Γιατί η κερδοσκοπία στις αγορές οργιάζει αχαλίνωτη ενώ τα χρήματα δεν είναι πλέον… δωρεάν

Γιατί η κερδοσκοπία στις αγορές οργιάζει αχαλίνωτη ενώ τα χρήματα δεν είναι πλέον… δωρεάν
The concept of the growth of the American stock market, inflation, Fed rates, unemployment Photo: Shutterstock
Μυστήριο αποτελεί το γιατί η αχαλίνωτη κερδοσκοπία συνεχίζεται στις αγορές παρά το προφανές τέλος του φθηνού χρήματος  

Τους λόγους για τους οποίους οι επενδυτές συνεχίζουν να επενδύουν και να οδηγούν την αγορά σε νέα υψηλά, παρά το γεγονός πως το «τζάμπα» χρήμα πέθανε, αναλύει στους Financial Times ο επικεφαλής της Rockefeller International Ruchir Sharma

Όπως εξηγεί, μυστήριο αποτελεί το γιατί η αχαλίνωτη κερδοσκοπία συνεχίζεται στις αγορές παρά το προφανές τέλος του φθηνού χρήματος, σημειώνει ο επικεφαλής διεθνών επιχειρήσεων της Rockefeller Capital Management Ruchir Sharma. Η έξαρση της κερδοσκοπίας ήταν κατανοητή όταν το χρήμα ήταν δωρεάν, αλλά αυτό ίσχυε την προηγούμενη δεκαετία.

Το 2022, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια, υψώνοντάς τα από το 0% σε σχεδόν 5%. Και όμως, μετά από μια σύντομη παύση, η κερδοσκοπική δραστηριότητα αναζωπυρώθηκε σε πολλές κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού, με κύρια έμφαση τις επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη και τα meme coins. Σύμφωνα με τον Ruchir Sharma, μία εξήγηση είναι ότι η εποχή του εύκολου χρήματος τελείωσε μόνο εν μέρει.

Πάντοτε στηριζόταν σε ένα διευρυνόμενο δίχτυ κρατικής και κεντρικοτραπεζικής υποστήριξης, που περιλάμβανε διασώσεις αγορών, εταιρειών και τραπεζών, συνεχή τόνωση της οικονομίας και, φυσικά, ιστορικά χαμηλά επιτόκια.

Από αυτά μόνο τα πολύ χαμηλά επιτόκια έχουν εξαφανιστεί. Το υπόλοιπο σύστημα, λέει ο Ruchir Sharma, συνεχίζει να διασφαλίζει τη βασική πίστη των κερδοσκόπων της αγοράς ότι τίποτα δεν θα επιτραπεί να πάει στραβά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σήμερα, οι περισσότερες εξηγήσεις για την ακλόνητη πίστη στην αμερικανική αγορά επικεντρώνονται στην ανθεκτικότητα της οικονομίας της – ενισχυμένη από την ηγετική της θέση στην καινοτομία στην τεχνητή νοημοσύνη και προστατευμένη πλέον από έναν σταθερά φιλοεπιχειρηματικό πρόεδρο.

Όμως, οι κερδοσκόποι δρούσαν ανεξέλεγκτα πριν από την έξαρση της τεχνητής νοημοσύνης στις αγορές των ΗΠΑ το 2023 και πολύ πριν ο Donald Trump επιστρέψει στην προεδρία.

Κάτι βαθύτερο από τον Trump και την τεχνητή νοημοσύνη βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτυπώνουν τη φρενίτιδα της κερδοσκοπίας με το σύνθημα BTFD: “buy the f**ing dips”* (αγόρασε κάθε πτώση).

Όσο περισσότερο διαρκεί η bull market, τόσο περισσότερο οι επενδυτές αισθάνονται ενθαρρυμένοι να αγοράζουν στα χαμηλά.

Τον τελευταίο μήνα, η αγορά υπέστη σύντομες διορθώσεις λόγω DeepSeek (κινεζική εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης) και των δασμών του Trump.

Στη συνέχεια, οι ιδιώτες επενδυτές έσπευσαν να αγοράσουν μετοχές όπως ποτέ άλλοτε. Από τις πέντε μεγαλύτερες ημέρες αγορών την τελευταία δεκαετία, οι τέσσερις σημειώθηκαν τις τελευταίες πέντε εβδομάδες. Ίσως το μοναδικό πράγμα που αγαπά ο Τrump περισσότερο από τους δασμούς είναι οι μετοχές, οπότε οι επενδυτές υποθέτουν ότι η κυβέρνησή του δεν θα επιτρέψει στις τιμές των μετοχών να πέσουν. 

Σύμφωνα με τον Ruchir Sharma, το πάρτι του BTFD (buy the f***ing dips) στηρίζεται επομένως στο ίδιο θεμέλιο με την αμερικανική οικονομία: την κρατική στήριξη. Για να διατηρηθεί η ανάπτυξη ζωντανή κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η Fed διοχέτευσε τεράστιες ποσότητες ρευστότητας στο σύστημα.

