FinCEN Files: Η ροή του βρώμικου χρήματος
- 27/09/2020, 11:03
- SHARE
Το 2019 διοχετεύονται στην αμερικανική πλατφόρμα BuzzFeed, που θεωρείται πλέον από τις μεγαλύτερες εταιρίες media στον κόσμο, ένας τεράστιος όγκος πληροφοριών για απόρρητες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Αμέσως η BuzzFeed ενημερώνει το ICIJ, ένα διεθνές δίκτυο ερευνητικών δημοσιογράφων. Τους τελευταίους 18 μήνες 400 δημοσιογράφοι από 88 χώρες αξιολογούν όλα τα στοιχεία που έχουν διαρρεύσει. Συνομιλούν με θύματα, αλλά και με ανακριτές, ερευνούν σε αρχεία, αποκτούν πρόσβαση σε υπηρεσιακά έγγραφα. Τα συμπεράσματά τους δημοσιεύονται τώρα, σε μία προσπάθεια να γίνουν κατανοητές στο ευρύ κοινό οι διαδρομές του χρήματος. Πρόκειται για ποσά συνολικού ύψους σχεδόν δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τα στοιχεία διέρρευσαν αρχικά από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και περιλαμβάνουν τα αποκαλούμενα Suspicious Activity Reports (SARs), δηλαδή αναφορές για «ύποπτες δραστηριότητες» που οι ίδιες οι τράπεζες συντάσσουν και είναι υποχρεωμένες να καταθέσουν στο αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και στην αρμόδια αρχή FinCEN (Financial Crimes Enforcement Network). Είναι τα πιο αναλυτικά έγγραφα που έχουν διαρρεύσει ποτέ από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και βρίθουν τεχνικών όρων. Αφορούν συναλλαγές μεγάλων τραπεζών, όπως η Deutsche Bank, HSBC, JPMorgan Chase και Barclays. Συνολικά η BuzzFeed, το δίκτυο ICIJ και οι συνεργάτες του αξιολόγησαν πάνω από 2.100 SARs. Στη διάρκεια της έρευνας το δίκτυο ICIJ, στο οποίο ανήκει και η Πελίν Ουνκέρ από την Deutsche Welle, απέκτησε πρόσβαση σε άλλους 17.600 φακέλους δεδομένων που αφορούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ο ρόλος των τραπεζών
«Δεν είναι οι ίδιοι οι εγκληματίες, που ξεπλένουν χρήμα», λέει ο Γκρέιαμ Μπάροου, ειδικός ερευνητής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. «Οι τράπεζες διαδραματίζουν πιο σημαντικό ρόλο, καθώς έχουν εγκαθιδρύσει το σύστημα εκείνο, με το οποίο το χρήμα βγαίνει από τη χώρα με προορισμό έναν ασφαλή χρηματοοικονομικό παράδεισο». Ο ίδιος ο Μπάροου είχε εργαστεί παλαιότερα για την Deutsche Bank και την HSBC. «Σε τελική ανάλυση», λέει, «το τίμημα το πληρώνουμε όλοι, γιατί αυτό το χρήμα βγαίνει από φόρους και εισφορές που εμείς καταβάλλουμε».
Να σημειωθεί ότι τα SARs δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη απόδειξη για μία παράνομη συναλλαγή. Κατ’ αρχάς αντανακλούν τις αντιλήψεις και τα κριτήρια των compliance officers, τραπεζικών στελεχών που είναι υπεύθυνα για τον έλεγχο των συναλλαγών και ενημερώνουν τις αρχές για περατωθείσες συναλλαγές, όταν αυτές προκαλούν υποψίες για οικονομικά αδικήματα ή όταν εμπλέκονται σε αυτές πελάτες που προκαλούν υποψίες ή που ήδη έχουν απασχολήσει τις αρμόδιες αρχές. Σύμφωνα με την ισχύουσα αμερικανική νομοθεσία η FinCEN απαιτεί σχετική ενημέρωση από όλες τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, ενώ η παράλειψη υποβολής των SARs μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή προστίμου και ποινική δίωξη. Μόνο το 2019 η FinCEN παρέλαβε περισσότερες από δύο εκατομμύρια αναφορές, ενώ στην περίοδο 2011-2017 ο αριθμός των SARs είχε ξεπεράσει τα δώδεκα εκατομμύρια. Σύμφωνα με την έρευνα του δικτύου ICIJ τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ολοκλήρωσαν τις συναλλαγές, τις οποίες στη συνέχεια οι ίδιες δήλωσαν στις αρχές ως «ύποπτες». Με απλά λόγια: οι τράπεζες πρώτα εισέπραξαν την προμήθεια για τη συναλλαγή και στη συνέχεια την δήλωσαν ως «ύποπτη». Το 85% των αναφορών προέρχεται από συγκεκριμένες τράπεζες, δηλαδή την Deutsche Bank (982), την Bank of New York Mellon (325), την Standard Chartered Bank (232), την JPMorgan Chase (107), τη Barclays (104) και την HSBC (73).
