Γιατί ο Trump κάνει τελικά κακό στις επιχειρήσεις
- 09/01/2020, 15:56
- SHARE
Από τον Geoff Colvin
Aμέσως μετά τη νίκη του Donald Trump στις εκλογές του 2016, οι επενδυτές άρχισαν να σπρώχνονται για να εξασφαλίσουν µετοχές αµερικανικών χαλυβουργικών εταιρειών. Εξάλλου, αυτός ήταν ένας κλάδος που ο Trump είχε ρητά υποσχεθεί να διασώσει. «Η χαλυβουργία σας! Την φέρνουµε πίσω! Την φέρνουµε πίσω, φίλοι µου!» είχε υποσχεθεί σε ένα αλαλάζον πλήθος στο Πίτσµπουργκ τον προηγούµενο Απρίλιο.
Έτσι, όταν το χρηµατιστήριο άνοιξε το πρωί µετά την ηµέρα των εκλογών, οι παραγγελίες αγοράς µετοχών άρχισαν να στοιβάζονται και οι τιµές να εκτοξεύονται. Μέχρι το τέλος της εβδοµάδας ο δείκτης S&P 500 είχε αυξηθεί κατά 2%, αλλά η τιµή της µετοχής της Steel Dynamics είχε ανέβει κατά 13%, της Nucor κατά 14% και της U.S. Steel κατά 23%. Για έναν κλάδο που βρισκόταν σε απόγνωση είχε φτάσει πλέον η ώρα της σωτηρίας.
Πατήστε fast-forward και πηγαίνετε µερικούς µήνες εµπρός, όταν ο Trump επέβαλε δασµούς στον εισαγόµενο χάλυβα και οι τιµές των µετοχών των χαλυβουργικών εταιρειών αυξήθηκαν ακόµη περισσότερο, τουλάχιστον για λίγο. Σήµερα οι µετοχές όλων των µεγάλων χαλυβουργικών εταιρειών των ΗΠΑ τυγχάνουν διαπραγµάτευσης όχι µόνο κάτω από τα ανώτατα όρια του 2018, αλλά και κάτω από το σηµείο όπου βρίσκονταν πριν από την εκλογή του Trump.
Η U.S. Steel, η οποία εργάστηκε σκληρά στο παρασκήνιο για την επιβολή των δασµών, αξίζει σχεδόν ένα τρίτο λιγότερο από ό,τι άξιζε την ηµέρα των εκλογών. Η επάνοδος του κλάδου αποδείχθηκε δυσκολότερη από ό,τι φαντάζονταν ο Trump, τα στελέχη της χαλυβουργίας ή οι επενδυτές.
Ο αµερικανικός χάλυβας είναι ένας δραµατικός µικρόκοσµος των επιχειρήσεων των ΗΠΑ στα σχεδόν τρία χρόνια της προεδρίας Trump – µια εποχή που ξεκίνησε γεµάτη υποσχέσεις και ήταν αρχικά µια ευπρόσδεκτη χείρα βοηθείας για κρίσιµους κλάδους. Πλέον, όµως, η προεδρία Trump έχει αρχίσει να γίνεται ολοένα και πιο επιζήµια για πολλούς. Ο Trump έχει επικριθεί για διάφορα πράγµατα, αλλά, καθώς η χώρα αρχίζει να επικεντρώνεται στη διαδικασία αποποµπής του Προέδρου, το Fortune επέλεξε να εστιάσει αποκλειστικά στον αντίκτυπό του στο οικονοµικό και επιχειρηµατικό πεδίο. Σε αυτήν τη διάσταση, το µόνο σταθερό στοιχείο της θητείας του µέχρι στιγµής είναι η ασυνέπεια, δηµιουργώντας ένα περιβάλλον πρωτοφανούς αβεβαιότητας που έχει γίνει αυτό καθαυτό ένα σηµαντικό επιχειρηµατικό πρόβληµα. Είναι δύσκολο να το πιστέψουµε, αλλά, παρά τις πολλές φαινοµενικά φιλοεπιχειρηµατικές πολιτικές και µερικές σηµαντικές αρχικές επιτυχίες, ο πρώτος Πρόεδρος-επιχειρηµατίας καριέρας έχει καταστεί κακός για τις επιχειρήσεις.
«Μισό λεπτό!» θα πείτε. «Πώς µπορεί το σηµερινό περιβάλλον να είναι κακό για τις επιχειρήσεις;». Πράγµατι, οι µετοχές έχουν αγγίξει νέα επίπεδα ρεκόρ. Ο πληθωρισµός είναι χαµηλός. Τα επιτόκια είναι εξαιρετικά χαµηλά. Αν και η αγορά εργασίας είναι εξαιρετικά σφιχτή, περισσότεροι εργαζόµενοι επανεισάγονται στο εργατικό δυναµικό και οι καταναλωτές έχουν περισσότερα χρήµατα για να δαπανήσουν. Δεν προσεγγίζει αυτό µια κατάσταση επιχειρηµατικής νιρβάνας;
Κοιτάξτε καλύτερα. Το κυρίαρχο αίσθηµα σε οµάδες που ήταν προηγουµένως φιλικά διακείµενες προς τον Trump έχει πλέον στραφεί εναντίον του. Η εµπιστοσύνη των CEOs, η οποία σηµείωσε κατακόρυφη άνοδο στις πρώτες µέρες του Trump, έχει βυθιστεί από τότε σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί από τις πιο σκοτεινές ηµέρες της οικονοµικής κρίσης το 2009. «Η κυβέρνηση έχασε τα διευθυντικά στελέχη το 2018» λέει ο Douglas Holtz-Eakin, Ρεπουµπλικανός που ηγήθηκε του Γραφείου Προϋπολογισµού του Κογκρέσου από το 2003 έως το 2005 και τώρα είναι επικεφαλής του American Action Forum, µιας κεντροδεξιάς δεξαµενής σκέψης. «Το βασικό ζήτηµα είναι το εµπόριο νοµίζω». (Το Fortune έλαβε συνεντεύξεις από αρκετά στελέχη των εταιρειών που συµµερίζονται σε µεγάλο βαθµό την άποψη του Holtz-Eakin, αλλά ήταν επιφυλακτικοί να το αναφέρουν επώνυµα. Ο Λευκός Οίκος, από την πλευρά του, δεν απάντησε σε διάφορα αιτήµατά µας για κάποιο σχόλιο.)
