Focus on Earth: Με αφετηρία το «σημείο χωρίς επιστροφή»
- 12/04/2021, 09:53
- SHARE
Η ανισορροπία ανθρώπινης δραστηριότητας και φύσης, που αναγνωρίζεται στις μέρες μας με τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή και την απώλεια της βιοποικιλότητας, είναι μια επείγουσα κατάσταση στη Γη, που απαιτεί δραστικές αλλαγές στο μοντέλο παραγωγής και οικονομικής ανάπτυξης, με τη συμμετοχή όλων: κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και κοινωνίας των πολιτών.
Όπως προειδοποιούν οι επιστήμονες, πιθανόν σε λίγα χρόνια να μην είναι αναστρέψιμη η σημερινή επιδεινούμενη κατάσταση, καθώς ο πλανήτης θερμαίνεται πιο γρήγορα απ’ όσο πιστεύαμε. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή υπηρεσία Copernicus για την κλιματική αλλαγή, η χρονική περίοδος των 12 μηνών από τον Δεκέμβριο 2019 έως τον Νοέμβριο 2020 βρέθηκε 1,28 βαθμούς Κελσίου πάνω από τις θερμοκρασίες της προβιομηχανικής εποχής.
Σημειώνεται ότι η Συμφωνία του Παρισιού, το 2015, με τη σύμφωνη γνώμη 200 κρατών καλλιέργησε προσδοκίες για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου συγκρατώντας την άνοδο της θερμοκρασίας στον πλανήτη, πολύ χαμηλότερα από 2 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, με τα κράτη να δεσμεύονται να περιορίσουν την αύξηση της θερμοκρασίας σε 1,5 °C πάνω από τα επίπεδα αυτά.
Ειδικότερα στην Ευρώπη, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε ενωσιακό δεσμευτικό στόχο για καθαρή εσωτερική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα έχει δεσμευθεί με φιλόδοξους στόχους, στοχεύοντας μάλιστα να αξιοποιήσει το 37% των πόρων των νέων χρηματοδοτικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, σε πράσινες δράσεις, από την απολιγνητοποίηση και την εξοικονόμηση ενέργειας μέχρι την ηλεκτροκίνηση και τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα δράση για τα θέματα της προστασίας της φύσης και της διαχείρισης των αποβλήτων.
Ο SARS-CoV-2 και η υποβάθμιση του οικοσυστήματος
Η πανδημία εξάλλου, ήρθε να υπογραμμίσει την άρρηκτη σχέση της ανθρώπινης ζωής με τα ζώα, την άγρια φύση και την υποβάθμιση του οικοσυστήματος από ένα μη βιώσιμο μοντέλο κατανάλωσης και παραγωγής, που στρέφει πλέον το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινότητας στους 17 στόχους για τη βιώσιμη ανάπτυξη (Sustainable Development Goals – SDGs), με πρώτο ορόσημο το 2030. Δεν είναι τυχαίο ότι η απουσία αποτελεσματικών φαρμάκων για την αντιμετώπιση της νόσου Covid-19 έχει καταστήσει τα εμβόλια το μόνο μέσο για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Τα ανθεκτικά στα φάρμακα superbugs, τα υπερμικρόβια, αντιμάχονται την προσπάθεια καταπολέμησης των βακτηριακών λοιμώξεων και είχαν τεράστιο αντίκτυπο στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης σε όλο τον κόσμο, πριν ακόμη εμφανιστεί η πανδημία του SARS-CoV-2. H Covid-19 μας έδωσε την ευκαιρία να καταλάβουμε τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, την επισιτιστική ασφάλεια, αλλά και τις παράπλευρες απώλειες που συνεπάγεται το αυξημένο κόστος θεραπειών.
Δεν έγιναν πολλά για την ανάσχεση της υπερσυνταγογράφησης, αλλά και της εκτεταμένης χρήσης αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία – όπου η χρήση αφορά στη θεραπεία ασθενειών των παραγωγικών ζώων, την πρόληψη νοσημάτων αλλά και την αύξηση του σωματικού βάρους των ζώων.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του FDA, 70% της παραγωγής αντιβιοτικών στις ΗΠΑ χρησιμοποιείται στην κτηνοτροφία. Η υπερβολική χρήση αντιβιοτικών στα ζώα που προορίζονται για τη βιομηχανία τροφίμων εισάγει τον κίνδυνο στην τροφική αλυσίδα λόγω της ολοένα πιο χαμηλής άμυνας του ανθρώπινου οργανισμού στα μικρόβια όσο εξασθενεί η αποτελεσματικότητα των αντιβιοτικών. Ας σημειωθεί επίσης ότι και η Παγκόσμια Τράπεζα είχε προειδοποιήσει ότι οι λοιμώξεις που είναι ανθεκτικές στα αντιβιοτικά είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε οικονομική κρίση μεγαλύτερη του 2008 μέχρι το 2050.