Επικρίσεις από την αμερικανική κυβέρνηση
Η FinCEN δεν θέλησε να δώσει απάντηση σε συγκεκριμένα ερωτήματα για το περιεχόμενο των SARs, μάλιστα εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της για τις διαρροές. Σε γραπτή δήλωσή του προς την πλατφόρμα BuzzFeed ο επικεφαλής της νομικής υπηρεσίας της FinCEN Τζίμυ Κίρμπι τονίζει ότι «η μη εγκεκριμένη δημοσιοποίηση των SARs μπορεί να δυσχεράνει τρέχουσες ή μελλοντικές έρευνες με αφορμή τις πληροφορίες που περιέχονται στις SARs». Και αυτό γιατί, όπως αναφέρει, «από τη στιγμή που οι εγκληματίες λαμβάνουν γνώση για την έρευνα ή για πιθανή μελλοντική έρευνα, θα επιδιώξουν να εξουδετερώσουν πολύτιμο αποδεικτικό υλικό».
Επιπλέον, τονίζει ο Τζίμυ Κίρμπυ, η «μη εγκεκριμένη δημοσιοποίηση αυτού του είδους» δρα ως «εκφοβισμός» προς τα πιστωτικά ιδρύματα που υποβάλλουν τις SARs. Oι τράπεζες, υποστηρίζει, θα δίσταζαν να ενημερώσουν τις αρχές για πληροφορίες που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, εάν φοβούνταν ότι οι πληροφορίες αυτές μπορούν να «διαρρεύσουν παρανόμως» στη δημοσιότητα. Από την πλευρά του ο Ματ Λόιντ, εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, δηλώνει στο δίκτυο ICIJ: «Αναλαμβάνουμε και στο μέλλον την υποχρέωση να παρεμβαίνουμε με αποφασιστικότητα για να ερευνούμε οικονομικά εγκλήματα, όπως το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όπου και αν εκδηλώνονται».
Και επώνυμοι στα έγγραφα
Μία από τις πλέον επιφανείς προσωπικότητες που αναφέρεται στις επίμαχες διαρροές είναι ο Πωλ Μαναφόρτ, άλλοτε μάνατζερ στην προεκλογική καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος το 2019 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης επτά ετών για απάτη και φοροδιαφυγή. Η τράπεζα JPMorgan παραδέχθηκε ότι συνέχιζε να διεκπεραιώνει συναλλαγές του με εταιρείες-φαντάσματα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017, δηλαδή πολύ αργότερα από τη στιγμή που έγιναν γνωστές οι σχέσεις του Μαναφόρτ με φιλορώσους πολιτικούς στην Ουκρανία, πυροδοτώντας υποψίες για ξέπλυμα χρήματος. Άλλες φορές είναι οι σύζυγοι ή τα παιδιά των πλούσιων και ισχυρών που εμπλέκονται σε ύποπτες συναλλαγές. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του Άτικου Αμπουμπακάρ, πρώην αντιπροέδρου της Νιγηρίας, τον οποίο επιτροπή της Γερουσίας στην πατρίδα του κατηγορούσε για ιδιοποίηση εσόδων, ύψους άνω των 100 εκ. δολαρίων, από κρατικό αναπτυξιακό ταμείο που αντλεί έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου. Μετά από χρόνια η σύζυγός του μετέφερε στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μέσω της τράπεζας Habib Bank ποσό μεγαλύτερο του ενός εκατομμυρίου δολαρίων για αγορά ακινήτου στο Ντουμπάι. Ο Άτικου Αμπουμπακάρ δεν έχει καταδικασθεί, ενώ αρνείται τις κατηγορίες.
Στις αναφορές SARs δεν λείπουν και εκείνοι που σχετίζονται με κατηγορίες για παράβαση της νομοθεσίας περί κυρώσεων. Παράδειγμα: ο Ρεζά Ζαράμπ, Τουρκο-ιρανός επιχειρηματίας, ο οποίος το 2017 ομολόγησε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης την ενοχή του για ξέπλυμα χρήματος και παράκαμψη των αμερικανικών κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο Ιράν. Οι SARs αποδεικνύουν πώς ο ίδιος και το δίκτυό του μετέφεραν εκατομμύρια με τη βοήθεια αμερικανικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Τον Ιούνιο του 2016, τρεις μήνες αφότου συνελήφθη ο Ζαράμπ, η τράπεζα Standard Chartered Bank υπέβαλε μία σειρά από SARs για συναλλαγές που έγιναν σε χρονικό διάστημα δέκα ετών, ενώ τον περασμένο Οκτώβριο η Standard Chartered κατέθεσε νέα SAR για συναλλαγές ύψους 133 εκ. δολαρίων μέσω εταιριών ή προσώπων που φέρονται να έχουν σχέση με τον Ζαράμπ.