Οι ιδιοκτήτες µικρών επιχειρήσεων εξέφρασαν τη χαρά τους όταν κέρδισε ο Trump, αλλά η αισιοδοξία τους, όπως διερευνήθηκε από την Εθνική Οµοσπονδία Ανεξάρτητων Επιχειρήσεων, άρχισε να υποχωρεί πριν από έναν χρόνο. Εκατοντάδες ενώσεις του κλάδου, από το µικροσκοπικό American Down and Feather Council µέχρι την τεράστια Εθνική Οµοσπονδία Λιανικής Πώλησης και το Εµπορικό Επιµελητήριο των ΗΠΑ, αντιτίθενται δηµόσια στις πολιτικές του για το εµπόριο, τη µετανάστευση ή και τα δύο. Ο φόβος πολλών επιχειρηµατιών είναι ότι, µετά από µια ισχυρή εκκίνηση, ο Trump κάνει τώρα περισσότερο κακό παρά καλό. Πώς συνέβη αυτό; Συνεντεύξεις µε επιχειρηµατίες, οικονοµολόγους, διαµορφωτές πολιτικής, λοµπίστες και συµβούλους, Ρεπουµπλικανούς και Δηµοκρατικούς, συµµάχους και εχθρούς, αποκαλύπτουν µια σχεδόν οµόφωνη άποψη για το πώς ο Trump έχει βοηθήσει αλλά και εµποδίσει τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ. Το τι θα επακολουθήσει, όµως, όπως συµβαίνει πάντα στην εποχή του Trump, είναι δύσκολο να το προβλέψουµε.
Οι καλές προθέσεις του για τις επιχειρήσεις εκφράστηκαν από νωρίς. «Οι ΗΠΑ θα µειώσουν ουσιωδώς τους φόρους και τους κανονισµούς για τις επιχειρήσεις», τουίταρε έξι εβδοµάδες προτού αναλάβει τα καθήκοντά του. Στην πρώτη του χρονιά στην προεδρία κέρδισε την αποδοχή των επιχειρηµατιών ανταποκρινόµενος σε µεγάλο βαθµό και στις δύο αυτές υποσχέσεις.
ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ
Mια διάσταση που δεν έχει εκτιμηθεί είναι η σηµασία της ατζέντας του Trump για την απορρύθµιση ή τη ρυθµιστική ανακούφιση, όπως την ονοµάζουν οι υποστηρικτές. Ορισµένες αναθεωρήσεις περιβαλλοντικών κανόνων έχουν γίνει πρωτοσέλιδα και το ίδιο έχει συµβεί µε αλλαγές σε αµφιλεγόµενα ζητήµατα όπως η ασφαλιστική κάλυψη αγοράς αντισυλληπτικών χαπιών και τα δικαιώµατα των διεµφυλικών φοιτητών. Αλλά για τους περισσότερους επιχειρηµατίες αυτές οι αλλαγές δεν είναι τόσο σηµαντικές όσο οι χιλιάδες σκοτεινοί αλλά αναπόφευκτοι κανόνες και κανονισµοί που πολλαπλασιάζονται ετησίως στις σελίδες του Οµοσπονδιακού Μητρώου Πρόκειται για κανόνες που µπορεί να ακούγονται περίεργοι και πολύπλοκοι, αλλά είναι εξαιρετικής σηµασίας για συγκεκριµένες επιχειρήσεις.
Η διοίκηση του Trump χρησιµοποιεί µια νέα στρατηγική για την προώθηση της απορρύθµισης, που περιγράφεται λεπτοµερώς σε ένα από τα πρώτα εκτελεστικά διατάγµατα του Προέδρου. Η στρατηγική έγινε γνωστή στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης µε το σλόγκαν «ένας µέσα, ένας έξω», που σηµαίνει ότι ένας παλιός κανόνας πρέπει να αφαιρείται για κάθε νέο που προστίθεται. Αλλά δεν συµβαίνει ακριβώς αυτό. Εδώ και δεκαετίες οι βασικοί νέοι κανόνες αξιολογούνται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα κόστη και οφέλη. Η εκτελεστική εντολή του Trump έδωσε στους ρυθµιστικούς φορείς ετήσιο προϋπολογισµό για καθαρά νέα έξοδα. Ο προϋπολογισµός για το 2017; Μηδέν δολάρια. Οι ρυθµιστικές Αρχές πήγαν πολύ πέρα από αυτό, εξοικονοµώντας σχεδόν 10 δισεκατοµµύρια δολάρια. Οι προϋπολογισµοί για τα οικονοµικά έτη 2018 και 2019 ήταν πιο φιλόδοξοι και οι κυβερνητικές εκθέσεις και οι εκτιµήσεις εξωτερικών αναλυτών υποδηλώνουν ότι οι ρυθµιστικές Αρχές έχουν εξοικονοµήσει συνολικά 42 δισεκατοµµύρια δολάρια σε καθαρά κόστη τρέχουσας αξίας. Ο Λευκός Οίκος ισχυρίζεται ότι αυτή η προσέγγιση στη ρύθµιση, εάν συνεχιστεί, θα αυξήσει το ΑΕΠ κατά 1,0% έως 2,2% κατά τη διάρκεια µιας δεκαετίας.
