Έτσι φτάσαμε στη σημερινή δεινή κατάσταση της οικονομίας
- 29/07/2015, 15:14
- SHARE
Έκθεση με πολλές αιχμές από το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής – Τι αναφέρει για το νέο πρόγραμμα.
Η έκθεση του γραφείου της Βουλής δόθηκε στη δημοσιότητα με αναφορά σε όλα τα βασικά ζητήματα που αφορούν την ελληνική οικονομία, το νέο πρόγραμμα, τις αντιδράσεις στη Βουλή, τους λάθους χειρισμούς αλλά και το καταστροφικό ενδεχόμενο επιστροφής στη δραχμή.
Παράλληλα, η έκθεση αναφέρεται στην μεγάλη ζημιά που επιφέρουν στην οικονομία τα capital controls, εκτιμώντας ότι η ζημιά στην οικονομία θα συνεχιστεί τους επόμενους μήνες και οι κεφαλαιακοί έλεγχοι δεν θα καταργηθούν άμεσα. Πιο συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι η μείωση του εβδομαδιαίου ΑΕΠ αγγίζει τα 2,8 δις ευρώ με capital controls για την περίοδο Ιουλίου –Σεπτεμβρίου (αν η κατανάλωση αγγίξει το 80% με τους περιορισμούς κεφαλαίων έχουμε απώλεια 2,8 δισ ΑΕΠ την εβδομάδα ή 1,75 δισ ανά εβδομάδα με μείωση κατανάλωσης 50%)
Επιπλέον, εκτιμάται ότι ενδέχεται να καταγραφεί πρωτογενές έλλειμμα 1% του ΑΕΠ φέτος, με το πρωτογενές πλεόνασμα να έχει εξαλειφθεί, ενώ τονίζεται ότι οι πιθανότητες χρεοκοπίας και εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη δεν έχουν ακόμη αποκλειστεί οριστικά. Οσον αφορά τις εκροές καταθέσεων, ανέρχονται σε 37 δισ ευρώ το διάστημα Νοεμβρίου 2014 – Ιουνίου 2015.
Κάποια βασικά σημεία της έκθεσης είναι:
Γιατί χειροτέρευσε η ελληνική οικονομία
Η κατάσταση της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 χειροτέρευσε καθώς η χώρα επανήλθε σε υφεσιακή τροχιά. Οι αιτίες είναι πολλές: Η εκλογική διαδικασία πρώτα και, στη συνέχεια, η μη συμφωνία με τους θεσμούς (=τρόικα) επηρέασε τελικά τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και, μετά από μια μικρή αναλαμπή τον Φεβρουάριο, τους καταναλωτές. Παράλληλα ο συνδυασμός της φειδωλής παροχής ρευστότητας από τον ELA (Emergency Liquidity Assistance) και της αυξημένης εκροής καταθέσεων που οδηγούσε σε αποθησαύριση του χρήματος επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Γεγονός είναι ότι συνεχίσθηκε το κλείσιμο επιχειρήσεων και η ανεργία άρχισε να αυξάνεται πάλι, ενώ οι διάφορες εκκρεμότητες άρχισαν να απειλούν και τον τουρισμό. Εν ολίγοις, η αβεβαιότητα αποτέλεσε τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για την υφεσιακή τροχιά.
Πόσο στοίχισε η αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις
Η αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις, η λήξη του προγράμματος προσαρμογής (τέλος Ι-ουνίου 2015), η διακοπή της αποπληρωμής δανείων στο ΔΝΤ και η προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου επιδείνωσαν την οικονομική κατάσταση. Πιο συγκεκριμένα, η συνακόλουθη ανασφάλεια που προκλήθηκε, οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη εκροή καταθέσεων, η οποία σε συνδυασμό με τη διακοπή ρευστότητας από τον ELA, είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) αυξάνοντας ακόμη περισσότερο το οικονομικό κόστος στο οποίο προστέθηκε και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Προς στιγμή, η χώρα φάνηκε να βαδίζει προς μια χαοτική χρεοκοπία. Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός στη Βουλή (15.7.2015)2 η χώρα βρέθηκε, αντιμέτωπη με το δίλημμα ή να αποδεχθεί μια νέα συμφωνία με τους εταίρους, όπως και έγινε τελικά στις 12 Ιουλίου, ή να χρεοκοπήσει και να βρεθεί εκτός Ευρωζώνης αποκομμένη από τους μηχανισμούς αλληλεγγύης της ΕΕ.
»Σημειώναμε ότι οι συσχετισμοί δύναμης ήταν εξ αρχής δυσμενείς για την Ελλάδα. H διαπραγματευτική θέση της χώρας μας δεν ενισχύθηκε με την παρατεταμένη διαπραγμάτευση, με τις τράπεζες κλειστές, την οικονομία σε ύφεση, τη δημόσια οικονομία σε ακαταστασία, την εμπιστοσύνη να έχει χαθεί (αν και όχι μόνο με ελληνική ευθύνη) και τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης (ΑΤΜ) να αδειάζουν γρήγορα.
