Γλέζος: «Αν θέλει η Μέρκελ, είμαστε διατεθειμένοι να συνεργαστούμε»
- 21/01/2015, 20:51
- SHARE
Δεν θα υπαναχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων, δήλωσε ο Μανώλης Γλέζος σε συνέντευξη του στη «Deutsche Welle».
Για αλλαγή στάσης από την πλευρά των Ευρωπαίων σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ και τις εκλογές, επειδή συνειδητοποιήθηκε η απόφαση του λαού «να κάνει την ανατροπή», μιλάει ο ευρωβουλευτής του κόμματος Μανώλης Γλέζος και τονίζει ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υποταχθεί σε παράλογα σχέδια. Δηλώνει δε ότι το κόμμα του είναι διατεθειμένο να συνεργαστεί με το Βερολίνο, «αν το θέλει και η κυβέρνηση Μέρκελ» και επιμένει στην διεκδίκηση των πολεμικών αποζημιώσεων.
«Όταν κατανόησαν ότι είναι ριζωμένη η πεποίθηση μέσα στο λαό να κάνει την ανατροπή, ν’ αλλάξει την πορεία της χώρας, να την κάνει ελεύθερη και ανεξάρτητη, να την κάνει χώρα των πολιτών της, ακολούθησαν την πολιτική που είχε ακολουθήσει το 1824 ο (καγκελάριος της Αυστρίας) Μέτερνιχ. Ο Μέτερνιχ πολέμησε όσο μπορούσε την επανάσταση του 1821. Όταν όμως είδε ότι δεν μπορούν να τη νικήσουν την επανάσταση, άλλαξε πολιτική και τους έδωσε (στους Έλληνες) το 1824 το πρώτο δάνειο. Από τότε υποδουλωθήκαμε. Αυτό πρέπει εμείς να σκεφτούμε», δηλώνει ο κ. Γλέζος στην ελληνική υπηρεσία της Deutsche Welle, αναφερόμενος στην αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενόψει των εκλογών.
Ο συντάκτης επισημαίνει πάντως ότι το τελευταίο διάστημα και ο ΣΥΡΙΖΑ «παρουσιάζει μια πιο διαλλακτική στάση, προπαντός σε θέματα που αφορούν την αντιμετώπιση του χρέους», με τον κ. Γλέζο να παραδέχεται ότι πράγματι η γλώσσα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι «ξύλινη», αλλά και να τονίζει ότι η βασική γραμμή δεν έχει αλλάξει. «Δεν πρόκειται εμείς να αποστούμε από αυτό που έχουμε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό. Στραγγάλισαν τον ελληνικό λαό για να σώσουν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Του πήραν ό,τι και αν είχε. Του έκοψαν τους μισθούς, του έκοψαν τις συντάξεις, του χαμήλωσαν τα μεροκάματα. Αυτά οπωσδήποτε θα τα πάρει πίσω ο λαός. Σε ό,τι αφορά τους δανειστές, απλά λέμε, ελάτε αν θέλετε να το κουβεντιάσουμε, επισημαίνει ο Μανώλης Γλέζος και προσθέτει: «Δεν μπορούμε να υποταχθούμε σε σχέδια παράλογα», για να επισημάνει, αναφερόμενος στο ενδεχόμενο οι δανειστές να ζητήσουν μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: «Θα εφαρμόσουμε αυτό που είπε ο Πλούταρχος: ‘το δανείζεσθαι της εσχάτης παραφροσύνης και μαλακίας εστίν!».
Σε ό,τι αφορά τις ελληνογερμανικές σχέσεις, ο κ. Γλέζος «αφήνει να εννοηθεί ότι μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανοιχτή στη συνεργασία, την πρωτοβουλία όμως θα πρέπει να την αναλάβει το Βερολίνο» και δηλώνει σχετικά: «Αν το θέλει η κυβέρνηση Μέρκελ, μπορούμε να συνεργαστούμε, αν δεν το θέλει, δεν θα συνεργαστούμε. Εμείς είμαστε διατεθειμένοι».
Το «αγκάθι» ωστόσο αυτής της σχέσης, αναφέρει ο συντάκτης, είναι το ζήτημα των αποζημιώσεων, των επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου – δηλαδή θέματα τα οποία, όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν τα έχει θέσει ως σήμερα στην ελληνογερμανική ατζέντα. «Μπορούν όμως να διεκδικηθούν οι αποζημιώσεις και οι επανορθώσεις από τη στιγμή που το 1990 τα τότε δύο γερμανικά κράτη και οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία) υπέγραψαν συνθήκη για την ενοποίηση της Γερμανίας, που συνιστά συνθήκη ειρήνης; Εφόσον δεν έχουν διατυπωθεί κατόπιν διεκδικήσεις από την Ελλάδα, δεν θα πρέπει το θέμα να θεωρείται λήξαν;», διερωτάται ο συντάκτης, για να απαντήσει ο Μανώλης Γλέζος: «Συνθήκη ειρήνης δεν έχει υπογράψει η Γερμανία. Μας έχει επιβάλει μια συνθήκη μη εμπόλεμης κατάστασης. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί όταν υπογράψει συνθήκη ειρήνης, επειδή είναι νομότυπη, αμέσως θα εξοφλήσει αυτά που οφείλει».
Ο συντάκτης πάντως επισημαίνει ότι «είναι αδιανόητο μια γερμανική κυβέρνηση να ανοίξει ένα τέτοιο θέμα και να διαπραγματευτεί μια συνθήκη ειρήνης με τις περίπου 50 χώρες που της είχαν κηρύξει πόλεμο», αλλά ο κ. Γλέζος δεν συμφωνεί και δηλώνει πεπεισμένος ότι μπορεί να επιτευχθεί μια συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας με την καγκελάριο Μέρκελ. «Πιστεύω ότι ο γερμανικός λαός θα την πείσει να αλλάξει στάση», καταλήγει.