Είναι εύκολο να αµφισβητηθούν τέτοιοι ισχυρισµοί, οι οποίοι είναι από τη φύση τους υποθετικοί, αλλά οι επιχειρηµατίες λένε ότι δεν χρειάζονται αριθµούς. Παρατήρησαν µια αλλαγή σχεδόν αµέσως µόλις ο Trump ανέλαβε τα καθήκοντά του. Οι ρυθµιστικές Αρχές έγιναν λιγότερο επιθετικές. Η λήψη αδειών και εγκρίσεων είναι πλέον ταχύτερη και ευκολότερη. «Η αλλαγή της στάσης είναι εµφανής» λέει ο Andrew Liveris, πρώην διευθύνων σύµβουλος της Dow Chemical. «Η αλλαγή προέρχεται από τα ανώτατα κυβερνητικά κλιµάκια και έχει παρατηρηθεί από όλους τους ρυθµιστικούς οργανισµούς». Κάποια σκέλη της επιχειρηµατικής απορρύθµισης του Trump έχουν εξοργίσει τους αντιπάλους, αλλά οι επιχειρηµατίες είναι ευγνώµονες γι’ αυτό. Και θα ήθελαν να το δουν να προχωρά πιο γρήγορα.
ΦΟΡΟΙ
Ο τrump υλοποίησε και το άλλο σκέλος της υπόσχεσής του προς τις επιχειρήσεις, τους χαµηλότερους φόρους, όταν υπέγραψε µια µείζονα φορολογική αναδιάρθρωση: τον Νόµο περί Φορολογικών Περικοπών και Απασχόλησης, στα τέλη του 2017. Η συζήτηση στο Κογκρέσο ήταν έντονα κοµµατική. Κανένας Δηµοκρατικός στη Βουλή των Αντιπροσώπων ή στη Γερουσία δεν ψήφισε το νοµοσχέδιο, κυρίως λόγω αλλαγών στον φόρο ατοµικού εισοδήµατος. Ο νόµος µείωσε τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στο εισόδηµα, στο πλαίσιο της ευρύτερης µείωσης των συντελεστών, και περιόρισε τις εκπτώσεις για πολιτειακούς και τοπικούς φόρους, γεγονός το οποίο εξόργισε τους νοµοθέτες από Πολιτείες µε υψηλή φορολογία. Αλλά το µέρος του νοµοσχεδίου που µεταρρύθµισε τους εταιρικούς φόρους ήταν µια εντελώς διαφορετική ιστορία.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς µια εποχή στην οποία οποιαδήποτε σηµαντική αλλαγή στην οικονοµική πολιτική θα µπορούσε να προσελκύσει την υποστήριξη και των δύο κοµµάτων, αλλά η αλήθεια είναι ότι και τα δύο κόµµατα είχαν συµφωνήσει εδώ και χρόνια ότι το σύστηµα φορολογίας των εταιρειών των ΗΠΑ χρειαζόταν σίγουρα επιδιόρθωση. Οι ΗΠΑ είχαν τον υψηλότερο συντελεστή φορολογίας µεταξύ των ανεπτυγµένων οικονοµιών (35%), αν και οι µειώσεις και οι εκπτώσεις σήµαιναν ότι ελάχιστες εταιρείες πλήρωναν αυτό το ποσοστό. Οι ΗΠΑ ήταν επίσης µία από τις λίγες µεγάλες χώρες στον κόσµο που εξακολουθούσαν να φορολογούν το εισόδηµα µιας επιχείρησης σε όλο τον κόσµο αν το επέστρεφε στη χώρα, δίνοντας στις εταιρείες ένα ισχυρό κίνητρο να αφήνουν στο εξωτερικό τα κέρδη που εξασφάλιζαν εκτός ΗΠΑ. Το αποτέλεσµα; Στοιχεία ενεργητικού περίπου 2,6 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων στάθµευαν αλλού.
Ο νόµος αυτός έλυσε τα συγκεκριµένα προβλήµατα. Μείωσε τον συντελεστή εταιρικής φορολογίας στο 21% και υιοθέτησε το αποκαλούµενο εδαφικό σύστηµα που χρησιµοποιούν οι περισσότερες ανεπτυγµένες χώρες, στο οποίο οι εταιρείες καταβάλλουν τοπικά φόρους σε κάθε χώρα όπου λειτουργούν. Αυτές οι συνδυασµένες αλλαγές ευθυγράµµισαν τις ΗΠΑ µε άλλες µεγάλες οικονοµίες. Ο νόµος απέσυρε έτσι το κίνητρο για αλλαγή έδρας και επίσης επέβαλε ειδικές κυρώσεις για αλλαγή έδρας για µια περίοδο δέκα ετών µετά τη θέσπισή του. Από τότε το φαινόµενο αυτό έχει σταµατήσει, αν και η αλήθεια είναι ότι οι κανόνες του υπουργείου Οικονοµικών που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Obama το 2015 και το 2016 είχαν ήδη αντιστρέψει την κατάσταση.
Η κοµµατική αντιπαλότητα ως προς την εταιρική φορολογία δεν ήρθε πριν από την ψήφιση του νόµου, αλλά µετά. Τι θα έκαναν οι εταιρείες µε όλα αυτά τα χρήµατα που δεν θα πλήρωναν σε φόρους και τα χρήµατα που θα µπορούσαν πλέον να φέρουν στις ΗΠΑ από το εξωτερικό αφορολόγητα; Το Συµβούλιο Οικονοµικών Εµπειρογνωµόνων του Trump ισχυρίστηκε ότι ένα µεγάλο µέρος από αυτά τα χρήµατα θα πήγαιναν στους εργαζόµενους, καθώς οι εταιρείες επενδύουν ένα µέρος αυτών των χρηµάτων σε κεφάλαιο, γεγονός που κάνει τους εργαζόµενους πιο παραγωγικούς και οδηγεί σε υψηλότερες αµοιβές. Σύµφωνα µε το Συµβούλιο, η µείωση του εταιρικού φόρου στο 20% (και όχι στο 21% που θεσπίστηκε εντέλει) θα αύξανε το µέσο εισόδηµα των νοικοκυριών κατά 4.000 έως 9.000 δολάρια ετησίως.
