FT: Ο Τραμπ δεν «αντέχει» να χαλάσει τους δεσμούς με την Ευρώπη
- 26/11/2016, 11:33
- SHARE
Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος έχει πολλά να χάσει αν σπάσει παραδοσιακές φιλίες και «πουλήσει» συμμάχους, αναφέρουν οι FT σε άρθρο τους.
«Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ακριβώς το σοκ που είχε ανάγκη η Ευρώπη», αναφέρουν σε άρθρο τους οι Financial Times, προσθέτοντας ότι εφόσον εδώ και καιρό τους φροντίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να χαιρετίσουν την επίπληξη του κ. Τραμπ να σταθούν στα πόδια τους. Συγκλονισμένοι από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, οι Ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν ξεκινήσει μια απέλπιδα αναζήτηση κάποιας θετικής πλευράς.
Δεν υπάρχει καμία. Όποια κι αν είναι τα μειονεκτήματα της Ευρώπης ως εταίρου των Ηνωμένες Πολιτειών –και έχουν υπάρξει πολλά- ο κ. Τραμπ υπόσχεται να κάνει τον κόσμο, περιλαμβανομένης και την Ευρώπης, ένα πιο ασταθές και επικίνδυνο μέρος. Το γεγονός πως αυτή η προσέγγιση μπορεί να ενθαρρύνει τους Ευρωπαίους να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για την ίδια τη δική τους ασφάλεια είναι κάτι καλό, αλλά δεν αλλάζει την ουσιαστική πρόγνωση, συνεχίζει το άρθρο.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική του Τραμπ, οι FT υποστηρίζουν ότι αυτή ακόμη διαμορφώνεται. Λαμβάνοντας υπόψιν τις δημόσιες δηλώσεις του επερχόμενου προέδρου και των στενότερων συμβούλων του, είναι γεμάτη ως το κόκκαλο με αντιθέσεις.
Ο απομονωτισμός που υπαινίσσεται το «πρώτα η Αμερική» «στριμώχνεται» με δεσμεύσεις για αύξηση της στρατιωτικής δαπάνης. Τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται, πάντως, είναι ο οικονομικός εθνικισμός και η απόσυρση από τις διεθνείς ευθύνες που έχουν αναλάβει οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 1945 και μετά, συνεχίζει το δημοσίευμα.
Ο Τραμπ, ο οποίος επικρίνει το ΝΑΤΟ εδώ και καιρό, θεωρεί σαφές ότι οι σύμμαχοι –είτε είναι η Ιαπωνία, η Δημοκρατία της Κορέας ή μέλη του ΝΑΤΟ, όπως η Γερμανία, η Πολωνία, η Γαλλία ή η Βρετανία- θα πρέπει να φροντίσουν τους εαυτούς τους.
Η απαξίωση της παγκοσμιοποίησης συνάδει με τη διάθεση του κόσμου στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Έπειτα από δαπανηρούς, οικειοθελείς πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, δεν «πουλάει» εύκολα στις μεσοδυτικές πολιτείες ο τυχοδιωκτισμός στο εξωτερικό. Ο πόλεμος στο Ιράκ έγινε ως επίδειξη της δύναμης της Αμερικής. Αλλά τελικά, έριξε φως στην εθνική της αδυναμία. Ο ανώτερος στρατιωτικός εξοπλισμός δεν μπορεί να σε πάει μακριά αν δεν υπάρχει πολιτική συναίνεση.
Η κατηγορία πως η Ευρώπη έχει γίνει «λαθρεπιβάτης» στον αμερικανικό προϋπολογισμό για την άμυνα, σε γενικές γραμμές είναι δίκαιη. Το έχουν παραδεχθεί, άλλο που μετά το αγνόησαν, πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί.
Ένα κομμάτι του κ. Τραμπ μπορεί να πει: και ποιος νοιάζεται; Σίγουρα μπορεί να βρει «ρεαλιστές» στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά κατεστημένα της εξωτερικής πολιτικής, που θα παραδώσουν μέρη των πρώην σοβιετικών περιοχών στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας. Αλλά η πραγματικά ρεαλιστική ερώτηση είναι, τι κερδίζουν οι ΗΠΑ από τη Μόσχα σε αντάλλαγμα; Όχι πολλά, πέραν από τη βλαβερή φήμη ενός αναξιόπιστου συμμάχου.
Πέραν του οικονομικού συμφέροντος της χώρας από την ευρωπαϊκή σταθερότητα, οι FT τονίζουν ότι η ΕΕ μπορεί να έχει προβλήματα αλλά είναι η πλουσιότερη αγορά της Αμερικής στο εξωτερικό- οι ΗΠΑ έχουν πολλά να χάσουν από τη διάλυση της συμμαχίας. Δεν αποκαθιστάς την ισχύ και το κύρος της Αμερικής παρατώντας παλιούς φίλους.
Ο ρόλος της Ευρώπης στη διάρκεια αρκετών από τις τελευταίες δεκαετίες, ήταν να επισφραγίζει τη διεθνή νομιμότητα της επιδίωξης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, των εθνικών τους συμφερόντων. Κάποιοι θα έλεγαν ότι πούλησαν φθηνά τον εαυτό τους. Όπως έγραψε πρόσφατα στους NY Times ο Wolfgang Ischinger, ο πρόεδρος της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου: «Όπου κι αν κοιτάξει ο κ. Τραμπ, δε θα βρει καλύτερους εταίρους για να συνεργαστεί, ώστε να διασφαλίσει τα στρατηγικά συμφέροντα της Αμερικής».
Άρα ναι, οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να ξοδέψουν περισσότερα στην άμυνα. Εξίσου σημαντικό, χρειάζονται μια στρατηγική για να αντιμετωπίσουν την απειλή της Μόσχας και το χάος στα σύνορά τους στον νότο, σημειώνει το άρθρο, καταλήγοντας στο γεγονός ότι κανείς δεν θα πρέπει να προσποιείται πως οι ΗΠΑ θα είναι νικητής, σε περίπτωση που ο κ. Τραμπ διαλύσει αμετάκλητα μία από τις πιο επιτυχείς συμμαχίες στην ιστορία.