Εθνική Τράπεζα: Στα €36 δισ. θα φτάσουν τα τουριστικά έσοδα το 2030
- 06/08/2021, 11:28
- SHARE
Δυνατότητα διπλασιασμού των τουριστικών εισπράξεων στην Ελλάδα στο τέλος της δεκαετίας, μπορεί να δώσει στη χώρα η αξιοποίηση της ιστορικής ευκαιρίας του Ταμείου Ανάκαμψης, η εστίαση στα βασικά ζητούμενα του κλάδου και η υιοθέτηση των καλών πρακτικών άλλων χωρών. Αυτό εκτιμά μελέτη της Εθνικής Τράπεζας για την πορεία του Τουρισμού με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία.
Όπως αναφέρει η μελέτη της ΕΤΕ, τα πρώτα στοιχεία για την πορεία του ελληνικού τουρισμού το 2021 είναι ενθαρρυντικά. Εστιάζοντας στον κρίσιμο δείκτη των διεθνών αεροπορικών αφίξεων, ο Ιούνιος 2021 ανέκτησε το 1/3 του επιπέδου 2019 (έναντι ποσοστού ανάκτησης 3% για τον Ιούνιο 2020) και ο Ιούλιος 2021 φαίνεται να προσέγγισε ανάκτηση κοντά στα 2/3 του επιπέδου 2019 (έναντι ποσοστού ανάκτησης 29% για τον Ιούλιο 2020). Αν υποτεθεί ότι τα υγειονομικά δεδομένα θα ακολουθήσουν μια ανάλογη με την περσινή πορεία, τότε το 2021 θα κλείσει με ποσοστό ανάκτησης της τάξης του 50% του επιπέδου 2019. Δεδομένης της υψηλής συσχέτισης των αεροπορικών αφίξεων με τις τουριστικές εισπράξεις (με συντελεστή άνω του 90%), ένα αντίστοιχο ποσοστό ανάκτησης (δηλαδή, 50% του 2019) θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας εφικτός στόχος για τις εισπράξεις της χρονιάς.
Ενισχυτικά στην υλοποίηση του παραπάνω στόχου λειτουργούν στοιχεία που συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η Ελλάδα έχει φέτος τα εχέγγυα να κερδίσει μερίδιο στην (ομολογουμένως ακόμα υπό πίεση και υψηλή αβεβαιότητα) διεθνή τουριστική αγορά. Καταρχάς, η διεθνής αεροπορική κίνηση έχει ανακάμψει εντονότερα στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες μεσογειακές χώρες, ενώ παράλληλα ο δείκτης εμπιστοσύνης των ελληνικών ξενοδοχείων είναι σε επίπεδα υψηλότερα έναντι άλλων μεσογειακών προορισμών (κάτι που αποτελεί αναστροφή της περσινής κατάστασης).
Η ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης
Όπως επισημαίνει η μελέτη της ΕΤΕ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια σημαντική αναπτυξιακή ευκαιρία για την ελληνική οικονομία στο σύνολο της αλλά και τον τουρισμό ειδικότερα. Η Ελλάδα την περίοδο 2021-2026 αναμένεται να έχει πρόσβαση σε συνολικούς ευρωπαϊκούς πόρους ύψους €65 δις, τα οποία θα διατεθούν σε δράσεις με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, την ενεργειακή και ψηφιακή της μετάβαση, και την ανάπτυξη της καινοτομίας.
Ειδικότερα για τον τουριστικό κλάδο έχουν προβλεφθεί άμεσα κονδύλια ύψους €0,6 δις, με στόχο την ενίσχυση των εναλλακτικών μορφών τουρισμού και ανάπτυξης δεξιοτήτων του απασχολούμενου προσωπικού. Παράλληλα ενισχυτικά για τον τουρισμό αναμένεται να δράσουν επιμέρους έργα τα οποία αφορούν την ολοκλήρωση του κτηματολογίου, την ανάδειξη νέων αρχαιολογικών χώρων και άλλων σημείων πολιτισμικού ενδιαφέροντος, την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, την ανάπτυξη νέων οδικών αξόνων, λιμένων-μαρίνων, υδατοδρομίων κ.λπ., την δημιουργία δικτύων επικοινωνιών νέας τεχνολογίας (βλ. 5G) κ.λπ., συμβάλλοντας στην αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος της χώρας, την προσέλκυση νέων τουριστών , και τη διεύρυνση της τουριστικής της σεζόν (βλ. ψηφιακούς νομάδες, city break κ.λπ.).
