Γ. Βοτσαρίδης (Interlife): Εφικτή μόνο με ΣΔΙΤ η κάλυψη των αποζημιώσεων από φυσικές καταστροφές
- 15/06/2024, 12:20
- SHARE
«Οι μελέτες που διαθέτουμε δείχνουν ότι από το 1980 έως το 2018 μόνον το 2% των Ζημιών από Φυσικές Καταστροφές στη χώρα μας καλύφθηκε από την Ιδιωτική Ασφάλιση. Όλες οι απόψεις, λοιπόν, συγκλίνουν ότι για να καλυφθεί αυτό το κενό, πρέπει να υπάρξουν άμεσα και στην Ελλάδα συμπράξεις του Δημοσίου με τις Ασφαλιστικές Εταιρίες, όπως είναι και η ταχέως αναπτυσσόμενη τάση σήμερα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ήδη, οι Έλληνες Ασφαλιστές παίρνουν τη σκυτάλη και ετοιμάζουν, μέσω της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών, συγκεκριμένες προτάσεις, σε συνεργασία με τους Αντασφαλιστές, ώστε να υλοποιηθούν αυτές οι ΣΔΙΤ με το Κράτος».
Τα παραπάνω ανέφερε στην ομιλία του ο Ιωάννης Παν. Βοτσαρίδης, προέδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Interlife στο πλαίσιο του ανοιχτού μέρους της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της ασφαλιστικής εταιρείας.
Αναλυτικά το πλήρες κείμενο της ομιλίας
«Ένα μείζον θέμα που απασχολεί την Πολιτεία και την Κοινωνία στις μέρες μας είναι οι Φυσικές Καταστροφές. Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη και η Κλιματική Αλλαγή καθιστούν τον πλανήτη όλο και πιο ευάλωτο, και, προς το παρόν, δεν φαίνεται να υπάρχει μια συντονισμένη διεθνής προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί μακροπρόθεσμα το πρόβλημα.
Η Μέση Θερμοκρασία ανεβαίνει, οι ημέρες με καύσωνα στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 15-20 ετησίως, η βροχόπτωση θα μειωθεί από 10% έως 30% και οι ημέρες υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς θα αυξηθούν από 15% έως και 70%. Ήδη, το κόστος της Κλιματικής Αλλαγής στη χώρα μας υπολογίζεται ότι ροκανίζει το 1% του ΑΕΠ το χρόνο.
Οι ζημιές σε ανθρώπινες ζωές και περιουσίες από τις Φυσικές Καταστροφές είναι ανυπολόγιστες. Οι οικονομικές επιπτώσεις στις χώρες οι οποίες πλήττονται, τεράστιες. Τα στοιχεία του 2023 μιλούν για κόστος Φυσικών Καταστροφών διεθνώς, συμπεριλαμβανομένων και των σεισμών, μεγαλύτερο από 250 δισ. δολάρια.
Τα Ακραία Καιρικά Φαινόμενα θα είναι πολύ συχνότερα στις επόμενες δεκαετίες που έρχονται, με όλες τις ανθρωπιστικές και οικονομικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Και θα πρέπει να ζήσουμε μ ‘αυτό.
Ειδικότερα στη χώρα μας, το 2023 ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένο. Οι εκτεταμένες πυρκαγιές στον Έβρο και σε άλλες περιοχές και οι πρωτοφανείς πλημμύρες στη Θεσσαλία άφησαν πίσω τους δεκάδες ανθρώπινα θύματα, καταστροφή φυσικού περιβάλλοντος και πολύ μεγάλες απώλειες περιουσίας.
Μόνο για τις πλημμύρες της Θεσσαλίας και σε παρακείμενες περιοχές η Πολιτεία έχει καταβάλει μέχρι σήμερα συνολικά 171 εκατ. € για αποζημιώσεις σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις, αγροτικές εκμεταλλεύσεις και κτηνοτροφικές μονάδες. Και αυτό είναι μόνον ένα πολύ μικρό μέρος των τελικών αποζημιώσεων, δεδομένου ότι το συνολικό κόστος για τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες του 2023 υπολογίζεται σε 3,8 δις ευρώ.
