Γιατί καταρρέουν οι ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές
- 08/02/2016, 19:42
- SHARE
Το σπιράλ της χαμηλής ανάπτυξης και των αρνητικών επιτοκίων δεν επιτρέπει την επίτευξη ικανοποιητικής τραπεζικής κερδοφορίας.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες υποφέρουν. Και μεγαλύτερο επιχείρημα γι’ αυτό από τις μαζικές πωλήσεις μετοχών και ομολόγων, δεν υπάρχει.
Οι μετοχές των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τη Δευτέρα βρέθηκαν στο κόκκινο, συνεχίζοντας την ελεύθερή τους πτώση το τελευταίο διάστημα.
Μόνο η μετοχή της Deutsche Bank έχασε περισσότερο από 10%, φτάνοντας σε συνολικές απώλειες περίπου 40% και πτώση της αξίας της κατά 30% το τελευταίο έτος. Barcleys, BNB Paribas και Unicredits έχασαν περίπου 5%, ενώ πολύ χειρότερη ήταν η εικόνα των τραπεζών της περιφέρειας – με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την εικόνα των ελληνικών τραπεζών όπου έχασαν έως και 27%.
Τι συμβαίνει όμως με τις ευρωπαϊκές τράπεζες; Οι φόβοι για το δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με την κατάρρευση των τιμών της ενέργειας και την κάκιστη εικόνα των αναδυόμενων αγορών, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν μια συνολική πτώση της τάξης του 20%. Τα συγκεκριμένα προβλήματα είναι εδώ για πολύ καιρό, ούτως ώστε να συμβάλλουν τόσο δραστικά στη διαμόρφωση αυτής της εικόνας.
Στην πραγματικότητα το ζήτημα που αφορά τις τράπεζες ίσως είναι χειρότερο από αυτό του 2008: πρόκειται για μια χρόνια κρίση κερδοφορίας, η οποία δεν τις αφήνει να χτίσουν ένα ασφαλές κεφαλαιακό τείχος προστασίας, με τις κεντρικές τράπεζες να δείχνουν αυτή τη στιγμή ανίκανες να αντιδράσουν.
Σύμφωνα με τον τραπεζικό ρυθμιστή της ΕΚΤ, η κερδοφορία αποτελεί τον βασικό συστημικό κίνδυνο για το 2016. Όμως ο Μάριο Ντράγκι φαίνεται αυτή τη στιγμή ανίκανος να αντιδράσει. Όταν ρωτήθηκε για την τραπεζική σταθερότητα κατά τη διάρκεια μιας πρόσφατης συνόδου, απάντησε ότι τα κέρδη των τραπεζών δεν είναι δική του δουλειά.
Τα πολύ χαμηλά επιτόκια συμβάλλουν στη μείωση της κερδοφορίας των τραπεζών, με αποτέλεσμα ο δανεισμός να μειώνεται και οι επενδυτές να αποφεύγουν τις τράπεζες καθώς αναμένουν ότι αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί.
Η αρνητική σχέση καταθέσεων-δανείων στην Ευρώπη παρατείνεται, κι ένα ακόμη αρνητικό αποτέλεσμα που μπορεί να συμβεί είναι να δούμε τις τράπεζες να επιβάλλουν επιπλέον χρεώσεις για δανεισμό, παρακάμπτοντας τις εντολές των κεντρικών τραπεζών. Τα αρνητικά επιτόκια αναγκάζουν τις τράπεζες να πληρώνουν περισσότερα χρήματα στις κεντρικές τράπεζες, όμως δεν μπορούν να περάσουν τις ζημιές αυτές στους καταθέτες υπό τον φόβο να τους δουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους.
Η Ελβετία ήδη έχει αυξήσει το κόστος των ενυπόθηκων δανείων, ενώ την περασμένη εβδομάδα η Δανία, η οποία έχει κι εκείνη αρνητικά επιτόκια, στην ουσία προανήγγειλε ότι θα προχωρήσει στην ίδια ακριβώς κίνηση.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια ιδιαίτερα περιορισμένη νομισματική πολιτική, η οποία δεν μπορεί να ωθήσει με κανέναν τρόπο στην ανάπτυξη που οι ευρωπαϊκές αρχές και η ΕΚΤ στοχεύουν.
Ακόμη χειρότερα, εάν η οικονομική ανάκαμψη αποτύχει, τότε η αγορά «κόκκινων» δανείων ύψους περίπου 1 τρισ. δολαρίων δεν θα αντιμετωπιστεί χωρίς την αποφυγή περαιτέρω απωλειών.
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες είναι οριακά κεφαλαιοποιημένες. Όμως πολλές είναι εκείνες που πρέπει να προσθέσουν επιπλέον κεφάλαια μέσω της κερδοφορίας τους έως το 2019, ούτως ώστε να βελτιώσουν ακόμη περισσότερο την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Χωρίς την ένεση ρευστότητας που θα φέρει ο μεγαλύτερος ρυθμός ανάπτυξης, οι τράπεζες δεν θα καταφέρουν να επιτύχουν αυτό το στόχο. Κι αν την ίδια στιγμή αποτύχουν να εξασφαλίσουν τις μίνιμουμ κεφαλαιακές ανάγκες, οι τραπεζικοί ρυθμιστές δεν θα τους επιτρέψουν να πληρώσουν ούτε μερίσματα, αλλά ούτε και να προσθέσουν μέσω της αγοράς ομολόγων νέα ρευστότητα.
Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους όπου το τραπεζικό χρέος αυξάνεται. Το κόστος της εξασφάλισης νέων τραπεζικών ομολόγων, σε αντίθεση με τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, διπλασιάστηκε το τελευταίο έτος, ενώ το κόστος για αγορά χρέους υψηλής απόδοσης έχει αυξηθεί μόνο κατά 50%.
Οι τράπεζες έχουν πλέον δύο επιλογές για να ξεπεράσουν αυτήν την κατάσταση. Η μία είναι να προχωρήσουν σε περισσότερο ριψοκίνδυνους δανεισμούς, οι οποίοι μπορεί να αποφέρουν μεγαλύτερο κέρδος αλλά ίσως οδηγήσουν σε αθέτηση πληρωμών. Η δεύτερη είναι να προχωρήσουν σε έναν νέο γύρο ανακεφαλαιοποιήσεων. Και οι επενδυτές δεν προτιμούν καμία από τις δύο.