Δημοσιογράφοι ακολουθούν τη διαδρομή του χρήματος
Τα ρεπορτάζ που δημοσιεύει η Deutsche Welle, ήδη από τη Δευτέρα, καταγράφουν συναλλαγές αυτού του είδους και αναδεικνύουν τη σχέση ανάμεσα σε ύποπτα κεφάλαια, προερχόμενα από το εξωτερικό, και εταιρείες που μόνο στα χαρτιά υφίστανται. Τη ροή του χρήματος καθιστούν δυνατή τράπεζες με παγκόσμια εμβέλεια, οι οποίες μέχρι τώρα ελάχιστη πίεση αισθάνονταν για να απαγορεύσουν παρόμοιες συναλλαγές.
Στην ομάδα που ερευνά τα FinCEN Files ανήκουν η γαλλική εφημερίδα Le Monde, η ινδική The Indian Express, η ιταλική L’Espresso, η ιαπωνική Asahi Shimbun, η El Espectador/CONNECTAS από την Κολομβία, η Armando.info από τη Βενεζουέλα, η πακιστανική The News, η Premium Times από τη Νιγηρία και η Inkyfada από την Τυνησία. Στους τηλεοπτικούς σταθμούς που συνεργάζονται περιλαμβάνονται οι ABC (Αυστραλία), BBC (Μ.Βρετανία), CBC (Καναδάς), NBC (ΗΠΑ), NDR και WDR (Γερμανία), SVT (Σουηδία) και YLE (Φινλανδία). Από την Ευρώπη συμμετέχουν επίσης οι Süddeutsche Zeitung (Γερμανία), Irish Times (Ιρλανδία), Aftenposten (Νορβηγία), Gazeta Wyborcza (Πολωνία), Trouw (Ολλανδία), El Confidencial (Ισπανία), La Sexta (Ισπανία) και ο ελβετικός όμιλος Tamedia. Το παρών δίνουν επίσης La Nación, Perfil και Infobae από την Αργεντινή, Εpoca και Poder από τη Βραζιλία, καθώς και το ερευνητικό δίκτυο OCCRP που ασχολείται κυρίως με το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά.
Η δημοσιογράφος της Deutsche Welle Πελίν Ουνκέρ είναι μέλος του ICIJ και συμμετέχει στην έρευνα που αφορά στην Τουρκία.
Καμία αναφορά στην πηγή
Η πλατφόρμα BuzzFeedNews δεν κάνει αναφορά στην πηγή της διαρροής. Σύμφωνα με την αμερικανική πλατφόρμα ορισμένα έγγραφα προέρχονται από έρευνα της Επιτροπής του Κογκρέσου, η οποία διερευνούσε πιθανή ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016. Άλλες πληροφορίες προέρχονται από απαντήσεις τις FinCEN σε ποικίλα ερωτήματα διωκτικών αρχών.
Τον Ιανουάριο η Νάταλι Μακ Φλάουερ Σόουρς Έντουαρντς, υπάλληλος της FinCEN, ομολόγησε ενοχή για μη εγκεκριμένη διαρροή πληροφοριών. Σύμφωνα με τον εισαγγελέα το υλικό που διέρρευσε εμφανίστηκε σε τουλάχιστον δώδεκα διαφορετικά δημοσιεύματα. Οι αρμόδιοι δεν αναφέρθηκαν σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης. Πάντως τα εν λόγω στοιχεία και οι τίτλοι συμπίπτουν με τα αντίστοιχα στα άρθα της BuzzFeed.
Όταν η Έντουαρντς ομολόγησε, δικηγόρος της ήταν ο Μαρκ Ανίφιλο, ο οποίος τονίζει ότι η δημοσιοποίηση έγινε με τις καλύτερες προθέσεις: «Η άποψή της ήταν ότι οι αρμόδιες κυβερνητικές αρχές δεν αντιμετωπίζουν την κατάσταση με τον σωστό τρόπο. Απευθύνθηκε στα ΜΜΕ, σκεπτόμενη ότι αφού δεν έχει εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, μπορεί τουλάχιστον να έχει εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης, ότι θα ενημερώσουν την αμερικανική κοινή γνώμη». Ο Ανίφιλο δεν είναι πλέον δικηγόρος της Έντουαρντς, αλλά συνεχίζει να παρακολουθεί την υπόθεση. Η απόφαση στη δίκη της ‘Εντουαρντς αναμένεται το νωρίτερο τον Οκτώβριο.
Πηγή: Deutsche Welle