Σύμφωνα με την Έρευνα Συγκυρίας ΜμΕ της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, οι επιχειρηματίες του κλάδου αναγνωρίζουν μια σειρά από ζητήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος, η επίλυση των οποίων θα αποτελέσει ευκαιρία περαιτέρω ανάπτυξης του κλάδου. Οι παράγοντες του τουρισμού αναγνωρίζουν το μέγεθος και την ποιότητα των ξενοδοχειακών τους μονάδων ως τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ανάπτυξη τους (32% και 29% του τομέα αντίστοιχα), με τα ευρήματα να είναι σε συμφωνία με την συνολικότερη εικόνα που προκύπτει από την σύγκριση με τον μεσογειακό μ.ο.
Ωστόσο, θα πρέπει να διακρίνουμε δυο διαφορετικές περιπτώσεις ανάλογα με την περιοχή δραστηριοποίησης, γεγονός που δείχνει τις διαφορετικές ανάγκες κάθε περιοχής, με τις νησιωτικές περιοχές να αναγνωρίζουν ως μεγαλύτερη ευκαιρία ανάπτυξης την αναβάθμιση των υποδομών που θα επιτρέψουν την ευκολότερη πρόσβαση (βλ. λιμάνια, αεροδρόμια, υδατοδρόμια κ.λπ.), ενώ στις ηπειρωτικές περιοχές δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στις συνέργειες του οικοσυστήματος (βλ. αριθμός αεροπορικών συνδέσεων, ειδικές μορφές τουρισμού κ.λπ.).
Η απόδοση της επενδυτικής και μεταρρυθμιστικής αυτής προσπάθειας μέσω του (Ταμείου Ανάκαμψης) μπορεί να είναι υψηλή, τονίζει η ΕΤΕ. Υιοθετώντας την εκτίμηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού για άνοδο της παγκόσμιας τουριστικής κίνησης κατά 20% το 2030 (έναντι του 2019), η σύγκλιση της Ελλάδας στο μεσογειακό μέσο όρο σε όρους εποχικότητας και ποιότητας, θα μπορούσε μέχρι το τέλος της δεκαετίας να οδηγήσει τις τουριστικές εισπράξεις στην Ελλάδα σε επίπεδο διπλάσιο έναντι του 2019 (επιπλέον €18 δις ετησίως).
Οι καταλύτες της δυναμικής αυτής θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με τον παρακάτω μηχανισμό:
– Tο μερίδιο της Ελλάδας θα μπορούσε να αυξηθεί από το 2,3% στο 3,2% (μέσω μείωσης της εποχικότητας από το 79% στον μεσογειακό μ.ο., 58%), ενισχύοντας τις αφίξεις κατά 70% (από τα 34 στα 58 εκ. τουρίστες ετησίως).
-Επιπλέον, η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, δύναται να προσελκύσει υψηλότερου εισοδήματος τουρίστες οδηγώντας σε αύξηση της μέσης είσπραξης ανά διανυκτέρευση κατά 17% (από €70 σε €82, επίπεδο στο οποίο βρίσκεται και ο μ.ο. της Μεσογείου).
Η «χρυσή» επταετία 2013 – 2019
Όπως αναφέρει η μελέτη της ΕΤΕ, η ενδεχόμενη άνοδος του μεριδίου του ελληνικού τουρισμού το 2021 ουσιαστικά θα αποτελέσει τη φυσική συνέχεια της χρυσής περιόδου που διένυε κατά την επταετία πριν την πανδημία. Οι τουριστικές αφίξεις στη χώρα μας αυξάνονταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 11% κατά την περίοδο 2013-2019 (από 1,3% την περίοδο 2002-2012) – επίπεδο σημαντικά υψηλότερο της παγκόσμιας επίδοσης (4,9% ετησίως) -, οδηγώντας έτσι σε σημαντική αύξηση του μεριδίου της χώρας στην παγκόσμια τουριστική αγορά (από το 1,8% την περίοδο 2002-2012 στο 2,2% την περίοδο 2013- 2019). Παράλληλα, η Ελλάδα ξεχώρισε μεταξύ των μεσογειακών ανταγωνιστών της, αφού κατάφερε να ενισχύσει το μερίδιο της στην περιφερειακή αυτή αγορά από 5,5% το 2009 στο 8,5% το 2019.