Είναι επίσης γνωστό ότι το 75-90% των χορηγούμενων αντιβιοτικών στους ανθρώπους ή τα ζώα αποβάλλεται αυτούσιο χωρίς να μεταβολίζεται από τον οργανισμό κι επομένως μια άλλη πρόκληση είναι τα λύματα, είτε τα αστικά είτε τα κτηνοτροφικά, που επιβαρύνουν το περιβάλλον. Η τεχνολογία διαχείρισης των λυμάτων, κυρίως των νοσοκομείων, που είναι και τα πιο επιβαρυμένα, απαιτούν ειδική επεξεργασία πριν καταλήξουν στις μονάδες επεξεργασίας αστικών λυμάτων, με την τεχνολογία αν και ιδιαίτερα κοστοβόρα να αποβαίνει σε όφελος της κοινωνίας και της δημόσιας υγείας.
Το μοντέλο κατανάλωσης και παραγωγής
Για πολλές δεκαετίες η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων, κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες, συνδέθηκε με ένα μοντέλο κατανάλωσης που οδήγησε σε ταχεία υποβάθμιση των πόρων της γης με μια σειρά από διαδικασίες, από την αυξανόμενη ρύπανση και τη διάβρωση του εδάφους, μέχρι την εξάντληση πόρων και την εγκατάλειψη, ενώ η κλιματική αλλαγή και σήμερα η πανδημία ήρθαν να επιβεβαιώσουν ότι το μοντέλο δεν είναι βιώσιμο θέτοντας την ανθρωπότητα προ των ευθυνών της.
Σε όλο τον κόσμο αλλά και στην Ευρώπη ειδικότερα, οι αστικές περιοχές μεγάλωσαν, συχνά εις βάρος της γόνιμης γεωργικής γης σφραγίζοντας το έδαφος με μεγάλες επιφάνειες από σκυρόδεμα, άσφαλτο και τσιμέντο στερώντας τη δυνατότητα συνέχισης φυσικών λειτουργιών όπως η αποθήκευση νερού, η παραγωγή τροφίμων και βιομάζας, η ρύθμιση του κλίματος, η ρύθμιση επιβλαβών χημικών ουσιών και η φιλοξενία οικοσυστημάτων. Έτσι, για παράδειγμα, η βροχή αντί να διεισδύει στο έδαφος, να φιλτραρίζεται και να περνά στα υπόγεια ύδατα αναπληρώνοντας το μέρος που χάνεται στις περιόδους υψηλών θερμοκρασιών απορρέει.
Ως αποτέλεσμα η ζωή στα συγκεκριμένα εδάφη που σφραγίστηκαν για τις ανάγκες του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου αλλά και της αστικής ανάπτυξης εξαφανίζεται ή στην καλύτερη περίπτωση περιορίζεται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιοποικιλότητα, πολλά ζώα και είδη φυτών, που παρατηρούμε πλέον μόνο σε άλμπουμ σπάνιων και εξαφανισμένων ειδών. Οι ρύποι, η εντατική γεωργία, η εγκατάλειψη της γης λόγω μετανάστευσης στις πόλεις, είναι τάσεις που “καταπιέζουν” τον πλανήτη. Σε παγκόσμια κλίμακα, δεδομένου ότι τρόφιμα και άλλοι πόροι της γης, όπως μεταλλεύματα και ενεργειακοί πόροι είναι χρηματιστηριακά προϊόντα, δημιουργούνται διαταραχές από τις ξηρασίες και τις ελλείψεις στην παραγωγή εξαγωγικών χωρών που επηρεάζουν τις τιμές, με επιπτώσεις στις τοπικές οικονομίες, ακόμη και στη διατροφή – αρκεί να λάβουμε υπόψη πιθανές αυξήσεις στις τιμές π.χ. του ρυζιού, το οποίο αποτελεί βασικό τρόφιμο για δισεκατομμύρια ανθρώπους.
