EY: Στα 191 δισ. δολάρια οι δαπάνες για συγχωνεύσεις και εξαγορές στον κλάδο επιστημών υγείας το 2023
- 28/03/2024, 12:11
- SHARE
Στο ποσό των 191 δισ. δολ. ανήλθαν οι δαπάνες για συγχωνεύσεις και εξαγορές (Σ&Ε) στον κλάδο επιστημών υγείας το 2023, αυξημένες κατά 34% από το 2022, σύμφωνα με την 12η έκδοση της ετήσιας έκθεσης της EY, M&A Firepower. Αν και ο αριθμός των συμφωνιών μειώθηκε, σε 118 από 126 το 2022, το μέσο μέγεθός τους αυξήθηκε σημαντικά το 2023.
Σύμφωνα με την έκθεση, η επιστροφή του κλάδου στις συγχωνεύσεις και εξαγορές οφείλεται στις πιέσεις για αύξηση των εσόδων, το γεγονός ότι βασικά προϊόντα θα χάσουν τις πατέντες τους κατά τα επόμενα πέντε χρόνια, καθώς και την ανάγκη ολοκλήρωσης των κατάλληλων συμφωνιών σήμερα, για να εξασφαλιστεί νέα αύξηση εσόδων και δημιουργία προστιθέμενης αξίας στο μέλλον. Επιπλέον, ο κλάδος κατέχει σήμερα ιστορικά υψηλά επίπεδα «δύναμης πυρός» (Firepower) – που ορίζεται ως η ικανότητα μιας επιχείρησης να υλοποιήσει Σ&Ε, με βάση την ισχύ του ισολογισμού της.
Η έρευνα της EY διαπιστώνει ότι ένας από τους θεμελιώδεις λόγους πίσω από την ανάκαμψη των Σ&Ε το 2023, είναι η αυξημένη συμμετοχή από τους μεγαλύτερους παίκτες του κλάδου των επιστημών υγείας – τις πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες. Οι εταιρείες αυτές, κυριάρχησαν στις συμφωνίες του κλάδου, με πάνω από τα δύο τρίτα (69%) των επενδύσεων Σ&Ε να προέρχονται από μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, σε σύγκριση με μόλις 38% το 2022. Έντεκα μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως, υπέγραψαν από τουλάχιστον μία συμφωνία αξίας 1 δισ. δολ. ή περισσότερο το 2023.
Λόγω αυτών των σημαντικών επενδύσεων και παρά τη μείωση του όγκου των συναλλαγών, το μέσο μέγεθος των συμφωνιών αυξήθηκε κατά 77% το 2023 (2,18 δισ. δολ. έως τις 10 Δεκεμβρίου 2023, έναντι 1,23 δισ. δολ. το 2022). Οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες αναμένεται να συνεχίσουν να συνάπτουν παρόμοιες μεγάλες συμφωνίες το 2024, σηματοδοτώντας μία σημαντική επιστροφή στις Σ&Ε.
Σύμφωνα με την έκθεση, υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι για να αναμένουμε ότι η ανοδική τάση στις επενδύσεις Σ&Ε, θα συνεχιστεί και θα επιταχυνθεί το 2024 και μετέπειτα: ο τομέας των βιοφαρμακευτικών προϊόντων εξακολουθεί να διατηρεί εξαιρετικά υψηλά επίπεδα «δύναμης πυρός», θα αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις στην αύξηση εσόδων τα επόμενα πέντε χρόνια και πρέπει να εξασφαλίσει μη οργανική ανάπτυξη, και, τέλος, λόγω των οικονομικών συνθηκών, έχει διαμορφωθεί μία αγορά αγοραστών που ευνοεί τις εταιρείες που προχωρούν σε εξαγορές.
Παρά τις αυξημένες επενδύσεις Σ&Ε, ο κλάδος εξακολουθεί να διαθέτει δυνατότητα σύναψης συμφωνιών που ξεπερνούν τα 1,37 τρισ. δολ. – ποσό μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία της έκθεσης Μ&Α Firepower, με εξαίρεση το 2022. Ωστόσο, ενώ υπάρχουν χρήματα για εξαγορές, η πρόκληση για τις εταιρείες του κλάδου επιστημών υγείας, είναι να διασφαλίσουν ότι συνάπτουν τις σωστές συμφωνίες για τη δημιουργία αξίας στο μέλλον. Για να δημιουργήσουν αξία από τις εξαγορές τους, οι εταιρείες του κλάδου θα πρέπει να επικεντρωθούν στην εξασφάλιση καλύτερων αποτελεσμάτων για τους ασθενείς – συμπεριλαμβανομένης μίας βελτιωμένης, πιο εξατομικευμένης εμπειρίας υγείας.
Οι τεράστιες προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς στον τομέα της ογκολογίας, αντικατοπτρίζεται στις δαπάνες Σ&Ε των εταιρειών τα τελευταία πέντε χρόνια, με την ογκολογία να κυριαρχεί στις εξαγορές του κλάδου, τόσο ως προς την αξία, όσο και ως προς τον αριθμό των συμφωνιών – το 2023, οι επενδύσεις Σ&Ε στην ογκολογία, έφτασαν τα 65,2 δισ. δολ. Ο έντονος ανταγωνισμός για αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, είχε, επίσης, ως αποτέλεσμα, οι εταιρείες να πληρώνουν υψηλότερα πολλαπλάσια σε σχέση με στόχους σε άλλους τομείς θεραπείας. Με τα πολλαπλάσια για εξαγορές στον τομέα ογκολογίας κατά την τελευταία δεκαετία να διαμορφώνονται κατά μέσο όρο σε 11,9 φορές των συνολικών εσόδων της εταιρείας-στόχου, οι αγοραστές θα πρέπει να εργαστούν συστηματικά για να εξασφαλίσουν ότι αποκομίζουν αξία από τις συμφωνίες τους.
Εκτός από την ογκολογία, το μεταβαλλόμενο ρυθμιστικό τοπίο καθιστά και άλλα περιουσιακά στοιχεία ελκυστικούς στόχους εξαγορών. Καθώς νομοθετήματα όπως το IRA δεν αναμένεται να επηρεάσουν την τιμή των «ορφανών» φαρμάκων (όσων, δηλαδή, χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ασθενειών ή παθήσεων που επηρεάζουν λιγότερα από 200.000 άτομα στις ΗΠΑ), οι εταιρείες που ειδικεύονται σε σπάνιες παθήσεις έχουν γίνει σημαντικοί στόχοι συγχωνεύσεων και εξαγορών, επιτυγχάνοντας υψηλά πολλαπλάσια, με αποτέλεσμα να περιλαμβάνονται σε μερικές από τις μεγαλύτερες συμφωνίες του προηγούμενου έτους.