Ήταν µια µακροπρόθεσµη πρόβλεψη, αλλά ο Λευκός Οίκος σπάνια ανέφερε το επίθετο «µακροπρόθεσµος», υπονοώντας ότι η άνοδος των αµοιβών επρόκειτο να προκύψει αµέσως. Αυτό δεν συνέβη. Μια αποτίµηση του νέου νόµου από την Υπηρεσία Έρευνας του Κογκρέσου δεν διαπίστωσε καµία «ένδειξη αύξησης των µισθών το 2018 ούτε σε σχέση µε το παρελθόν ούτε σε σχέση µε την αύξηση του ΑΕΠ». Η προσµονή αύξησης των µισθών ήταν µη ρεαλιστική και, σύµφωνα µε τους οικονοµολόγους, τα αποτελέσµατα της µείωσης της εταιρικής φορολογίας στις αµοιβές θα χρειαστούν χρόνια για να εµφανιστούν.
Η ιστορία του επαναπατρισµού των κερδών ήταν παροµοίως απογοητευτική και πάλι λόγω των διογκωµένων προσδοκιών. Ο νέος νόµος προκάλεσε ισχυρή αύξηση του επαναπατρισµού, όπως είχε προβλεφθεί, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι ο επαναπατρισµός αύξησε τις επιχειρηµατικές επενδύσεις ή ότι τα χρήµατα πήγαν στους εργαζόµενους. Οι εταιρείες ξόδεψαν µεγάλο µέρος των χρηµάτων για την επαναγορά µετοχών, τροφοδοτώντας τις δηµόσιες κατηγορίες περί εταιρικής απληστίας. Αλλά τίποτα από αυτά δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη. Η µικρή διακοπή φορολόγησης του επαναπατρισµού κερδών το 2004 παρήγαγε τα ίδια ακριβώς αποτελέσµατα. Επιπλέον, η επιστροφή χρηµάτων στους µετόχους δεν είναι αµαρτία· πρόκειται για τα χρήµατά τους. Αυτό που είναι πιο εντυπωσιακό για το σηµερινό κύµα επαναγορών, και ούτε και είχε προβλεφθεί, είναι ο υψηλός βαθµός συγκέντρωσής τους. Από όλες τις σχεδιαζόµενες επαναγορές που ανακοινώθηκαν από τότε που τέθηκε σε ισχύ ο νέος νόµος –ελαφρώς πάνω από ένα τρισεκατοµµύριο δολάρια, λένε οι Americans for Tax Fairness, µια ριζοσπαστική οµάδα πίεσης– µόλις 10 εταιρείες αντιπροσωπεύουν το 37% των επαναγορών. Και µόνο µια εταιρεία, η Apple, αντιπροσωπεύει το 16%. Οι µεγα-επαναγορές είναι ένα σηµαντικό ποσοτικά φαινόµενο, αλλά όχι ευρείας κλίµακας. Η µεταρρύθµιση των εταιρικών φόρων πολυδιαφηµίστηκε από τους υποστηρικτές της. Δεν έκανε θαύµατα κατά το πρώτο έτος. Τα πιο σηµαντικά αποτελέσµατά της θα είναι µακροπρόθεσµα και λογικά θα καταστήσουν τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ πιο ανταγωνιστικές. Αυτό ήταν το καλό. Από την ηµέρα των εκλογών το 2016 έως τις 26 Ιανουαρίου 2018, σχεδόν έναν χρόνο µετά την ορκωµοσία Trump, οι τιµές των µετοχών εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Ο δείκτης S&P αυξήθηκε µε ετήσιο ρυθµό 27%. Τα εταιρικά κέρδη, που βρίσκονταν ήδη σε υψηλό επίπεδο, συνέχισαν να αυξάνονται κατά 8% σε σταθερές τιµές από το πρώτο τρίµηνο του 2017 έως το πρώτο τρίµηνο του 2018. Το πρώτο έτος του Trump έµοιαζε µε γύρο του θριάµβου για τις επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση Trump έχασε τα ανώτερα εταιρικά στελέχη το 2018. Και ο λόγος είναι βασικά το εμπόριο.
Αλλά τότε κάτι συνέβη. Έπαψαν να υπάρχουν λόγοι για θριαµβολογίες. Η έκρηξη της χρηµατιστηριακής αγοράς εξανεµίστηκε· ενώ οι τιµές των µετοχών βρέθηκαν πρόσφατα σε υψηλά επίπεδα ρεκόρ, δεν ήταν παρά ελάχιστα υψηλότερα από τις τιµές τον Ιανουάριο του 2018. Έκτοτε αυξάνονταν µε ετήσιο ρυθµό αύξησης µόλις 4%· προσαρµοσµένο για τον πληθωρισµό, το κέρδος είναι µικρότερο από 2%. Οµοίως, τα εταιρικά κέρδη ακολουθούν καθοδική πορεία. Η οικονοµική ανάπτυξη, µετά τη φάση της επιτάχυνσης που προηγήθηκε, επιβραδύνεται επίσης. Ο Trump δήλωνε προεκλογικά ότι θα ανέβαζε την αύξηση του ΑΕΠ «από 1% σε 4%. Και νοµίζω ότι µπορούµε να υπερβούµε το 4%. Νοµίζω ότι µπορούµε να φτάσουµε το 5% ή 6%». Αυτό αποδείχθηκε επιστηµονική φαντασία. Οι µειώσεις φόρου, σε συνδυασµό µε τις τεράστιες οµοσπονδιακές δαπάνες, βοήθησαν στην αύξηση της οικονοµικής ανάπτυξης στο 2,9% πέρυσι, αλλά τώρα η Fed προβλέπει µόνο 2,2% ανάπτυξη φέτος και 2% του χρόνου. Τα ποσοστά αυτά συµβαδίζουν µε την ανάπτυξη από το 2000, η οποία ήταν κατά µέσο όρο 2,1%. Αυτό που συνέβη δεν είναι µυστήριο. Ο Trump έχει εξαλείψει τα οφέλη από τις πρώτες επιτυχίες της πολιτικής του, εστιάζοντας στα βασικά µοτίβα της προεκλογικής εκστρατείας του, στους δασµούς και στη µετανάστευση, προσθέτοντας ένα στρώµα αβεβαιότητας και χάους στις πολιτικές του προθέσεις και αυξάνοντας το οµοσπονδιακό χρέος σε νέα υψηλά επίπεδα.