Η Κλιματική Αλλαγή συνδέεται άμεσα με το μοντέλο χρήσης της γης, καθώς το έδαφος περιέχει σημαντικές ποσότητες άνθρακα και αζώτου, οι οποίες μπορούν να απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα ανάλογα με το πώς χρησιμοποιούμε τη γη – που παράγουμε και τι παράγουμε. Η αποψίλωση τροπικών δασών, η φύτευση δασών σε άλλες ηπείρους όπως π.χ. στην Ευρώπη μπορεί να διαταράξει το παγκόσμιο ισοζύγιο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ταυτόχρονα με το λιώσιμο των πάγων και την άνοδο της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας.
Οι Παγκόσμιοι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης, αλλά και ειδικότερα ευρωπαϊκές πολιτικές στο πλαίσιο του green deal, αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του προβλήματος, αν και υπάρχουν τομείς στους οποίους οι ευρωπαϊκές και παγκόσμιες πολιτικές δεν καθορίζουν στόχους δεσμευτικού χαρακτήρα ενώ σε ορισμένους τομείς, όπου προβλέπονται στόχοι, δεν έχει γίνει ακόμη ικανοποιητική πρόοδος.
Είναι αλήθεια ότι επιχειρείται να αναπτυχθούν εργαλεία, προγνωστικά μοντέλα, συστήματα παρακολούθησης και τεχνογνωσία γύρω από τα παραπάνω θέματα. Αλλά δεν υπάρχει πολύς χρόνος. Πρέπει να αλλάξει επειγόντως ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε και διαχειριζόμαστε τη γη και τους πόρους της.
Όπως επισημαίνουν εμπειρογνώμονες η επαναχρησιμοποίηση, ο καθαρισμός μολυσμένων εκτάσεων σε βιομηχανικές ζώνες, η διάσωση της άγριας πανίδας και των υγιών και ανθεκτικών εδαφικών οικοσυστημάτων συμβάλλουν στον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής ενώ η βελτίωση της ποιότητας ζωής των αγροτικών κοινοτήτων και η βιώσιμη γεωργία, με τη μείωση της σπατάλης τροφίμων θα φέρουν αποτέλεσμα σε ένα σύνθετο ζήτημα εξασφαλίζοντας φυσικούς πόρους και για τις επόμενες γενιές.
Η σπατάλη τροφίμων
Περίπου το 25% έως 30% των παγκόσμιων εκπομπών προέρχονται από τα συστήματα τροφίμων και αυτό αυξάνεται στο ένα τρίτο περίπου όταν συμπεριλαμβάνουμε όλα τα γεωργικά προϊόντα ενώ σύμφωνα με την έκθεση Food Waste Index Report 2021 του Προγράμματος Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) και του οργανισμού WRAP, μεταξύ των τροφίμων που καταναλώνονται σε νοικοκυριά, εστιατόρια και καταστήματα, το 17% απορρίπτεται. Μερικά τρόφιμα χάνονται επίσης στα αγροκτήματα και στις αλυσίδες εφοδιασμού, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το ένα τρίτο των τροφίμων που παράγονται δεν καταναλώνονται. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρά την κλιματική αλλαγή, την υποβάθμιση της φύσης και την απώλεια της βιοποικιλότητας και να διαχειριστούμε τη ρύπανση και τα απόβλητα, θα πρέπει επιχειρήσεις, κυβερνήσεις και πολίτες σε όλο τον κόσμο να συνεργαστούν για τη μείωση των απορριμμάτων τροφίμων.
Ειδικότερα τα νοικοκυριά απορρίπτουν το 11% των τροφίμων, ενώ οι υπηρεσίες εστίασης και τα καταστήματα λιανικής σπαταλούν 5% και 2% αντίστοιχα. Αυτό συνεπάγεται ότι 8-10% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου συνδέονται με τρόφιμα που δεν καταναλώνονται. Το πρόβλημα παίρνει άλλες διαστάσεις αν ληφθεί υπόψη ότι για παράδειγμα το 2019, περίπου 690 εκατομμύρια άνθρωποι επηρεάστηκαν από την πείνα και τρία δισεκατομμύρια δεν ήταν σε θέση οικονομικά να προσφέρουν στις οικογένειές τους μια υγιεινή διατροφή. Η πανδημία της νόσου Covid-19 απειλεί να επιδεινώσει αυτούς τους δείκτες.