Σύμφωνα με ορισμένους δείκτες, μεγάλο μέρος αυτής της ρευστότητας εξακολουθεί να ρέει στις αγορές. Οι κρατικές δαπάνες παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα πολύ μετά το τέλος της πανδημίας, αφήνοντας περισσότερα μετρητά στα χέρια νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Αυτά, με τη σειρά τους, επένδυσαν μαζικά σε μετοχές (ή σε προγράμματα επαναγοράς μετοχών), με την πεποίθηση ότι το κράτος θα μετριάσει τις ζημιές τους.

Η κουλτούρα των διασώσεων χρονολογείται από την πρώτη διάσωση μιας μεγάλης αμερικανικής τράπεζας το 1984 και την πρώτη ρητή δέσμευση της Fed να στηρίξει το χρηματιστήριο το 1987.

Έκτοτε, οι διασώσεις έγιναν πιο μεγάλες, ενθαρρύνοντας όλο και μεγαλύτερες κερδοσκοπικές φρενίτιδες και σταθερά αυξανόμενες αποτιμήσεις της αγοράς.

Οι επενδυτές έχουν πλέον συνηθίσει να βλέπουν τον κίνδυνο ως ασύμμετρο: με το κράτος να βάζει ένα «ταβάνι» στις ζημιές, αλλά να μην περιορίζει τα κέρδη.

Οι short sellers, που στοιχηματίζουν στην πτώση προβληματικών μετοχών, είναι ένα είδος προς εξαφάνιση σε μια αγορά όπου η κυβέρνηση επιτρέπει να κινείται μόνο προς μία κατεύθυνση: προς τα πάνω.

Με την οικονομία ισχυρή και υποστηριζόμενη από το κράτος, το ποσοστό χρεοκοπιών στις ΗΠΑ βρίσκεται κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα (εκτός της περιόδου της πανδημίας).

Με τις χρεοκοπίες τόσο απίθανες, οι τράπεζες χρεώνουν ελάχιστο επιτοκιακό premium ακόμη και σε εταιρείες με προβλήματα, είτε βρίσκονται σε δυσχερή θέση είτε όχι.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πρωτοφανείς ροές ρευστού κατέληξαν στα χέρια των καταναλωτών, οι οποίοι, εγκλωβισμένοι στο σπίτι, άρχισαν να επενδύουν σαν να ήταν παιχνίδι, αντιμετωπίζοντας τις αγορές ως λούνα παρκ.

Αυτή η αναζήτηση συγκινήσεων σταμάτησε προσωρινά όταν η επιστροφή του πληθωρισμού ανάγκασε τη Fed να αυξήσει τα επιτόκια το 2022 – αλλά μόνο για λίγο. Την επόμενη χρονιά, η κυβέρνηση αντέδρασε σε ένα bank run στη Silicon Valley Bank εγγυώμενη όλες τις καταθέσεις της. Στη συνέχεια, έριξε επιπλέον 400 δισ. δολάρια στο τραπεζικό σύστημα για να αποτρέψει τη διάχυση του φόβου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το επόμενο καλοκαίρι, όταν οι μετοχές υποχώρησαν για λίγες ημέρες και οι επενδυτές πίεζαν για μια μεγάλη μείωση επιτοκίων, η Fed προσέφερε μία, παρά τον επίμονο πληθωρισμό. Και έτσι, το παιχνίδι ξανάρχισε.

Αντί να ανησυχούν για το υψηλό κόστος δανεισμού, οι Αμερικανοί αγκαλιάζουν όλο και πιο ριψοκίνδυνα επενδυτικά εργαλεία, όπως τα ETFs, που πλέον προσφέρουν ακόμα και σε μικρούς επενδυτές τη δυνατότητα να τοποθετηθούν με μόχλευση σε μεμονωμένες μετοχές – συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Nvidia, του πιο «καυτού» ονόματος της αγοράς.

Κρυπτονομίσματα με ονόματα όπως Fartcoin έχουν σημειώσει ξέφρενη άνοδο τους τελευταίους μήνες. «Πώς όμως αλλάζει η βασική παραδοχή – ότι το κράτος θα συνεχίσει να στηρίζει τον κερδοσκοπικό κίνδυνο;

Ένας τρόπος είναι η περαιτέρω αύξηση του κόστους του χρήματος, πιθανώς λόγω υψηλότερου πληθωρισμού. Ένας άλλος είναι μια δημοσιονομική κρίση ή κάποιο άλλο σοκ, που θα καταστήσει την κυβέρνηση ανίκανη να αντέξει γενναίες διασώσεις. Μέχρι τότε, το BTFD θα παραμείνει το σύνθημα των περισσότερων επενδυτών» καταλήγει ο επικεφαλής της Rockefeller International.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Πηγή: Financial Times