Είναι ξεκάθαρο γιατί οι οικονομικές επιτυχίες του Trump σταµάτησαν στις αρχές του 2018. Τότε ξεκίνησε τον εµπορικό πόλεµο κατά της Κίνας και, σε µικρότερο βαθµό, κατά του Μεξικού, του Καναδά και της Ευρώπης. Όπως και όλοι σχεδόν οι εµπορικοί πόλεµοι (και οι περισσότεροι πόλεµοι γενικώς), άρχισε µικρός και κλιµακώθηκε µέσω αντιποίνων που καµία πλευρά δεν ήταν πρόθυµη να σταµατήσει. Το αποτέλεσµα: Ο µέσος όρος των αµερικανικών δασµών στις κινεζικές εισαγωγές, που ήταν 3% στις αρχές του περασµένου έτους, µπορεί να αγγίξει το 24% µέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, ενώ και οι κινεζικοί δασµοί για τα εµπορεύµατα από τις ΗΠΑ θα ακολουθήσουν την ίδια πορεία.
Οι υψηλοί δασµοί πλήττουν τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ και αυτό το λένε οι διευθύνοντες σύµβουλοι. Μια έρευνα τον Σεπτέµβριο από το Conference Board, η οποία αποκάλυψε µια ραγδαία πτώση της εµπιστοσύνης των CEOs, έθεσε επίσης ένα ανοιχτό ερώτηµα σχετικά µε το για ποιο πράγµα ανησυχούν περισσότερο. Η κορυφαία απάντηση ήταν οι δασµοί και οι εµπορικοί πόλεµοι. Οι διαχειριστές προµηθειών λένε το ίδιο. «Το παγκόσµιο εµπόριο παραµένει το πιο σηµαντικό διατοµεακό ζήτηµα» λέει ο Timothy Fiore του Ινστιτούτου Διαχείρισης Προµηθειών (ISM). Ο τελευταίος Δείκτης Διαχειριστών Προµηθειών του ISM δείχνει ότι ο τοµέας της µεταποίησης συρρικνώνεται για τρίτο συνεχόµενο µήνα. «Η µεταποίηση που σχετίζεται µε την αυτοκίνηση επιβραδύνεται στις ΗΠΑ» δήλωσε ένα στέλεχος της βιοµηχανίας µετάλλου στο ISM. «Νοµίζω ότι βλέπουµε τις επιπτώσεις του πολέµου δασµών µε την Κίνα ενώ η µη υπογραφείσα συµφωνία (Συµφωνία ΗΠΑ – Μεξικού – Καναδά) αρχίζει να βλάπτει την εµπιστοσύνη των καταναλωτών, ειδικά στις µεγάλες αγορές. Οι εταιρείες επιβραδύνουν τις παραγγελίες / την παραγωγή αναλόγως». Το συγκεκριµένο διευθυντικό στέλεχος έχει δίκιο ως προς την εµπιστοσύνη των καταναλωτών – µειώνεται, ξεκάθαρα, και όταν το Πανεπιστήµιο του Μίσιγκαν ρώτησε τους καταναλωτές ως προς τις κύριες ανησυχίες τους, αυτοί ανέφεραν συχνότερα τους δασµούς και το εµπόριο. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, διότι οι καταναλωτικές δαπάνες είναι η δύναµη που διατηρεί την οικονοµία των ΗΠΑ σε τροχιά ανάπτυξης.
Το εµπόριο είναι αλληλένδετο µε τις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ, γεγονός που προκαλεί περαιτέρω ανησυχίες στους επιχειρηµατίες, καθώς βλέπουν τον Trump να αποξενώνει µακροχρόνιους συµµάχους-µέλη του ΝΑΤΟ και του G-7, τους Κούρδους στη Συρία, ακόµη και τον Καναδά. «Το διεθνές εµπόριο εκτελείται καλύτερα µε ισχυρές και αξιόπιστες σχέσεις µε τους συµµάχους» λέει ο Steve Caldeira, διευθύνων σύµβουλος της Οµοσπονδίας Οικιακών & Εµπορικών Προϊόντων, µιας κλαδικής οµάδας πίεσης. «Αυτό απαιτεί αµερικανική παγκόσµια ηγεσία, όχι υποχώρηση σε πολιτικές αποµονωτισµού». Η ηγεσία των ΗΠΑ βρίσκεται ήδη σε κίνδυνο, πιστεύει η Christine Lagarde, πρώην επικεφαλής του Διεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου και τώρα επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. «Ανατράφηκα ως πολίτης του κόσµου» δήλωσε στην εκποµπή «60 Minutes». «Αυτό που βλέπω είναι ότι οι Ηνωµένες Πολιτείες κινδυνεύουν να χάσουν την ηγεσία. Και αυτό θα ήταν µια τροµερή εξέλιξη».