Η αύξηση των τουριστικών αφίξεων την περίοδο 2012-2019 οδήγησε σε σημαντική ενίσχυση των τουριστικών εισπράξεων οι οποίες έφθασαν το 2019 στο επίπεδο των €18,2 δις (από €10,4 δις το 2012) σημειώνοντας μέση ετήσια αύξηση ίση με 8,3%. Η ανοδική πορεία των εισπράξεων οφείλεται εν μέρει στη μεγαλύτερη διείσδυση στις παραδοσιακές αγορές του ελληνικού τουρισμού (Γερμανία, ΗΒ, ΗΠΑ, Ιταλία, Γαλλία και Ολλανδία), οι οποίες καλύπτουν σταθερά το 50% περίπου των εισπράξεων, με την Ελλάδα να κατέχει μερίδιο περί του 3% στη συνολική διεθνή τουριστική αγορά των χωρών αυτών (ύψους 360 δις). Ειδικότερα, οι Η.Π.Α. – η μεγαλύτερη και η μόνη κύρια μη ευρωπαϊκή αγορά – παρουσίασε σημαντική αύξηση αντιπροσωπεύοντας το 7% των εισπράξεων το 2019 (από 4% το 2012), με τον ελληνικό τουρισμό να κερδίζει παράλληλα μερίδιο στην αμερικάνικη αγορά, καλύπτοντας το 1,8% αυτής (από 1,6% το 2012). – Από τις υπόλοιπες (ευρωπαϊκές) αγορές ξεχωρίζουν ιδιαίτερα οι Γερμανία και Ολλανδία, όπου το μερίδιο του ελληνικού τουρισμού αυξήθηκε σημαντικά (από το 2,3% το 2012 στο 3,6% το 2019 για την Γερμανία, και από το 1,9% στο 3,6% αντίστοιχα για την Ολλανδία).
Η ανοδική αυτή πορεία του τουρισμού ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων οι οποίοι βελτίωσαν την προσβασιμότητα στη χώρα και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών:
-H αεροπορική σύνδεση της χώρας με τις βασικές τουριστικές της αγορές βελτιώθηκε, με βασικούς κινητήριους μοχλούς τη μεγέθυνση της Aegean και τη διείσδυση των low-cost εταιρειών (κυρίως της Ryanair), με τις δύο αυτές εταιρείες να καλύπτουν το 73% της συνολικής αύξησης των αεροπορικών συνδέσεων.
-Παράλληλα, επενδύσεις στο Ελευθέριος Βενιζέλος και στα περιφερειακά αεροδρόμια βελτίωσαν τις σχετικές υποδομές της χώρας (κάτι που αποτυπώθηκε και στην ενίσχυση του αντίστοιχου Δείκτη Ανταγωνιστικότητας του WEF).
– Μένοντας στο κεφάλαιο των υποδομών, αξιοσημείωτη θεωρείται η σημαντική άνοδος των 5αστερων ξενοδοχείων κατά την προηγούμενη δεκαετία (κατά 118%).
-Επιπλέον, οι συντονισμένες προσπάθειες δημόσιων και ιδιωτικών φορέων του κλάδου ξεκίνησαν να αποφέρουν καρπούς, καθιστώντας το brand «Ελλάδα» πιο διακριτό και αναγνωρίσιμο.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η χώρα μας κατά την περίοδο 2013-2019 προσέλκυσε 17 εκ. περισσότερες αφίξεις, οι οποίες μεταφράστηκαν σε 42 εκ. περισσότερες διανυκτερεύσεις και τελικά οδήγησαν σε αύξηση των εισπράξεων κατά 8 δις. ετησίως
Η αυξανόμενη κίνηση ξένων τουριστών είναι εμφανής στις αφίξεις των ξενοδοχείων, παρουσιάζοντας άνοδο 113% την περίοδο 2012-2019, ενισχύοντας παράλληλα το μερίδιο των ξένων τουριστών από 57% το 1995 σε 73% το 2019. Ωστόσο, η αύξηση της ξενοδοχειακής δραστηριότητας δεν ήταν ομοιόμορφη σε όλες τις περιοχές της χώρας. Συγκεκριμένα, το τουριστικό προϊόν ενισχύθηκε περισσότερο στις νησιωτικές περιοχές (sea & sun) και τα αστικά κέντρα (city break & history) με αύξηση πωλήσεων 95% και 73% αντίστοιχα. Στον αντίποδα, οι ξενοδοχειακές μονάδες της ηπειρωτικής χώρας παρουσίασαν μικρότερη αύξηση πωλήσεων, καθώς απευθύνονται σε μεγαλύτερο βαθμό σε τουρίστες από τα Βαλκάνια (οδικός τουρισμός). Αξιοσημείωτο είναι ότι το 71% της αύξησης των ξενοδοχειακών εσόδων προήλθε από την αύξηση της πληρότητας των ξενοδοχείων έναντι μόλις 18% από την αύξηση της τιμής και 11% από την αύξηση των διαθέσιμων κλινών.
