελλείψεις που προέκυψαν από τον πόλεμο ανεβάζουν τις τιμές των αγαθών που εξάγονται από την Ουκρανία και τη Ρωσία, π.χ. η ενέργεια, τα τρόφιμα και τα μέταλλα.
Η πραγματική απώλεια εισοδήματος –από την επιδείνωση των όρων του εμπορίου– έχει πλέον φτάσει σε μεγέθη συγκρίσιμα με το μεγάλο σοκ στις τιμές του πετρελαίου της δεκαετίας του 1970.
Για τις χώρες της ζώνης του ευρώ, η απώλεια πραγματικού εισοδήματος λόγω της επιδείνωσης των όρων εμπορίου ήταν 1,3% του ΑΕΠ το 1974. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο σοκ σε ό,τι αφορά τον ενεργειακό τομέα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η διαρροή εισοδήματος ήταν 0,8% κατά τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση το 1980 και το 1981.
Για το τελευταίο τρίμηνο του 2021, η απώλεια πραγματικού εισοδήματος ανήλθε στο 1,5% του ΑΕΠ και οι προσωρινές εκτιμήσεις του ESM δείχνουν ότι αυτή η απώλεια θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο αυτό το τρίμηνο λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης στις τιμές της Ενέργειας
Η επιδείνωση των εμπορικών όρων θα ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις και θα επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη στην ΕΕ. Αρχικά, οι ανατιμήσεις θα εξαρτηθούν από το πώς οι τιμές των εμπορευμάτων θα επηρεάσουν το κόστος διαβίωσης, κάτι το οποίο θα είναι πλήρως εμφανές σε ένα χρόνο.
Αργότερα, η πληθωριστική επίδραση θα εξαρτηθεί από το πώς θα επηρεάσει τον καθορισμό των μισθών και των τιμών. Οι τρέχουσες εκτιμήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο στην ανάπτυξη ποικίλλουν.
Οι αγορές εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός μπορεί να είναι δύο ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος φέτος, λόγω των επιπτώσεων του πολέμου, και η οικονομική ανάπτυξη κατά μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερη.
Αβεβαιότητα και επιπτώσεις
Στον αντίποδα, ενώ υπάρχουν φόβοι ότι η ζώνη του ευρώ μπορεί να βιώσει μια εκτεταμένη στασιμοπληθωριστική περίοδο παρόμοια με εκείνη των δεκαετιών του 1970 και του 1980, πολλά επιχειρήματα δείχνουν την υψηλότερη ανθεκτικότητα της περιοχής στους κραδασμούς, καθιστώντας τον αντίκτυπο λιγότερο επίμονο από ό,τι στο παρελθόν. Ωστόσο, πρέπει να έχει κανείς υπόψη του ότι η περαιτέρω πορεία του πολέμου είναι άγνωστη και ότι οι μεσοπρόθεσμες έως μακροπρόθεσμες επιπτώσεις είναι αβέβαιες.
Πρώτον, η χαμηλότερη ενεργειακή εξάρτηση έχει κάνει τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ λιγότερο ευάλωτες στις αυξήσεις των τιμών. Πράγματι, η κατά κεφαλήν κατανάλωση ενέργειας μειώνεται τις τελευταίες δεκαετίες. Ομοίως, η ενεργειακή ένταση –δηλαδή η ενέργεια που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός δεδομένου επιπέδου παραγωγής– έχει μειωθεί, αποδυναμώνοντας τον αντίκτυπο των ανατιμήσεων στα καύσιμα.
Επίσης, το ποσοστό της ενέργειας στο εξωτερικό εμπόριο των ευρωπαϊκών χωρών μειώθηκε συνολικά. Αυτό έχει να κάνει πολύ με το ενεργειακό μείγμα στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, τα οποία έχουν αυξήσει την παραγωγή πυρηνικής και ανανεώσιμης ενέργειας. Προφανώς, υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στην ειδική δομή του ενεργειακού τομέα μεταξύ των χωρών.