Δεν είναι σαφές πόσο άσχηµα πλήττει ο εµπορικός πόλεµος την οικονοµική ανάπτυξη των ΗΠΑ, εν µέρει επειδή ο Trump εκτοξεύει και αποσύρει συνεχώς απειλές για νέους δασµούς, αυξάνει και µειώνει τους δασµούς που απειλεί ότι θα επιβάλει, ή αναστέλλει µια προγραµµατισµένη αύξηση δασµών, όπως έκανε πρόσφατα, επειδή οι διαπραγµατεύσεις είχαν καταλήξει σε «µια ουσιαστική συµφωνία πρώτης φάσης» µε την Κίνα, «υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα γραφτεί». Ο επικεφαλής οικονοµολόγος της UBS Seth Carpenter εξέδωσε µια ζοφερή πρόβλεψη τον Σεπτέµβριο, προβλέποντας ότι ο εµπορικός πόλεµος θα οδηγήσει την οικονοµική ανάπτυξη των ΗΠΑ στο 0,3% το δεύτερο τρίµηνο του επόµενου έτους.
Όποια και αν είναι η ζηµιά, ορισµένοι φοβούνται ότι µπορεί να παραµείνει για χρόνια. Η σύγκρουση δεν είναι καταστροφική µόνο στις ΗΠΑ. Επειδή περιλαµβάνει τις άλλες δύο µεγαλύτερες οικονοµίες του κόσµου, την Κίνα και την Ευρώπη, πλήττει το εµπόριο σε όλο τον κόσµο. Η παγκόσµια ανάπτυξη θα µειωθεί στο 3% το επόµενο έτος, προβλέπει το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο. Πρόκειται για την πιο χαµηλή ανάπτυξη µετά την οικονοµική κρίση. Ο νούµερο ένα λόγος; «Η αύξηση των εµπορικών φραγµών». Το πώς θα αποκλιµακώσει την ένταση ο Trump δεν είναι καθόλου σαφές. «Η διευθέτηση της δασµολογικής κατάστασης µε την Κίνα θα διαρκέσει πολύ» λέει µια πηγή µας µε πείρα επί των κινεζικών ζητηµάτων. «Δεν θα έπρεπε, αλλά αυτό θα γίνει. Ο Trump είναι ο άνθρωπος των δασµών και ένας θεός ξέρει τι θα κάνει µε τον υπόλοιπο κόσµο».
Εδώ έρχεται η εκπληξη για όσους θυµούνται γήπεδα γεµάτα µε οπαδούς του Trump να φωνάζουν «Χτίστε αυτό το τείχος!»: Δεν υπήρξαν σηµαντικές αλλαγές στον νόµο περί µετανάστευσης κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Trump. Επιπλέον, οι απελάσεις µειώνονται σηµαντικά σε σχέση µε την εποχή του Obama: περίπου 276.000 ετησίως επί Trump έναντι 383.000 επί Obama (το µεγαλύτερο νούµερο που κατεγράφη ποτέ). Όσο για το τείχος, έχουν αντικατασταθεί περίπου 60 µίλια από τον υπάρχοντα φράχτη κατά µήκος των µεξικανικών συνόρων µήκους 2.000 µιλίων, αλλά δεν έχει κατασκευαστεί κανένα τείχος κατά µήκος των µη φραγµένων τµηµάτων των συνόρων. Είναι η µεταναστευτική πολιτική του Trump µόνο ρητορεία; Όχι. Η µετανάστευση στις ΗΠΑ έχει πράγµατι µειωθεί. Το πρόβληµα είναι ότι, όπως συµφωνεί η συντριπτική πλειονότητα των οικονοµολόγων, αυτά είναι άσχηµα νέα για τις αµερικανικές επιχειρήσεις και την οικονοµία.
Περίπου 200.000 µετανάστες ήρθαν στις ΗΠΑ πέρυσι – οι λιγότεροι σε πάνω από µία δεκαετία. Το 2014, ο αριθµός ήταν πάνω από ένα εκατοµµύριο. Ο Trump πέτυχε αυτήν τη δραµατική µείωση χωρίς νέους νόµους, αυξηµένες απελάσεις ή κάποιο τείχος, εκµεταλλευόµενος τις διοικητικές εξουσίες που διαθέτει ο Πρόεδρος. Έχει χρησιµοποιήσει «εκατοντάδες ρυθµιστικές αλλαγές και πολλά άλλα εργαλεία» αναφέρει η Sarah Pierce του Ινστιτούτου Πολιτικής για τη Μετανάστευση, µιας µη κοµµατικής δεξαµενής σκέψης. Παραδείγµατος χάριν, έχει «αξιοποιήσει τις Υπηρεσίες Υπηκοότητας και Μετανάστευσης των ΗΠΑ και το υπουργείο Εξωτερικών για να αυξήσει τον έλεγχο των επίδοξων µεταναστών και να επιβραδύνει την είσοδό τους στις Ηνωµένες Πολιτείες» γράφει σε µια µελέτη σχετικά µε τις µεταναστευτικές πολιτικές του Trump.