Το «φρένο» που έβαλε η κρίση του Covid-19
Η περίοδος άνθισης για τον ελληνικό τουρισμό ανακόπηκε βίαια με το ξέσπασμα της πανδημίας, η οποία βύθισε τους κλάδους μεταφορών και φιλοξενίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι περιορισμοί στις εγχώριες και διεθνείς μετακινήσεις που επιβλήθηκαν από τις κυβερνήσεις με στόχο τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου πτώση της τουριστικής κίνησης σε παγκόσμιο επίπεδο (-1,1 δις αφίξεις, ή -73% σε σχέση με το 2019), εξαιτίας της οποίας ο παγκόσμιος τουρισμός επέστρεψε στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 1990.
Η Ελλάδα, ως ένας κατεξοχήν καλοκαιρινός ταξιδιωτικός προορισμός με κύριες αγορές στη Δυτική Ευρώπη και συνεπώς κυρίως προσβάσιμη μέσω αεροπορικών συνδέσεων, εύλογα δέχθηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα, με τις τουριστικές εισπράξεις να μειώνονται κατά 78% (έναντι – 71% για το σύνολο της μεσογειακής αγοράς). Αποτέλεσμα της επίδοσης αυτής ήταν η μείωση του μεριδίου της Ελλάδας στην παγκόσμια αγορά από το 2,3% το 2019 στο 1,9% το 2020, επίδοση που αποτελεί την χαμηλότερη της επταετίας.
Η απότομη πτώση της τουριστικής κίνησης είχε άμεσο αντίκτυπο στα μεγέθη του ελληνικού τουρισμού, με τις αφίξεις το 2020 να μειώνονται κατά 27 εκ. (από 34 εκ. το 2019), τις διανυκτερεύσεις κατά 71 εκ. (από 92 εκ. το 2019) και τις εισπράξεις κατά 14 δις (από 18 δις το 2019).
Εξετάζοντας αναλυτικότερα την μηνιαία πορεία μέσω των αεροπορικών αφίξεων, παρατηρούμε ότι μετά την πολύ κακή επίδοση του 2ου τριμήνου όπου η πτώση άγγιξε το 99%, η περίοδος Ιουλίου-Σεπτεμβρίου είχε σημαντικά καλύτερες επιδόσεις (πτώση 64%) χάρη στην καλή σχετικά επιδημιολογική εικόνα της χώρας, και της συνακόλουθης χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων τους καλοκαιρινούς μήνες. Θα πρέπει να επισημανθεί ο σημαντικός ρόλος που φαίνεται να είχε η επιδημιολογική εικόνα στις χώρες προέλευσης των τουριστών, καθώς αυτό επηρέαζε τις διαδικασίες τόσο κατά την είσοδο στην Ελλάδα όσο και κατά την επιστροφή στην πατρίδα τους. Έτσι, η επιβαρυμένη επιδημιολογική εικόνα των γειτονικών μας βαλκανικών χωρών, που αποτελούν τις πηγές προέλευσης του οδικού μας τουρισμού, δεν επέτρεψε σε αυτό τον πιο ασφαλή τρόπο μετακίνησης να λειτουργήσει αντισταθμιστικά όπως συνέβη στην περίπτωση της Ιταλίας ή της Ισπανίας.
