Έτσι η Ελλάδα θα γίνει συνώνυμο του ποιοτικού τουρισμού
- 13/11/2017, 17:54
- SHARE
Ο νέος Πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γ. Ρέτσος ανοίγει τα «χαρτιά» του στο Fortune: Οι αφίξεις, τα ξενοδοχεία, οι εισπράξεις, το AirBnB και η φορολογία.
Κόκκινα δάνεια, υπερφορολόγηση, χωροταξικό και ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος είναι μερικά από τα βασικά σημεία, στα οποία εστιάζει ο νέος Πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Ρέτσος. Ο γνωστός επιχειρηματίας, που δραστηριοποιείται εδώ και χρόνια στον ξενοδοχειακό κλάδο και μέχρι πρότινος ήταν ο άνθρωπος που κρατούσε τα ηνία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ) μας υποδέχτηκε στο γραφείο του, αποκαλύπτοντας τα άμεσα σχέδιά του.
Έπειτα από μάχες σχεδόν δύο δεκαετιών, αν κάτι κατάφερε ο ΣΕΤΕ ήταν να καταστεί κοινωνικός εταίρος, συγκεντρώνοντας κάτω από την ομπρέλα του το σύνολο του τουριστικού κόσμου. Πλέον το βάρος είναι μεγάλο και ο πήχης ακόμα υψηλότερος προκειμένου η Ελλάδα να γίνει συνώνυμο του ποιοτικού τουρισμού.
«Η δική μας φιλοσοφία και λογική κινείται προς την κατεύθυνση της εξωστρέφειας και του εμπλουτισμού του τουριστικού προϊόντος. Διότι έχουμε φτάσει σε νούμερα που ναι μεν μας χαροποιούν, αλλά την ίδια ώρα μας προβληματίζουν, καθώς το ζητούμενο πλέον είναι να αναπροσαρμόσουμε τη στρατηγική μας για να έχουμε θετικά αποτελέσματα όχι εφήμερα, αλλά για πολλά ακόμη χρόνια» λέει χαρακτηριστικά στο fortunegreece.com, ο Γιάννης Ρέτσος.
«Θέλουμε μεγαλύτερη μέση δαπάνη και μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής»
Εξηγεί πως για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο απαιτείται διασύνδεση και με άλλους τομείς της οικονομίας, όπως για παράδειγμα η αγροδιατροφή και ο πολιτισμός. «Στόχος είναι να πουλήσουμε υψηλότερα και να προσεγγίσουμε υψηλότερης αγοραστικής δύναμης τουρίστες, αυξάνοντας παράλληλα το αποτύπωμα του τουρισμού στην κοινωνία. Το ζητούμενο δεν είναι να πανηγυρίζουμε εάν σπάσουμε το φράγμα των 30 εκατομμυρίων τουριστών, αλλά να δούμε το πώς διαχέεται αυτό το εισόδημα στην ελληνική οικονομία».
Σε επίπεδο ετήσιων εσόδων οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 14,5 δισ. ευρώ, νούμερο που όπως επισημαίνει είναι χαμηλό αναλογικά με τον αριθμό των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα. «Θέλουμε μεγαλύτερη μέση δαπάνη ανά τουρίστα και μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής. Αυτά όμως δεν μπορείς να τα πετύχεις μόνο με τα λόγια, χρειάζεσαι έργα».
Αναφερόμενος στο «sharing economy» παραδέχεται πως συνιστά μια διεθνή τάση που θα συνεχίσει να μεγαλώνει, διεκδικώντας κομμάτι από την τουριστική «πίτα». «Αποτελεί κομμάτι του παγκόσμιου τουριστικού προϊόντος, όμως πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια δραστηριότητα που χρειάζεται ρύθμιση, που θα αναγνωρίζεται και που θα έχει μια συγκεκριμένη ονομασία αυτό το είδος προϊόντος και φυσικά να φορολογηθεί για να αποφέρει και χρήματα στο κράτος. Το θέμα είναι να μην ασκείται με τρόπο που συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό για τις επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν νόμιμα».
Σύμφωνα δε με πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε η Grant Thorton για λογαριασμό του ξενοδοχειακού επιμελητηρίου οι παράπλευρες απώλειες από το φαινόμενο του sharing economy ανέρχονται σε ετήσια βάση στα 350 εκατ. ευρώ, με τον Γιάννη Ρέτσο να λέει πως το μόνο σίγουρο είναι ότι το συγκεκριμένο μέγεθος αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, γιατί είναι μια δραστηριότητα που αποτελεί διεθνή τάση και τώρα βρίσκεται στη φάση της ανάπτυξής της.
Υπερφορολογημένο το ελληνικό τουριστικό πακέτο
Είναι μύθος ή πραγματικότητα ότι το ελληνικό τουριστικό προϊόν, είναι ακριβό, χαμηλής ποιότητας και υπερτιμημένο σε σχέση με τον ανταγωνισμό που προβαίνει διαρκώς σε επενδύσεις σε υποδομές; Ο νέος πρόεδρος του ΣΕΤΕ υποστηρίζει πως δεν είναι ακριβό στη βάση της τιμής, υπενθυμίζοντας πως από το 2008 και μετά που ξεκίνησε η πτώση στον τουρισμό στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, το βασικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα ήταν η μείωση των τιμών από τα ξενοδοχεία.