Οι αµερικανικές επιχειρήσεις γενικά µισούν αυτές τις αλλαγές για προφανείς λόγους. Οι εταιρείες τεχνολογίας στη Σίλικον Βάλεϊ θέλουν να εργάζονται σε αυτές µετανάστες µε διδακτορικό δίπλωµα· ολόκληρος ο κλάδος τεχνολογίας των ΗΠΑ χρειάζεται τους µετανάστες. Μια έκθεση του 2018, µε βάση τα δεδοµένα της απογραφής του 2016, διαπίστωσε ότι το 71% των εργαζοµένων τεχνολογίας στη Σίλικον Βάλεϊ έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό. Και δεν είναι µόνο η τεχνολογία. Σχεδόν οι µισές από τις εταιρείες της λίστας Fortune 500 ιδρύθηκαν από µετανάστες στις ΗΠΑ ή από τα παιδιά τους, σύµφωνα µε το Κέντρο Αµερικανικής Επιχειρηµατικότητας, µια κοµµατικά ανεξάρτητη οργάνωση. Οι αγρότες σε ολόκληρη τη χώρα βασίζονται σε µετανάστες. Σε µια ευρύτερη κλίµακα, οι µετανάστες είναι ζωτικής σηµασίας για την οικονοµική ανάπτυξη των ΗΠΑ, διότι χωρίς αυτούς ο πληθυσµός θα συρρικνωθεί. Το ποσοστό γεννήσεων των ΗΠΑ µειώθηκε στο 1,73 ανά γυναίκα πέρυσι, το χαµηλότερο που υπήρξε ποτέ και πολύ χαµηλότερο από το ποσοστό αντικατάστασης που είναι 2,1. Χωρίς σηµαντική µετανάστευση, ο πληθυσµός των ΗΠΑ θα αρχίσει να µειώνεται, όπως συµβαίνει ήδη στην Ιαπωνία και την Ιταλία, παρασύροντας πιθανότατα και το ΑΕΠ προς τα κάτω. «Ο ευκολότερος τρόπος για την ενίσχυση της αύξησης του ΑΕΠ θα ήταν να επιτρέψουµε σε µεγάλο αριθµό ειδικευµένων µεταναστών να εισέλθει στη χώρα» λέει ο Steven Davis, καθηγητής Οικονοµικών στο Πανεπιστήµιο του Σικάγου. «Αλλά αυτό δεν βρίσκεται στην ηµερήσια διάταξη». Ένα σηµαντικό στοιχείο της µεταναστευτικής πολιτικής του Trump δεν έχει καµία σχέση µε συγκεκριµένους κανόνες ή διαδικασίες. Είναι η δηµιουργία ενός γενικευµένου φόβου ανάµεσα στους πιθανούς µετανάστες ότι, ακόµα και αν µπουν στις ΗΠΑ, µπορεί να µην τους επιτραπεί να παραµείνουν, και ακόµα και αν µπορέσουν να παραµείνουν, µπορεί να µην είναι ευπρόσδεκτοι.
Πάρτε για παράδειγµα µερικούς από τους πιθανούς µετανάστες µε τη µεγαλύτερη αξία και κίνητρο: όσους κάνουν αίτηση σε σχολές διοίκησης επιχειρήσεων των ΗΠΑ. Οι αιτήσεις από αλλοδαπούς φοιτητές έπεσαν κατά 14% φέτος, η πιο απότοµη πτώση σε αιτήσεις από το εξωτερικό µεταξύ όλων των χωρών, λέει το Graduate Management Admission Council. Αντίθετα, οι αλλοδαποί υποψήφιοι σε σχολές διοίκησης επιχειρήσεων στον Καναδά και στην Ευρώπη αυξήθηκαν. Η πτώση στις ΗΠΑ σχετίζεται µε την ανησυχία των φοιτητών σχετικά µε το πόσο καιρό θα τους επιτραπεί να παραµείνουν στη χώρα µετά την αποφοίτησή τους. Και θέτουν στους εαυτούς τους ένα σοβαρό ερώτηµα: “Είµαι ευπρόσδεκτος εδώ;”».
ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ
ο Donald Trump υπερηφανεύεται ότι είναι απρόβλεπτος. Λέει εδώ και χρόνια ότι είναι ένα βασικό στοιχείο της διαπραγµατευτικής στρατηγικής του και έγραψε στο βιβλίο του «Crippled America»: «Δεν θέλω οι άνθρωποι να ξέρουν ακριβώς τι κάνω ή τι σκέφτοµαι. Μου αρέσει να είµαι απρόβλεπτος». Αυτό το στιλ το έφερε στον Λευκό Οίκο, αντιστρέφοντας θέσεις σε τόσο σοβαρά θέµατα όπως το ΝΑΤΟ (είναι ξεπερασµένο· όχι, δεν είναι), η Κίνα (είναι νοµισµατικός χειραγωγός· όχι, δεν είναι), η Τράπεζα Εξαγωγών-Εισαγωγών (είναι άχρηστη· όχι, είναι καλή), και πολλά άλλα. Αλλά ο Πρόεδρος είναι κάτι περισσότερο από διαπραγµατευτής. Είναι επίσης, µεταξύ άλλων, ο βασικός φορέας άσκησης πολιτικής της Αµερικής, και σε αυτόν τον ρόλο ο απρόβλεπτος χαρακτήρας µπορεί να θεωρηθεί αναξιοπιστία. Ο Trump έχει αυξήσει δραµατικά την αβεβαιότητα αναφορικά µε την πολιτική των ΗΠΑ σχετικά µε πολλαπλά ζητήµατα, και αρκετά στοιχεία δείχνουν ότι βλάπτει σηµαντικά την οικονοµία και τις επιχειρήσεις. Η αβεβαιότητα πολιτικής έχει µετρηθεί ήδη από το 1985 από οικονοµολόγους του Πανεπιστηµίου Northwestern, του Πανεπιστηµίου του Στάνφορντ και του Πανεπιστηµίου του Σικάγου, οι οποίοι δηµιούργησαν έναν ευρέως χρησιµοποιούµενο δείκτη µηνιαίας αβεβαιότητας πολιτικής, βασισµένο στην υπολογιστική ανάλυση ειδησεογραφικών άρθρων. Στη διοίκηση του Trump, η αβεβαιότητα της οικονοµικής πολιτικής έχει επιταχυνθεί σε επίπεδα που δεν είχαν εµφανιστεί προηγουµένως παρά µόνο σε κρίσεις (την 11η Σεπτεµβρίου, τη χρηµατοπιστωτική κρίση, το «κλείσιµο» της κυβέρνησης το 2013). Αυτό είναι πρόβληµα επειδή η αβεβαιότητα πλήττει τις οικονοµίες. Όλοι γνωρίζουµε από την εµπειρία µας ότι η αβεβαιότητα παραλύει, αλλά, αν δεν είστε πεπεισµένοι ως προς αυτό, υπάρχει και ένα µεγάλο σύνολο οικονοµικών ερευνών για να σας πείσει.
