Fortune Debate: Τι πρέπει να γίνει τελικά με το ελληνικό χρέος;
- 14/07/2016, 12:46
- SHARE
Απευθυνθήκαμε στους ειδικούς και προσπαθήσαμε να βρούμε τις απαντήσεις για τη διαχείρισή του.
Eπτά χρόνια και κάτι μετά το ξέσπασμα της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης, ένα από τα ζητήματα που αφορούν τη δημόσια ατζέντα είναι αυτό της διαχείρισης του χρέους. Στο ερώτημα για το κατά πόσο επιβάλλεται η άμεση απομείωσή του και πώς μπορεί αυτό να γίνει έχουν προσπαθήσει να απαντήσουν πολιτικοί, οικονομολόγοι και αναλυτές, πολλές φορές με διαφορετικές προσεγγίσεις.
Ήδη έχει πραγματοποιηθεί ένα αρκετά σημαντικό, πλην αμφιλεγόμενο ως προς την αποτελεσματικότητά του, «κούρεμα» των ελληνικών οφειλών προς ιδιώτες επενδυτές (PSI), ωστόσο το χρέος παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα (προσεγγίζει το 180% ως ποσοστό του ΑΕΠ) και πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι αδύνατη η επιστροφή της οικονομίας σε βιώσιμη πορεία ανάπτυξης, αν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και καίρια το ζήτημά του.
Από την άλλη πλευρά, αναλυτές υπενθυμίζουν ότι ο εκτροχιασμός του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια οφείλεται κυρίως στην κατάρρευση της οικονομίας, αφού το εισόδημα της χώρας μειώθηκε κατά 50 δισ. ευρώ την εξαετία 2010 – 2015.
Αυτή η άνευ προηγουμένου, σε καιρό ειρήνης, ύφεση αποδίδεται από τους ειδικούς σε μια σειρά παραγόντων: τις αστοχίες και τις υπερβολικά περιοριστικές πολιτικές των μνημονίων, την αδυναμία της Ευρώπης να λάβει έγκαιρα δυναμικές αποφάσεις, την πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα, την αδυναμία των κυβερνήσεων να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις κ.ά.
Το ζήτημα, βέβαια, δεν είναι πλέον τι δεν δούλεψε καλά ως τώρα, αλλά τι καλύτερο μπορεί να γίνει στο εξής, προκειμένου να μπορέσει, επιτέλους, η Ελλάδα να εξέλθει από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης. Στο πλαίσιο αυτό, πάρα πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι, στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, προτεραιότητες θα πρέπει να αποτελέσουν η σταθεροποίηση της οικονομίας, η επιστροφή της σε αναπτυξιακή τροχιά και κατόπιν, σε δεύτερο χρόνο, θα πρέπει να εξεταστεί το δυσεπίλυτο πρόβλημα του χρέους.
Τo Fortune ζήτησε τη γνώμη δύο ειδικών για το θέμα του χρέους. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Χριστοδουλάκης, και ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Παναγιώτης Λιαργκόβας, καταθέτουν τις απόψεις τους στον Γιάννη Παπαδογιάννη.
Νίκος Χριστοδουλάκης, Πρώην Υπουργός Οικονομικών και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
«Η διαπραγμάτευση για το χρέος δεν πρέπει να γίνει υπό πίεση».
«Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους οφείλεται σε κράτη και ευρωπαϊκούς θεσμούς, οργανισμούς που δύσκολα θα κινηθούν επιθετικά κινητοποιώντας μηχανισμούς αθέτησης χρέους, εάν η Ελλάδα βρεθεί σε δύσκολη κατάσταση. Κατά συνέπεια, πιστεύω ότι η διαπραγμάτευση για το χρέος δεν πρέπει να γίνει υπό συνθήκες άγχους ή πίεσης ότι η χώρα απειλείται από ενδεχόμενο χρεοκοπίας. Πρέπει να αλλάξουμε στρατηγική και να μην κοιτάμε τόσο το ύψος του χρέους, όσο το πώς η χώρα θα επιστρέψει το ταχύτερο σε περιβάλλον ανάπτυξης. Η συζήτηση για την αντιμετώπιση του χρέους πρέπει να γίνει με μια άνεση χρόνου, σε δεύτερο στάδιο. Αυτή τη στιγμή όλες οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην επιστροφή της χώρας σε ανάπτυξη. Πρέπει να πάψουμε πια να συζητάμε με όρους διαρκούς ύφεσης και να σχεδιάσουμε την επόμενη ημέρα με όρους ανάπτυξης, αναζητώντας συμμαχίες εντός και εκτός Ευρώπης, για την επίτευξη του μεγάλου αυτού στόχου. Αν επανέλθουμε σε πορεία ανάπτυξης, τότε και η συζήτηση για το χρέος θα γίνει ευκολότερη και πιο κατανοητή από τα κράτη των πιστωτών.