«Το 2012-2013 οι τιμές έφτασαν στο χαμηλότερο επίπεδο που μπορούσαν να φτάσουν. Έκτοτε υπάρχει μια ελαφριά ανάκαμψη. Αν το ελληνικό τουριστικό προϊόν είναι ακριβό σε σχέση με τον ανταγωνισμό, αυτό οφείλεται καθαρά στην πολύ υψηλή φορολογία. Το βασικό μας πακέτο είναι 7 με 8 μονάδες περισσότερο φορολογημένο από τον άμεσο ανταγωνισμό. Παράλληλα, σχεδιάζονται νέοι φόροι από 1/1/2018, όπως αυτός της διανυκτέρευσης διαμονής. Έχουμε επίσης 8 χρόνια ύφεσης με ένα τραπεζικό σύστημα που δεν ευνοεί τις επιχειρήσεις, με ένα περιβάλλον που δεν ευνοεί τις επενδύσεις για τη συντήρηση των υφιστάμενων ή τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων, οπότε σταδιακά το προϊόν αυτό “γερνάει”. Όταν ανακάμψουν οι αγορές της Τουρκίας και της Βορείου Αφρικής θα φανεί έντονα η διαφορά στις τιμές».
Δυστυχώς όμως δε φαίνεται να υπάρχουν ευήκοα ώτα, αφού, όπως αναφέρει ο κ. Ρέτσος προσπαθούν να εξηγήσουν στην κυβέρνηση πως με την επιβολή του φόρου διαμονής δεν είναι η ζημιά που θα γίνει το 2018, αλλά η ζημιά που θα γίνει σε βάθος 3ετίας- 5ετίας, όταν θα έχει χτιστεί ένα ακριβό προϊόν και δεν θα υπάρχει επιστροφή.
Παρουσία του ΣΕΤΕ στις Βρυξέλλες
Τα ευχάριστα νέα είναι πως για πρώτη φορά επιχειρείται η δημιουργία ομάδας, κύριο μέλημα της οποίας θα είμαι η εκπροσώπηση του «brand Ελλάδα» στις Βρυξέλλες, στο κέντρο λήψης αποφάσεων της Ευρώπης. «Επιβάλλεται ο τουρισμός να έχει παρουσία σε αυτούς τους χώρους, όχι μόνο για να μπορείς εσύ ως χώρα να επηρεάζεις, αλλά και για να έχεις και την πρωτογενή πληροφορία που θα σου επιτρέπει να οργανώνεις τις κινήσεις σου. Ήδη μέσα στη χρονιά και προς τις αρχές της επόμενης σχεδιάζεται η πρώτη επίσημη επίσκεψη στις Βρυξέλλες όπου θα έχει κανονιστεί μια σειρά επαφών σε υψηλό επίπεδο για να εγκαινιαστεί και εκεί η παρουσία του ΣΕΤΕ».
Ερωτηθείς αναφορικά με το αν μπορεί να υπάρξει κοινή στρατηγική για τον τουρισμό στους κόλπους της Ευρώπης, απαντά πως κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να συμβεί διότι δεν υπάρχουν κοινές επιδιώξεις, ο ανταγωνισμός είναι έντονος και φυσικά ο τουρισμός δεν έχει την ίδια βαρύτητα σε όλες τις χώρες. «Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε ότι γίνονται ανάλογες κινήσεις ιδιωτών των αντίστοιχων ΣΕΤΕ μεγάλων χωρών που αναζητούν τη συνεργασία μεταξύ τους προκειμένου και να ισχυροποιηθεί η φωνή του τουρισμού, αλλά και να βρεθεί κοινή συνισταμένη σε βασικά ζητήματα».
Τέλος η Αθήνα που γνώρισε τη μεγαλύτερη απαξίωση έως το 2012, από τα μέσα της ίδιας χρονιάς έχει αρχίσει να ανακάμπτει, με τον επικεφαλής του ΣΕΤΕ να εκφράζει την άποψη ότι μπορεί να μην έχει καταφέρει απόλυτα να καταστεί city break προορισμός γιατί της λείπουν βασικά συστατικά, όπως συνεδριακό κέντρο, ή ότι η οργάνωση της κρουαζιέρας και το λιμάνι του Πειραιά δεν είναι στην κατάσταση που θα έπρεπε να είναι, όμως βλέπει ότι υπάρχει προοπτική και ότι γίνονται επενδύσεις.
«Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος είναι ένα κόσμημα για την πόλη που δημιουργεί προστιθέμενη αξία, υπάρχει το project του ελληνικού που εφόσον υλοποιηθεί θα αλλάξει την εικόνα της Αθήνας στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη. Είμαστε σε καλό δρόμο, κατά κύριο λόγο, από τις προσπάθειες του ιδιωτικού τομέα» καταλήγει.