»Δεν πρέπει όμως να αγνοήσουμε ότι το μεγάλο ερώτημα δεν έχει ακόμα απαντηθεί, αν δηλαδή συνολικά η πολιτική προσαρμογής μπορεί να ολοκληρωθεί ή πετύχει υπό την πίεση του εξωτερικού παράγοντα που λέγεται «θεσμοί». Ελπίζουμε ότι θα συμφωνηθεί ένα πρόγραμμα προσαρμογής με τον ΕΜΣ και ότι δεν θα επαναληφθεί ο πόλεμος τριβής στις συνεχείς διαβουλεύσεις πριν και μετά το νέο πρόγραμμα προσαρμογής. Όμως, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα όποια αποτελέσματα επιτυγχάνονται, δεν θα είναι μόνιμα αν η κοινωνία δεν τα αποδέχεται. Επίσης, η κοινωνία δεν θα τα αποδεχθεί όσο η πολιτική ηγεσία του τόπου δεν εκπέμπει και δεν εξηγεί ένα σαφές μήνυμα (ή όραμα) και όσο δεν υπάρχει ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων που νομοθετούνται. Σημαντικές, πηγές ανησυχίας για την επιτυχία, αποτελούν, η οριακή κατάσταση που βρίσκεται ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολό του και η εξάντληση του κοινωνικού σώματος από τα συσσωρευμένα αποτελέσματα της κρίσης που έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία από το 2010.
Το καλό νέο
Η προκαταρκτική συμφωνία για τα επόμενα βήματα.
Η δήλωση της Συνόδου Κορυφής καθόρισε ουσιαστικά έναν οδικό χάρτη για να επιτευχθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες μια νέα τριετής συμφωνία με χρηματοδοτική στήριξη και πρόγραμμα προσαρμογής με τον ΕΜΣ στη βάση του προβλεπόμενου «μνημονίου συνεννόησης» (Memorandum of Understanding). Περιλαμβάνει όμως προαπαιτούμενα και χρηματοδοτική κάλυψη επειγουσών αναγκών («χρηματοδοτική γέφυρα»). Στο πλαίσιο αυτό θα χορηγηθεί νέο δάνειο στην Ελλάδα (βλ. πιο κάτω) , στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται και τα ποσά που δεν αξιοποιήθηκαν του προηγούμενου (δεύτερου) προγράμματος («μνημονίου»). Επομένως είναι μια συμφωνία για το πώς θα καταλήξουμε σε συμφωνία εντός αφόρητα στενών προθεσμιών. Και ασκεί μεγάλη πίεση στο πολιτικό μας σύστημα. Μέχρι να φθάσουμε στο νέο «μνημόνιο συνεννόησης» οι διαπραγματεύσεις θα είναι σκληρές γιατί μετά τα προαπαιτούμενα, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συνεργασθεί με τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών για να συγκεκριμενοποιήσει προτάσεις (μαζί με ένα ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα για νομοθέτηση και υλοποίηση) σε πολύπλοκα θέματα όπως το ασφαλιστικό και οι εργασιακές σχέσεις. Σε όλα αυτά υπάρχουν περιθώρια ερμηνείας της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής. Οι τελικές επιλογές θα αποτυπωθούν στο νέο μνημόνιο συνεννόησης με τον ΕΜΣ και το ΔΝΤ.
Η ασυμμετρία της νέας συμφωνίας
Το προσύμφωνο της 12ης Ιουλίου χαρακτηρίζεται από μια προφανή εγγενή ασυμμετρία: Τα φορολογικά και άλλα μέτρα έχουν υφεσιακό χαρακτήρα. Αντίθετα, οι μεταρρυθμίσεις, που θα εξουδετέρωναν αυτές τις επιπτώσεις, αποδίδουν μόνο σε βάθος χρόνου και μάλιστα υπό τον όρο ότι θα έχουμε πολιτική και κοινωνική σταθερότητα. Συναφώς, εκκρεμούν αλλαγές στο μέγεθος και τις δομές του κράτους (π.χ. κατάργηση οργανισμών και ολόκληρων τμημάτων που δεν έχουν σήμερα λόγο ύπαρξης) καθώς και αλλαγές στο πλαίσιο λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα και συναφώς της σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Επίσης, όπως επισημαίνει και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής στην πρόσφατη ετήσια έκθεσή του, πρέπει να καθιερωθούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί που θα επιτάχυναν τους σχετικούς ελέγχους, να εξαλειφθεί η διακριτική ευχέρεια πολιτικών προϊσταμένων να παρεμβαίνουν με την επίκληση της λεγόμενης «πολιτικής βούλησης», να γίνεται ουσιαστική αξιολόγηση των δημοσίων φορέων και του ανθρώπινου δυναμικού τους κλπ.