Ωστόσο, το εγγεγραμμένο κονδύλι στον προϋπολογισμό του 2024 για Φυσικές Καταστροφές ανέρχεται μόλις σε 1 δισ. ευρώ και είναι εμφανές ότι, πέραν των καθυστερήσεων, οι αποζημιώσεις θα καλύψουν τελικά λιγότερο από το 50% των πραγματικών ζημιών. Από την πλευρά τους, οι Ασφαλιστικές Εταιρίες, εκτιμούν τις δικές τους αποζημιώσεις για τις δασικές πυρκαγιές και τις δύο καταιγίδες Daniel & Elias να φτάνουν τα 450 εκατ. €.
Συνολικά τα 20 τελευταία χρόνια οι Ασφαλιστικές Εταιρίες καταβάλλαμε περίπου 1 δις ευρώ για αποζημιώσεις από Φυσικές Καταστροφές.
Αντίστοιχα το ελληνικό Δημόσιο, σε 2 χρόνια (2020-2022) κατέβαλε 2,3 δισ. ευρώ για Πυρκαγιές και Πλημμύρες.
Οι αποκλίσεις είναι τεράστιες και αποδεικνύουν, για άλλη μια φορά, ότι οι Έλληνες συστηματικά δεν ασφαλίζονται .Όπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα μόνον το 16%-17%, δηλαδή το 1/7 περίπου των κατοικιών είναι ασφαλισμένες – κι απ’ αυτές, οι περισσότερες μόνον με τις βασικές καλύψεις και όχι έναντι των Φυσικών Καταστροφών.
Η Ελλάδα δαπανά 6 φορές λιγότερα ποσά για Ασφαλιστικές καλύψεις ως ποσοστό επί του ΑΕΠ της σε σχέση με το Μέσο Όρο της ΕΕ, παρ’ όλο που τα ασφάλιστρα στη χώρα μας είναι ακόμη εξαιρετικά χαμηλά. Και ενώ είμαστε η πιο σεισμογενής χώρα της Ευρώπης, η έννοια «ασφάλιση έναντι σεισμού» αγνοείται συστηματικά από τους πολίτες αλλά και από το Κράτος.
Παρά τις συμφορές που βιώνουμε, λοιπόν, οι Έλληνες συνεχίζουμε να μην έχουμε Ασφαλιστική Συνείδηση. Είναι εξαιρετικά επείγον, η Πολιτεία, αλλά και οι ίδιοι οι Ασφαλιστές να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Όπως η συστηματική ενημέρωση για την αξία και, κυρίως, για το περιεχόμενο της ασφαλιστικής κάλυψης, ώστε οι πολίτες να συνειδητοποιήσουν την έννοια της πρόληψης έναντι των Φυσικών Καταστροφών, χωρίς να χρειαστεί να βιώσουν τη δυσάρεστη εμπειρία τους.
Δεν αρκεί, όμως, μόνον η ενημέρωση. Τα κίνητρα, όπως οι φορολογικές απαλλαγές, (με ολική έκπτωση των Ασφαλίστρων Φυσικών Καταστροφών από το φορολογητέο εισόδημα) και η έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ αποτελούν εν δυνάμει ισχυρή ώθηση για τον πολίτη να ασφαλιστεί. Παράλληλα, προσδίδουν επιπλέον έσοδα στο Κράτος, δεδομένου ότι από κάθε ασφαλιστικό συμβόλαιο το Δημόσιο εισπράττει φόρο 15%, ενώ ωφελείται επιπλέον και από τους φόρους που πληρώνουν οι Ασφαλιστικές Εταιρίες λόγω αύξησης των Εσόδων τους.
Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από το πρώτο έτος εφαρμογής του μέτρου έκπτωσης 10% στον ΕΝΦΙΑ, τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα:
Από τις περίπου 6.167.000 κατοικίες που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα, περίπου το 1.000.000 έχει ιδιωτική ασφάλιση. Από αυτές, μόλις οι 215.000 περίπου πιστώθηκαν την έκπτωση του 10% στον λογαριασμό του ΕΝΦΙΑ του 2023 λόγω της ασφάλισης του ακινήτου τους έναντι του κινδύνου Φυσικών Καταστροφών. Ο λόγος είναι ότι τα περισσότερα Ασφαλιστήρια Συμβόλαια αφορούσαν ακίνητα που είχαν πάρει Δάνειο από Τράπεζα, με διαμεσολαβητή (Bancassurance) την ίδια την Τράπεζα, χωρίς πρόβλεψη για σεισμό ή για πλημμύρα. Άρα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις.
Επιπλέον, το όφελος από το παραπάνω μέτρο για κατόχους ακινήτων με χαμηλές τιμές ζώνης ΕΝΦΙΑ, είναι πάρα πολύ μικρό, και δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρό κίνητρο. Αντίθετα, ευνοημένοι είναι οι ιδιοκτήτες ακινήτων με υψηλές τιμές ζώνης, που, όμως δεν είναι η πλειοψηφία.
Κατά συνέπεια, το κίνητρο της έκπτωσης στον ΕΝΦΙΑ είναι κατ’ αρχήν καλό, αλλά το ποσοστό αυτής της έκπτωσης, το 10%, είναι πάρα πολύ μικρό και πρέπει να αυξηθεί τουλάχιστον στο 25 % ώστε να υπάρχουν ουσιαστικά αποτελέσματα.
Τι γίνεται, όμως, στον υπόλοιπο κόσμο;
Το πρόβλημα της αύξησης των αποζημιώσεων από Φυσικές Καταστροφές εξ αιτίας ακραίων φυσικών φαινομένων δημιουργεί αναταράξεις στην Ασφαλιστική Αγορά στην Αμερική και στην Ευρώπη. Στη Γαλλία πχ οδήγησε τις Ασφαλιστικές Εταιρείες σε σημαντικές αυξήσεις στις ανανεώσεις των ήδη υπαρχόντων συμβολαίων, αλλά και σε ακραίες περιπτώσεις, στην άρνηση της κάλυψης, ενώ αντίστοιχες συνθήκες πληθαίνουν και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά στην Ευρώπη, στην Ελλάδα γνωστός επιχειρηματίας που έχει αποζημιωθεί δεκάδες εκατομμύρια και μάλιστα όχι μόνο μία φορά, δηλώνει ότι δεν θα δεχθεί αύξηση ασφαλίστρου, αλλά θα υιοθετήσει ένα μοντέλο αυτασφάλισης για την προστασία των περιουσιακών του στοιχείων.
Τα σχόλια δικά σας!
Ας επιστρέψουμε όμως στην αναντίρρητη ανάγκη ασφάλισης των περιουσιών από Φυσικές Καταστροφές και στο διάλογο που έχει ανοίξει περί «υποχρεωτικότητας».
Η υποχρεωτικότητα της Ασφάλισης επαγγελματικών και ιδιωτικών ακινήτων για Φυσικές Καταστροφές στην Ευρώπη εφαρμόζεται ήδη σε αρκετές χώρες με έμμεσο ή άμεσο τρόπο.
Ενδεικτικά:
Στην Ισπανία μέσω ειδικών τελών (που βαρύνουν τα συμβόλαια Ακινήτων, Ζωής και Αυτοκινήτων) τα οποία στη συνέχεια χρηματοδοτούν μέσω του Κράτους αποζημιώσεις από Φυσικές Καταστροφές.