Εν τω μεταξύ, ο στόχος 12.3 των SDGs μιλά για μείωση κατά το ήμισυ των κατά κεφαλήν αποβλήτων τροφίμων σε επίπεδο λιανεμπορίου και σε επίπεδο καταναλωτή, με ελαχιστοποίηση των απωλειών τροφίμων κατά μήκος της αλυσίδας παραγωγής και εφοδιασμού. Περί τις 38 χώρες έχουν δώσει σχετικά δεδομένα ενώ παρά το γεγονός ότι όλο και περισσότερες χώρες δηλώνουν ότι μετρούν τα απόβλητα τροφίμων, σύμφωνα με τις υπηρεσίες των ΗΕ, μόλις 14 συλλέγουν δεδομένα για τα οικιακής χρήσης απόβλητα με βάση τις προδιαγραφές του δείκτη τον δείκτη Food Waste Index. Επομένως απαιτούνται δράσεις για την ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού αλλά και την ανάπτυξη αξιόπιστων συστημάτων καταγραφής της σπατάλης τροφίμων.
Ελπίδες για το μέλλον
Εν κατακλείδι, το 2021 είναι έτος κρίσιμων αποφάσεων λόγω των πολλών συνόδων που πρόκειται να πραγματοποιηθούν σχετικά με τη βιοποικιλότητα (CBD COP15), την κλιματική αλλαγή (UNFCCC COP26) και την απερήμωση (UNCCD COP15), ενώ ξεκίνησε με το One Planet Summit που διοργάνωσε η Γαλλία με τα Ηνωμένα Έθνη και την Παγκόσμια Τράπεζα, όπου συζητήθηκε η σύνδεση της βιοποικιλότητας με την υγεία ανθρώπων και ζώων ως «ενιαία υγεία».
Ελπίδες καλλιεργεί για το μέλλον τόσο η αλλαγή σκυτάλης στην προεδρεία των ΗΠΑ και η εκ νέου δέσμευση του προέδρου Joe Biden στη Συμφωνία του Παρισιού όσο και η δέσμευση του Κινέζου Προέδρου, Xi Jinping, ότι η Κίνα δεσμεύεται για μετάβαση σε ουδετερότητα άνθρακα έως το 2060 – μια έκπληξη για τους περιβαλλοντολόγους καθώς η Κίνα είναι υπεύθυνη για το 28% των παγκόσμιων εκπομπών. Επίσης, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η πρώτη μεγάλη οικονομία στον κόσμο που ανέλαβε μια νομικά δεσμευτική απόφαση τον Ιούνιο του 2019 και ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Ένωση το Μάρτιο του 2020. Έκτοτε, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα συντάχθηκαν με τους στόχους του ΟΗΕ και πλέον περισσότερες από 110 χώρες έχουν θέσει στόχους να μεταβούν σε μοντέλο μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ οι χώρες αυτές αντιπροσωπεύουν το 65% των παγκόσμιων εκπομπών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το νέο ενεργειακό μοντέλο προσελκύει επενδύσεις και λόγω του χαμηλότερου κόστους που συνεπάγεται η στροφή στην φτηνή καθαρή ενέργεια, με το οικονομικό περιβάλλον εν μέσω πανδημίας να ευνοεί επενδύσεις σε ΑΠΕ. Ενδεικτικά αυτού του περιβάλλοντος είναι τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια και τα υπερκέρδη των μετοχών εταιρειών που επενδύουν στην πράσινη ενέργεια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και η νέα ηγεσία των ΗΠΑ υποσχέθηκαν τρισεκατομμύρια δολάρια πράσινων επενδύσεων για την επανεκκίνηση των οικονομιών τους και την απαλλαγή από τον άνθρακα στα επόμενα χρόνια.
Την ίδια ώρα, το μειωμένο κόστος των ΑΠΕ και η αυξανόμενη πίεση των ευαισθητοποιημένων καταναλωτών για δράση ως προς την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αλλάζει και τη στάση των επιχειρήσεων, που προτεραιοποιούν τη μετάβαση των εταιρικών στόλων στην ηλεκτρική κινητικότητα καλλιεργώντας προσδοκίες για εντατικοποίηση της προσπάθειας απεξάρτησης από τον άνθρακα. Στο ίδιο μοτίβο εντάσσονται και οι φιλόδοξοι στόχοι που ανακοινώνουν επιχειρήσεις από όλο το φάσμα του επιχειρείν, από τη βιομηχανία μέχρι το λιανεμπόριο, με ενδεικτικά παραδείγματα και στην Ελλάδα τις τράπεζες αλλά και εταιρείες όπως Mytilineos, Τιτάν, Όμιλος Ηρακλής, Coca-Cola, L’Oreal, Nestle, Lidl Ελλάς και δεκάδες άλλες, μεγάλες και μικρότερες.