Πολλές µελέτες δείχνουν ότι οι εταιρείες επενδύουν λιγότερο και προσλαµβάνουν λιγότερο όταν η αβεβαιότητα είναι υψηλή. Καθώς οι εταιρείες σταµατούν να ανακατανέµουν το κεφάλαιο και την εργασία, η παραγωγικότητα και η παραγωγή επιβραδύνονται. Και καθώς η µεγαλύτερη αβεβαιότητα παγώνει την επιχειρηµατική δραστηριότητα, υπονοµεύει επίσης τις προσπάθειες για την επίλυση του προβλήµατος επειδή κάνει τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις να ανταποκρίνονται λιγότερο στις περικοπές των επιτοκίων και των φόρων. Εποµένως, είναι πιθανό η αβεβαιότητα που προκαλείται από τον Trump να αναιρεί τον θετικό αντίκτυπο της περικοπής φόρων και της µείωσης των επιτοκίων από τη Fed. Το αποτέλεσµα είναι µια σηµαντικά βραδύτερη οικονοµική ανάπτυξη. Οι οικονοµολόγοι της Fed προσδιόρισαν πρόσφατα ότι η αβεβαιότητα της εµπορικής πολιτικής µείωσε το ΑΕΠ κατά 0,8% στα µέσα του 2019 και θα το µειώσει κατά 1% µέχρι τα µέσα του 2020.
XΡΕΗ & ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ
οι ΗΠΑ έχουν εισέλθει σε μια ανεξερεύνητη οικονοµική περιοχή τα τελευταία τρία χρόνια, καθώς το Κογκρέσο και ο Πρόεδρος Trump βύθισαν την οµοσπονδιακή κυβέρνηση πολύ πιο βαθιά µέσα στο χρέος, ενώ η οικονοµία αναπτύσσεται. Τα υπερµεγέθη οµοσπονδιακά ελλείµµατα είναι συνήθης πρακτική στις περιόδους ύφεσης, αλλά όχι κατά τη διάρκεια των οικονοµικών επεκτάσεων. Ωστόσο, αµέσως µετά τον Νόµο περί Φορολογικών Περικοπών και Απασχόλησης, το Κογκρέσο πέρασε νόµους µεγέθυνσης των δαπανών, οι οποίοι, µαζί µε τις φορολογικές περικοπές, πολλαπλασίασαν το έλλειµµα. Η Maya MacGuineas, πρόεδρος της µη κοµµατικής Επιτροπής για έναν Υπεύθυνο Οµοσπονδιακό Προϋπολογισµό, το ονόµασε «δηµοσιονοµική ατασθαλία». Τον περασµένο Ιούλιο, το Κογκρέσο ψήφισε έναν άλλο νόµο αύξησης των δαπανών το οποίο η MacGuineas δήλωσε ότι «µπορεί να καταλήξει να είναι η χειρότερη συµφωνία για τον προϋπολογισµό στην ιστορία του έθνους µας». Το αποτέλεσµα, όπως προβλέπει το Γραφείο Προϋπολογισµού του Κογκρέσου, είναι ετήσια ελλείµµατα τρισεκατοµµυρίων δολαρίων τουλάχιστον για την επόµενη δεκαετία. Το οµοσπονδιακό χρέος και τα ελλείµµατα είναι ένα µακροπρόθεσµο πρόβληµα που πιθανότατα δεν θα βλάψει τις επιχειρήσεις φέτος ή του χρόνου. Αλλά δεν µπορεί να αποφευχθεί για πάντα. «Υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πώς το επιλύεις» λέει ο Holtz-Eakin. «Αν το κάνεις αυτό µε µια κρίση δηµοσίου χρέους, αυτή δεν είναι µια στρατηγική ανάπτυξης. Οι υψηλοί φόροι δεν είναι στρατηγική ανάπτυξης. Η λύση δεν θα είναι καλή και είναι θέµα χρόνου να κληθούµε να το αντιµετωπίσουµε».
Δεν θα ήταν δύσκολο για τον Trump να µεταµορφωθεί ξανά σε έναν Πρόεδρο ο οποίος θα είναι καλός για τις επιχειρήσεις. «Όταν βρίσκεστε µέσα σε µια τρύπα, σταµατήστε να σκάβετε» συµβουλεύει ο Matthew Slaughter της Σχολής Tuck. Οι επιχειρηµατίες θα λάτρευαν µια µεταναστευτική πολιτική που δίνει προτεραιότητα στην αξία που µπορούν να φέρουν οι µετανάστες στην οικονοµία και όχι στην αποµάκρυνση των ανθρώπων. Θέλουν πράγµατι η Κίνα να σταµατήσει τη βίαιη απόσπαση της τεχνολογίας και της πνευµατικής ιδιοκτησίας των ΗΠΑ, αλλά δεν θέλουν η αµερικανική οικονοµία να κρατηθεί όµηρος στην πορεία. Και θα ήθελαν όλα να γίνουν µε σταθερό, ορθολογικό, προβλέψιµο τρόπο, που είναι ο τρόπος µε τον οποίο προσπαθούν να διοικήσουν τις επιχειρήσεις τους. Το να το κάνεις αυτό δεν φαίνεται περίπλοκο στη θεωρία. Αλλά στην πράξη φαίνεται σχεδόν αδύνατο. Οι θέσεις του Trump σχετικά µε τη µετανάστευση και το εµπόριο ήταν τα κεντρικά µοτίβα της εκστρατείας του το 2016, και όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι θα είναι τουλάχιστον εξίσου σηµαντικά το 2020. Η έλλειψη προβλεψιµότητας είναι µέρος της ουσίας του. Το να ζητάς να αλλάξει οποιοδήποτε από αυτά τα πράγµατα θα ήταν σαν να του ζητούσες να αποκηρύξει ό,τι τον έφερε στον Λευκό Οίκο, όταν όλοι οι ειδικοί στον πλανήτη έλεγαν ότι δεν µπορούσε να τα καταφέρει. Δεν πρόκειται να αλλάξει πορεία.
Και για τους επιχειρηµατίες, ο σηµερινός Trump δεν είναι πλέον ο φίλος τους που υπήρξε για λίγο…
*Το κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.