Στην Ελβετία είναι υποχρεωτική η Ασφάλιση των Κτιρίων για Φυσικές Καταστροφές μέσω των Καντονιών, δηλ. της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Στη Γερμανία είναι υποχρεωτική η ασφάλιση των κτιρίων για τους βασικούς κινδύνους.
Η Ιταλία προτιμά την πολιτική κινήτρων και δίνει φοροαπαλλαγή ίση με το 19% του ασφαλίστρου.
Στην Ελλάδα, η έννοια της «υποχρεωτικότητας» αντιμετωπίζεται με μεγάλη επιφύλαξη από την Πολιτεία και, προς το παρόν, εφαρμόζεται σε πολύ περιορισμένη κλίμακα. Το σχετικό Σχέδιο Νόμου, για ασφάλιση έναντι Φυσικών Καταστροφών δεν αφορά κατοικίες, αλλά μόνον έναν περιορισμένο αριθμό εταιρειών με τζίρο άνω των 2 εκατ. € (οι οποίες είναι ούτως ή άλλως ασφαλισμένες) και, ουσιαστικά, αφήνει απ’ έξω σχεδόν το 90% των επιχειρήσεων στη Ελλάδα, που είναι οι Μικρομεσαίες. Αν θέλουμε το μέτρο να έχει επιτυχία θα πρέπει το ποσό να μειωθεί στο 1 εκατ. και μετά από ένα χρόνο να μειωθεί στις 500 χιλ. Και αυτό, γιατί το κυρίως ζητούμενο, είναι να ασφαλιστεί η μικρή προσωπική επιχείρηση, η οποία σε μια μεγάλη καταστροφή δεν θα έχει καμία άμυνα και, απλώς, θα κλείσει.
Η διαπίστωση είναι, για άλλη μια φορά, σαφής:
Την Ασφάλιση τη χρειάζεται, κυρίως, ο μικρός και ο αδύναμος.
Τώρα ας έρθουμε, στις κρατικές αποζημιώσεις:
Όπως είπαμε και προηγουμένως, η φύση και η έκταση των ζημιών από ακραία Φυσικά Φαινόμενα, συνεχίζουν να απαιτούν τεράστιες αποζημιώσεις, που συχνά το Κράτος αδυνατεί να καταβάλει. Διαχρονικά, στην Ελλάδα οι αποζημιώσεις της Πολιτείας απέναντι σε τέτοιου είδους καταστροφές δεν ξεπερνούν το 40% της Ζημιάς (συχνά και πολύ λιγότερο) και οι σχετικές διαδικασίες είναι εξαιρετικά χρονοβόρες. Αποτέλεσμα, οι περιουσίες καταστρέφονται και δεν μπορούν να επανασυσταθούν.
Είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι η Πολιτεία δεν μπορεί, και στο μέλλον θα μπορεί ακόμη λιγότερο, να αποζημιώνει, μόνη αυτή, τους πολίτες από Φυσικές Καταστροφές.
Προκύπτει, λοιπόν, ως απολύτως αναγκαίο να θεσμοθετηθεί με τη μορφή ΣΔΙΤ η συνεργασία Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, ώστε οι Αποζημιώσεις να φθάνουν συνολικά το 90% των Ζημιών, με το ήμισυ και πλέον (αυτών των αποζημιώσεων) να καλύπτεται από Ιδιωτικές Ασφαλιστικές Εταιρίες. Οι οποίες, έχοντας την απαραίτητη Τεχνογνωσία για την εκτίμηση του προς ασφάλιση περιουσιακού στοιχείου, αλλά και τα προηγμένα μέσα για τις Πραγματογνωμοσύνες Ζημιών, μπορούν να συνεισφέρουν με ακριβέστερους υπολογισμούς και ταχύτερες διαδικασίες στη διεκπεραίωση των Αποζημιώσεων.
