Γιατί οι οίκοι αξιολόγησης αναβάλλουν την επενδυτική βαθμίδα
- 26/03/2023, 12:59
- SHARE
Του Τάσου Δασόπουλου
Σε στάση αναμονής βρίσκονται οι οίκοι αξιολόγησης πριν κάνουν την κρίσιμη αναβάθμιση που θα φέρει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα έπειτα από 12 χρόνια, παρακολουθώντας τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά και τη ραγδαία αυξανόμενη αβεβαιότητα που κυριαρχεί λόγω των προβλημάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής από ΕΚΤ και Fed.
Οι τρεις αξιολογήσεις που έκαναν από την αρχή του μήνα οι οίκοι Scope, DBRS και Moody’s είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Και οι τρεις άνοιξαν την πόρτα της αναβάθμισης, αναθεωρώντας την αξιολόγηση της οικονομίας από “σταθερή” σε “θετική”, αλλά κανείς τους δεν προχώρησε σε αναβάθμιση. Στα σχόλια με τα οποία συνόδευαν την αξιολόγησή τους οι οίκοι αξιολόγησης παραδέχονταν επίσης ότι η Ελλάδα συνεχίζει να προχωρά προς τη σωστή κατεύθυνση, μειώνοντας χρέος, έλλειμμα και κόκκινα δάνεια. Σε ό,τι αφορά τις εκλογές, από τις παρατηρήσεις τους προκύπτει ότι δεν νοιάζονται τόσο για τις εκλογές αναφορικά με τον αριθμό των αναμετρήσεων ή το αν η κυβέρνηση που προκύψει θα είναι αυτοδύναμη ή συνεργασίας όσο για το αν και κατά πόσο θα ακολουθήσει την ίδια πολιτική σε ό,τι αφορά τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η βάση για την κρίσιμη αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα είναι θετική. Συγκεκριμένα, η ελληνική πλευρά έχει να παρουσιάσει για το 2022 υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στο 5,9%, αντί 5,5% που προέβλεπε η Επιτροπή. Επίσης, ετοιμάζεται να αναθεωρήσει τον ρυθμό ανάπτυξης για φέτος, από το 1,8% που προβλέπει ο Προϋπολογισμός του 2023, στο 2,3% (η πρόβλεψη της Κομισιόν για φέτος θέλει την ανάπτυξη στο 1,2%) και τον ετήσιο πληθωρισμό από το 5% στο 4,5%.
Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2022 αναμένεται να κλείσει και επίσημα (με πιστοποίηση και της Eurostat) τον Απρίλιο στο 1% του ΑΕΠ, από 1,6% του ΑΕΠ που προέβλεπε ο Προϋπολογισμός. Επίσης, για το 2023, η οικονομία όχι μόνο θα επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα (ο Προϋπολογισμός προβλέπει 0,7% του ΑΕΠ), αλλά θα κάνει νέα υπέρβαση, σχηματίζοντας πλεόνασμα μεγαλύτερο από 1% του ΑΕΠ.
Η σιγουριά για το χρέος
Ακούγεται παράδοξο, αλλά το κομμάτι για το οποίο εκφράζονται με σιγουριά οι οίκοι αξιολόγησης είναι το δημόσιο χρέος, το οποίο θεωρητικά είναι το πιο αδύνατο κομμάτι στα δημοσιονομικά της χώρας. Ωστόσο η μείωσή του κατά 48% του ΑΕΠ, από το 206% το 2020 στο 158% που ΑΕΠ που αναμένεται να φτάσει στο τέλος του χρόνου, δίνει μια αίσθηση βιωσιμότητας. Την αίσθηση αυτή ενισχύουν οι χαμηλές υποχρεώσεις χρηματοδότησης (κάτω από 10% του ΑΕΠ για φέτος) και τα πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, που ξεπερνούν τα 35 δισ. ευρώ σήμερα. Θετικά αποτιμάται επίσης και το γεγονός ότι τα 2/3 του συνολικού χρέους, δηλαδή τα 240 από τα συνολικά 357 δισ., βρίσκονται στα χέρια του επίσημου τομέα (κυρίως του EFSF/ESM). Συνεπώς, βρίσκεται έξω από τη διαπραγμάτευση στις αγορές, ενώ το υπόλοιπό του, μέσω διαχειριστικών πράξεων, είναι σε σταθερά επιτόκια λίγο πάνω από το 1%. Ακόμα και στην − απίθανη− περίπτωση μιας νέας πανευρωπαϊκής κρίσης χρέους, οι οίκοι αξιολόγησης έχουν στην ατζέντα τους ότι οι εταίροι της Ελλάδας έχουν εγγυηθεί ότι θα προχωρήσουν σε νέα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Το κρίσιμο στοίχημα
Αντίθετα, πηγή ανησυχίας είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Ένα από τα βασικά σημεία της κάθε αξιολόγησης είναι η πορεία των κόκκινων δανείων, τα οποία η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει από το 44% του συνόλου το 2019 στο 9,8% στο τέλος του 2022 και με προοπτική περαιτέρω μείωσης, στο 5% μέχρι και το τέλος του 2023.