Αν και αυτό συμβάλλει στον μετριασμό των επιπτώσεων από την αύξηση στις τιμές της ενέργειας, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, παραμένουν ιδιαίτερα ευάλωτες. Το δε τρέχον σοκ στις τιμές των εμπορευμάτων δεν περιορίζεται στην ενέργεια αλλά περιλαμβάνει επίσης σιτηρά και μέταλλα.
Δεύτερον, η αγορά εργασίας λειτουργεί διαφορετικά από ό,τι στο παρελθόν. Σήμερα, τα εργατικά συνδικάτα είναι λιγότερο ισχυρά από ό,τι στη δεκαετία του 1970, άρα δεν μπορούν να πιέσουν το ίδιο αποτελεσματικά για υψηλότερους μισθούς, ενισχύοντας τον πληθωρισμό. Επιπλέον, οι περισσότερες οικονομίες της ζώνης του ευρώ εγκατέλειψαν την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών. Αν και αυτό μειώνει τη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε απώλεια του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος.
Τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής υποστηρίζουν το εισόδημα και την ανάπτυξη. Σε προηγούμενες κρίσεις, ειδικά μετά το δεύτερο σοκ στην τιμή του πετρελαίου, πολλοί εργαζόμενοι θα συνταξιοδοτούνταν πρόωρα ή με άλλο τρόπο θα εγκατέλειπαν εντελώς την αγορά εργασίας.
Τρίτον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αξιοποιήσει την ισχυρή της φήμη, καθώς οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παρέμειναν ευθυγραμμισμένες με τον στόχο της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα. Μόλις αποσταθεροποιηθούν οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό (δηλαδή, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις δεν πιστεύουν ότι η κεντρική τράπεζα θα επιτύχει τον στόχο της για τη σταθερότητα των τιμών), ενδέχεται να απαιτηθεί αυστηρότερη από την αναμενόμενη νομισματική πολιτική.
Αυτό είναι πιο δαπανηρό για την ανάπτυξη, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος δανεισμού και αποδυναμώνουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Αυτή ήταν η εμπειρία των ΗΠΑ μετά τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση στη δεκαετία του 1980, όταν η Fed σύσφιξε επιθετικά τη νομισματική της πολιτική υπό τον Πρόεδρο Paul Volcker για να ανακτήσει την αξιοπιστία της.
Επί του παρόντος, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό της ζώνης του ευρώ σε έρευνες και στις χρηματοπιστωτικές αγορές εξακολουθούν να είναι κοντά στον στόχο του 2% της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία έχει εκφράσει ξεκάθαρα την αποφασιστικότητά της να δράσει σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον.
Συμπέρασμα; Η επιδείνωση των όρων του εμπορίου οδηγεί σε απώλεια εισοδήματος και πλούτου, αλλά η οικονομία της ζώνης του ευρώ είναι συνολικά πιο ανθεκτική στις καιρικές αυξήσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων από ό,τι στο παρελθόν. Βραχυπρόθεσμα, λίγα μπορούν να γίνουν για να αποφευχθεί ή να διορθωθεί η απώλεια πλούτου.
Οι αυξήσεις στην Ενέργεια και στα τρόφιμα θα επηρεάσουν περισσότερο τους φτωχότερους, που καταναλώνουν μεγάλο μέρος των κερδών τους. Οι κυβερνήσεις μπορούν να μετριάσουν τον αντίκτυπο για τους πιο ευάλωτους με στοχευμένες πολιτικές.
Για τις επιχειρήσεις, η υποστήριξη εξαρτάται από το πόσο ενεργοβόρος είναι ο τομέας στον οποίο διατρίβουν και από το εάν η πρόσβαση σε χρηματοδότηση από τις τράπεζες και τις αγορές παραμένει δυνατή.
Από μεσοπρόθεσμη έως μακροπρόθεσμη προοπτική, η ταχεία και αποτελεσματική ανάπτυξη του ταμείου της ΕΕ Next Generation στην Ευρώπη φαίνεται ολοένα και πιο ζωτικής σημασίας. Ο πράσινος μετασχηματισμός και η ενίσχυση της ενεργειακής ποικιλομορφίας ήταν ήδη βασικός στόχος για το μέλλον, αλλά η τρέχουσα κρίση έχει κάνει πιο έντονο τον επείγοντα χαρακτήρα τους, καταλήγει ο ESM.