Η υψηλή εξάρτηση της Ελλάδας από τις αεροπορικές αφίξεις (που είχαν τους περισσότερους περιορισμούς), η αδυναμία να λάβει στήριξη από τον οδικό τουρισμό και το γεγονός ότι το πρώτο covid-free τρίμηνο δεν αποτελεί σημαντικό κομμάτι της τουριστικής της δραστηριότητας, οδήγησαν σε περιορισμό του μεριδίου της Ελλάδας στις παγκόσμιες αφίξεις στο 1,9% το 2020 (από 2,3% το 2019). Συνεπώς, ο ελληνικός τουρισμός δέχθηκε ένα διπλό χτύπημα: (i) η ζήτηση στις βασικές αγορές του περιορίστηκε από 50% μέχρι 70%, και παράλληλα (ii) το μερίδιο της Ελλάδας μειώθηκε σε αυτές – με την πτώση να προσεγγίζει την 1,5 ποσοστιαία μονάδα σε κάποιες χώρες (κυρίως στις ΗΠΑ και την Ιταλία).
Η μοναδικότητα του ελληνικού τουρισμού
Η μοναδικότητα του ελληνικού τουρισμού έγκειται κυρίως στο φυσικό κάλλος της χώρας, την κουλτούρα φιλοξενίας και την πολιτισμική παράδοσή της. Ειδικότερα, η Ελλάδα χάρη στο νησιωτικό της χαρακτήρα διαθέτει την μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Μεσόγειο (13.676 km) και αναλογία ακτογραμμής ανά τ.χλμ. έκτασης (105 μ. ανά τ.χλμ. έναντι 67 μ. ανά τ.χλμ.), ενώ η ποιότητα των ελληνικών παραλιών αποτυπώνεται στον μεγάλο αριθμό «Γαλάζιων σημαιών» (31 ανά 10.000 τ.χλμ. έκτασης, έναντι μόλις 13 στην Μεσόγειο). Ταυτόχρονα η ελληνική κουλτούρα φιλοξενίας και η μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά της χώρας αποτελούν συστατικά του επιτυχημένου ελληνικού τουριστικού brand, προσελκύοντας εκατομμύρια τουριστών κάθε χρόνο.
Η Ελλάδα εκμεταλλευόμενη τα παραπάνω χαρακτηριστικά έχει αναπτύξει σημαντικά τον τουριστικό της κλάδο ο οποίος πλέον αποτελεί αξιόλογο τμήμα της οικονομίας της, αντιπροσωπεύοντας το 20% του ΑΕΠ και το 27% των συνολικών εξαγωγών (έναντι 13% και 19% αντίστοιχα του μεσογειακού μ.ο.). Η μεγάλη διείσδυση του τουρισμού στην οικονομική ζωή της χώρας αποτυπώνεται επίσης στον μεγάλο αριθμό των αφίξεων και εισπράξεων (με 3,2 επισκέπτες ανά κάτοικο έναντι 1,3 του μεσογειακού μ.ο., και 0,13 €/τ.χλμ, έναντι 0,09 του μεσογειακού μ.ο).
Όπως επισημαίνει η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, ο ελληνικός τουρισμός – παρά τη συγκριτικά υψηλότερη συμμετοχή του στην οικονομία – υστερεί του μεσογειακού μ.ο σε όρους ποιότητας και συγκέντρωσης, καθίσταται έτσι πιο ευάλωτος στον ανταγωνισμό ενώ δεν εκμεταλλεύεται στον μέγιστο βαθμό τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας.
Ειδικότερα, η Ελλάδα διαθέτει μικρότερου μεγέθους και χαμηλότερης ποιότητας ξενοδοχειακές μονάδες (36 έναντι 57 κλίνες κ.μ.ο. και μόλις το 23% 4-5 αστέρων έναντι 65%), συγκρατώντας την μέση ημερήσια τουριστική δαπάνη 15% χαμηλότερα του μεσογειακού μ.ο. (€70 έναντι €82). Αρνητικά στα παραπάνω συμβάλει η χαμηλή επίδοση στον δείκτη διαχείρισης γης, δημιουργώντας εμπόδια στις τουριστικές επενδύσεις, με την Ελλάδα να κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των κρατών της Ε.Ε. (4,5/30 έναντι 23,6/30 στην ΕΕ).
Επιπλέον, ο ελληνικός τουρισμός χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, σε όρους – εποχικότητας, με το 79% των αφίξεων να πραγματοποιούνται την περίοδο Μαΐου-Σεπτεμβρίου (έναντι 58% για τις άλλες μεσογειακές χώρες), – χωρών προέλευσης, με τις top 5 χώρες να αποτελούν το 34% των αφίξεων (έναντι 27% για τις άλλες μεσογειακές χώρες), και – περιοχών, με το 59% εισπράξεων και το 67% των ξενοδοχείων 5 αστέρων να βρίσκονται στα νησιά.