Οι πρακτικές αυτές είναι γνωστές και εφαρμόζονται ήδη στο εξωτερικό, πολύ συχνά και με τη συνδρομή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Είναι, δε, ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπιστούν οικονομικά οι Φυσικές Καταστροφές, χωρίς δυσθεώρητα ύψη ασφαλίστρων, δεδομένου ότι με τις συμπράξεις αυτές δημιουργείται επιμερισμός των Δαπανών και Οικονομίες Κλίμακος.
Επιπλέον, σύμφωνα με σοβαρούς οικονομικούς και ασφαλιστικούς αναλυτές, προκύπτει και άλλη μια διάσταση στις Αποζημιώσεις Φυσικών Καταστροφών αποκλειστικά από κρατικούς πόρους:
Δεν είναι οικονομικά και ηθικά ορθό να επιβαρύνεται το σύνολο των φορολογουμένων πολιτών στην αποκατάσταση της ιδιωτικής περιουσίας ενός μέρους των πολιτών. Για το θέμα αυτό έχει ανοίξει τελευταία ένας μεγάλος διάλογος στους πολιτικούς και ασφαλιστικούς κύκλους της Ευρώπης.
Εξάλλου, πέραν του «μη πολιτικά ορθού», υπάρχει και ένα δευτερογενές αρνητικό αποτέλεσμα: Με τις συνθήκες αυτές, του λεγόμενου «πατερναλιστικού καπιταλισμού», δηλαδή του κράτους-προστάτη, ο γενικός πληθυσμός δεν έχει κίνητρο να ασφαλιστεί, εάν πιστεύει ότι η Κυβέρνησή του θα καλύψει όλες τις Ζημίες.
Στο ίδιο πνεύμα, πριν από λίγους μήνες ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Στουρνάρας, τόνισε ότι «η σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα στην Ασφάλιση είναι η μελλοντική προοπτική», και μόνον έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί η τάση των πολιτών να αποταμιεύουν ελάχιστα για μια δύσκολη ώρα, διότι πιστεύουν ότι «έρχεται το Κράτος και καλύπτει σχεδόν τα πάντα».
Διά του λόγου το αληθές, οι μελέτες που διαθέτουμε δείχνουν ότι από το 1980 έως το 2018 μόνον το 2% των Ζημιών από Φυσικές Καταστροφές στη χώρα μας καλύφθηκε από την Ιδιωτική Ασφάλιση.
Όλες οι απόψεις, λοιπόν, συγκλίνουν ότι για να καλυφθεί αυτό το κενό, πρέπει να υπάρξουν άμεσα και στην Ελλάδα συμπράξεις του Δημοσίου με τις Ασφαλιστικές Εταιρίες, όπως είναι και η ταχέως αναπτυσσόμενη τάση σήμερα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ήδη, οι Έλληνες Ασφαλιστές παίρνουν τη σκυτάλη και ετοιμάζουν, μέσω της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών, συγκεκριμένες προτάσεις, σε συνεργασία με τους Αντασφαλιστές, ώστε να υλοποιηθούν αυτές οι ΣΔΙΤ με το Κράτος.
Πρόσφατη Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος εκτιμά ότι η Κλιματική Αλλαγή και οι συνεπακόλουθες Φυσικές Καταστροφές στη χώρα μας θα έχουν ως αποτέλεσμα, το συνολικό σωρευτικό κόστος να φτάσει έως το έτος 2100 το συγκλονιστικό ποσό των 700 δισεκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή πάνω από 3 φορές το ελληνικό ΑΕΠ – εφόσον βέβαια δεν αντιδράσουμε και δεν πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα έως τότε.
Το σενάριο είναι εφιαλτικό και, βέβαια, ελπίζουμε να μη γίνει ποτέ πραγματικότητα. Ωστόσο παραμένει μια ηχηρή και αγωνιώδης προειδοποίηση για αφύπνιση και ενεργοποίηση, όχι αύριο, αλλά χθες !
Ο χρόνος μας τελειώνει. Η μήπως μας τελείωσε;