Οι οίκοι αξιολόγησης περιμένουν να δουν την ανθεκτικότητα τόσο των ελληνικών τραπεζών όσο και των δανειοληπτών στις διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, η οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, δεν αναμένεται να σταματήσει τις αυξήσεις πριν τα επιτόκια του ευρώ φτάσουν στο 4,75% ή ακόμα και το 5%. Τούτο, με δεδομένο ότι τόσο οι Βρυξέλλες όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος έχουν προβλέψει ένα νέο κύμα −έστω και περιορισμένο− από κόκκινα δάνεια.
Αν οι τράπεζες συνεχίσουν να μειώνουν τα κόκκινα δάνεια από τους ισολογισμούς τους και για τα επόμενα τρίμηνα, πλέον η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα θα είναι θέμα χρόνου και θα πρέπει να αναμένεται από τα μέσα του χρόνου και μετά.
Μια άλλη παράμετρος του θέματος “τράπεζες” για τους οίκους αξιολόγησης είναι και οι κίνδυνοι που θα αντιμετωπίσουν οι εμπορικές τράπεζες αν τελικά η χρηματοπιστωτική κρίση, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, με την κατάρρευση της SVB Signature και εμφανίστηκε στην Ευρώπη μέσω της Credit Suisse, πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις.
Πότε έρχονται οι επόμενες αξιολογήσεις
Από εδώ και πέρα, υπάρχουν άλλα 7 κρίσιμα ραντεβού με τους οίκους αξιολόγησης που μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Συγκεκριμένα:
– Στις 21 Απριλίου κάνει την πρώτη αξιολόγηση για φέτος ο οίκος Standard & Poor’s, o οποίος αναβάθμισε τον περασμένο Απρίλιο την Ελλάδα στη βαθμίδα “ΒΒ+”. Σε αυτή την ημερομηνία επικεντρώνονται οι προσδοκίες για την πρώτη αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα.
– Στις 9 Ιουνίου είναι προγραμματισμένη η δεύτερη αξιολόγηση της Fitch. Σε αυτήν αναμένουμε την αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας από “σταθερή” σε “θετική”, που αποτελεί προοίμιο νέας αναβάθμισης.
– Στις 4 Αυγούστου, μετά τις εκλογές, θα έχουμε νέα αξιολόγηση από τη Scope, η οποία μάλλον θα κάνει την κίνησή της αναβαθμίζοντας την οικονομία στην επενδυτική βαθμίδα. Η εξέλιξη θα έχει θετικό αντίκτυπο ως κλίμα, αλλά ο συγκεκριμένος οίκος δεν αναγνωρίζεται από την ΕΚΤ.
– Στις 8 Σεπτεμβρίου έρχεται η δεύτερη αξιολόγηση από την DBRS, η οποία είναι αναγνωρισμένη από την ΕΚΤ. Στις 15 του ίδιου μήνα έχουμε τη δεύτερη αξιολόγηση από τη Moody’s.
– Στις 20 Οκτωβρίου έχουμε τη δεύτερη αξιολόγηση από τον οίκο Standad & Poor’s.
– Ο κύκλος των αξιολογήσεων για φέτος κλείνει με την τρίτη αξιολόγηση της Fitch την 1η Δεκεμβρίου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ:
Πηγή: capital.gr