Όλα αυτά απαιτούν χρόνο και προσωπικό. Τέλος, η συμμετοχή στο πρόγραμμα Juncker για την ανάπτυξη θέλει χρόνο για να οργανωθεί και να αποδώσει. Εξαρτάται μάλιστα εν πολλοίς από τον ίδιο τον ιδιωτικό τομέα και την πλευρική στήριξη της Πολιτείας.
Όμως, παρά ταύτα, η προκαταρκτική συμφωνία θα πρέπει να κριθεί στο σύνολό της, όπως τονίζει και ο υπουργός οικονομικών Ε. Τσακαλώτος.
«Κλειδί» οι μεταρρυθμίσεις
Κρίσιμες για την επιτυχία της νέας συμφωνίας, θα είναι οι μεταρρυθμίσεις. Η μεταρρυθμιστική διαδικασία θα συνεχισθεί όταν, μετά τα προαπαιτούμενα, αρχίσει η συγκεκριμενοποίησή τους που θα επιτρέψει τη διαπραγμάτευση ενός νέου «μνημονίου κατανόησης» (Memorandum of Understanding, MoU) με τους θεσμούς στο πλαίσιο του ΕΜΣ. Ο δρόμος είναι μακρύς. Το μείζον διακύβευμα ήταν και παραμένουν οι βαθιές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, των ιδιωτών και στις μεταξύ τους σχέσεις, τα οποία εν συνόλω καθορίζουν την οικονομία.
Συνοπτικά, η τελική συμφωνία με τους θεσμούς, που πλέον διαφαίνεται στον ορίζοντα, είναι σημαντική για να αποφύγουμε τα χειρότερα βραχυχρόνια και να μην εισέλθουμε σε ένα αβέβαιο τοπίο μακροχρόνια.
Τα μέτρα, ως σύνολο, αντέχουν στην οικονομική κριτική καθώς δεν περιορίζονται σε αυξήσεις φόρων. Επομένως ο συμβιβασμός, μπορεί να καταστεί οικονομικά βιώσιμος, δεδομένου κιόλας ότι περιέχει μια σημαντική αναπτυξιακή πτυχή (ορισμένες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις + χρηματοδοτήσεις) και μπορεί να μειώσει γρήγορα την αβεβαιότητα.
Ο φόβος ότι θα αποτύχει ή ότι «έχει ήδη αποτύχει» ελέγχεται ως προς τη δυνατότητά του να συμπεριλάβει όλες τις πτυχές ή ως προς την ορθότητά του. Ειδικά τα στοιχεία της συμφωνίας που αφορούν σε χρηματοδοτήσεις, βοήθεια και επενδύσεις είναι κρίσιμα για να εξουδετερωθούν (αν όχι το 2015, το 2016) οι υφεσιακές επιπτώσεις των νέων μέτρων. Η συμφωνία θα ανοίξει τον δρόμο για ομαλή εφαρμογή του ΕΣΠΑ και εν μέρει πρόσθετες χρηματοδοτήσεις μέσω του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ («πρόγραμμα Draghi») και εφόσον η Ελλάδα αρχίσει να βγαίνει στις αγορές.
Πτώση ΑΕΠ
Σε βραχυχρόνια οπτική αναμένουμε, υιοθετώντας τη συμβατική οικονομική προσέγγιση, ότι, με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης (στο βαθμό που θα επιτευχθεί γοργά) και την επι-ταχυμένη εισροή πόρων της Ένωσης, θα συγκρατηθεί η πτώση του ΑΕΠ εφέτος και πολύ περισσότερο το 2016 γιατί, απλά, και η καταναλωτική ζήτηση θα σταθεροποιηθεί και μέρος τουλάχιστον των αποταμιεύσεων θα επιστρέψει στις τράπεζες. Βέβαια η αισιόδοξη αυτή προοπτική δεν θα επιβεβαιώνεται όσο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ, και η συνακόλουθη ελληνική και διεθνής πολιτική αναταραχή που συνοδεύει αυτήν την διαπραγμάτευση. Η επενδυτική δραστηριότητα, διστακτικά έστω, θα αναθερμανθεί όχι μόνο λόγω ζήτησης, αλλά και λόγω των ιδιωτικοποιήσεων (κατά το βαθμό που θα συνοδεύονται από επενδύσεις) και άλλων μεταρρυθμίσεων που θα μειώσουν τη σημερινή αβεβαιότητα. Οι κίνδυνοι δεν είναι εγγενώς οικονομικοί, αλλά πολιτικοί.