Για την επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη απαιτείται κινητοποίηση σε όλα τα επίπεδα, με άμεση προτεραιότητα την προσέλκυση επενδύσεων για την αύξηση της απασχόλησης. Ωστόσο, η απαίτηση για την επίτευξη πλεονάσματος της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ είναι ανέφικτη και στερείται πρακτικής οικονομικής λογικής. Καμία χώρα της ευρωζώνης σήμερα δεν έχει τόσο υψηλά πλεονάσματα. Πολλές έχουν πρωτογενές έλλειμμα, οι καλύτερες ένα πλεόνασμα γύρω στο 2%. Ο στόχος πρωτογενών πλεονασμάτων για την Ελλάδα να αναπροσαρμοστεί το πολύ στο ρεαλιστικό 2%, Η απαίτηση για υπερβολικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι μόνο ανέφικτη για την Ελλάδα, αλλά, κατ’ επέκταση, καταστροφική και για τους δανειστές. Για να το αποφύγουμε, απαιτούνται αλλαγές στο μείγμα πολιτικής και περιορισμός της λιτότητας».
Παναγιώτης Λιαργκόβας, Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων και Καθηγητής στο Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
«Οι ελαφρύνσεις είναι αναγκαίες, αλλά δεν αρκούν για οριστική λύση του προβλήματος»
«Όλοι σήμερα συμφωνούν ότι το δημόσιο χρέος της χώρας μας είναι μη διαχειρίσιμο. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, μετά και το τέλος του τρίτου μνημονίου, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα φτάσει κοντά στο δυσθεώρητο 200%. Με βάση την ακαδημαϊκή έρευνα και την ιστορική πείρα, πολύ μεγάλα χρέη σε απόλυτα μεγέθη και ως ποσοστό του ΑΕΠ γίνονται ανεξέλεγκτα, δηλαδή αυτό που λέμε μη διαχειρίσιμα, προκαλώντας αβεβαιότητες και κινδύνους.
Έτσι οι δανειστές απαιτούν υψηλά πριμ ρίσκου, ιδιαίτερα αν εκτιμούν ότι η χώρα θα χρεοκοπήσει.
Ακόμη και αν τα χρέη δεν οδηγούν την αναπτυξιακή διαδικασία σε πλήρη κατάρρευση, τείνουν να την επιβραδύνουν. Αυτό ισχύει ακόμη και αν δεν μπορούμε να καθορίσουμε επακριβώς το όριο πάνω από το οποίο πνίγουν την ανάπτυξη. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: Το μέγεθος του χρέους και ο λόγος χρέους/ΑΕΠ επηρεάζουν αρνητικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης, που, βεβαίως, επηρεάζονται αρνητικά και από άλλους παράγοντες. Έτσι, καθιστούν επιφυλακτικές τις αγορές και αποτρέπουν όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία. Το ερώτημα είναι αν η μείωση των επιτοκίων και η επιμήκυνση της αποπληρωμής χρεών, δηλαδή η παράταση των ωριμάσεων, θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές για να καλύψει υποχρεώσεις χρεολυσίων με λογικούς όρους. Μολονότι η αποπληρωμή του δημόσιου χρέους μέσω νέου δανεισμού (π.χ. από την ΕΚΤ ή τον ΕΜΣ) δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον, είναι ψευδαίσθηση να αναμένουμε ότι η χώρα θα καταφέρνει και, κυρίως, θα μπορεί να διατηρεί μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 2% στο μέλλον. Κατά την εκτίμησή μου, οι ελαφρύνσεις είναι μεν αναγκαίες, αλλά δεν αρκούν για μια οριστική λύση του προβλήματος και αφήνουν την Ελλάδα έκθετη στις απροσδόκητες διαταραχές της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας. Το χρέος θα παραμείνει σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την ανάπτυξη».
Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.