Γνωρίζοντας από κοντά έναν θρύλο: Πώς το Grand-Hôtel du Cap-Ferrat επιβίωσε και αναπτύχθηκε μέσα στην πανδημία

Γνωρίζοντας από κοντά έναν θρύλο: Πώς το Grand-Hôtel du Cap-Ferrat επιβίωσε και αναπτύχθηκε μέσα στην πανδημία
Ο γενικός διευθυντής του Grand-Hôtel du Cap-Ferrat, ενός από τα πιο εμβληματικά ξενοδοχεία στη Γαλλική Ριβιέρα, συζητά την ιστορία του, τη ζωή κατά τη διάρκεια της Covid-19 και τις προβλέψεις του για το μέλλον της φιλοξενίας πέντε αστέρων.

Από τον Κώστα Παναγάκη*

Από την έναρξη της πανδημίας, τα ξενοδοχεία σε όλο τον κόσμο αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν σε μια «νέα κανονικότητα». Παρά τη γρήγορη και δυναμική δράση, λίγοι μπορούσαν να προετοιμαστούν για το πόσες παραλλαγές της «κανονικότητας» θα προέκυπταν. Έπειτα από κλείσιμο, lockdown, επαναλειτουργία, φαίνεται ότι η μόνη βεβαιότητα για τον κλάδο είναι μια διαρκής κατάσταση αβεβαιότητας. Ωστόσο, μέσα στο χάος, ορισμένα ξενοδοχεία έχουν βγει πιο δυνατά από ποτέ. Για τον François-Régis Simon, το Grand-Hôtel du Cap-Ferrat, της αλυσίδας Four Seasons, είναι ένα από αυτά.

Το Grand-Hôtel du Cap-Ferrat βρίσκεται στο Saint-Jean-Cap-Ferrat, στη λαμπερή Γαλλική Ριβιέρα, και είναι ένα πολιτιστικό και ιστορικό ορόσημο. Χτισμένο στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι το στολίδι του στέμματος σε μια περιοχή που φημίζεται ως κοσμοπολίτικο καταφύγιο για τους εύπορους. Με 74 δωμάτια και σουίτες, μια ιδιωτική βίλα, ένα εστιατόριο με αστέρι Michelin και μία πισίνα, το Cap-Ferrat θέτει τα πρότυπα για τις βασικές προσφορές πολυτέλειας. Εξαγοράστηκε από τον όμιλο Four Seasons το 2005 και, σήμερα, συνεχίζει τη γράφει τη δική του ιστορία του στη φιλοξενία υψηλών προδιαγραφών.

Όπως όλα τα μέλη της ταξιδιωτικής βιομηχανίας, ο κορωνοϊός ανάγκασε την ομάδα πίσω από το Cap-Ferrat να προβληματιστεί, να επανεκτιμήσει και να προσαρμοστεί. Από την πρώτη γραμμή του operation, ο Simon έχει δει από κοντά τις επιπτώσεις της πανδημίας στο ξενοδοχείο του. «Αν ρίξετε μια προσεκτική ματιά στο τι συνέβη τα τελευταία δύο χρόνια στο Cap-Ferrat», θυμάται μέσω της κλήσης Zoom, «όλα συνδέονται με τον τρόπο που λειτουργούμε».

Το Cap-Ferrat είναι ένα εποχικό ξενοδοχείο 5 αστέρων που λειτουργεί από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο. «Το 2020, όταν το πρώτο ξέσπασμα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο στις αρχές Μαρτίου, μόλις είχαμε ανοίξει για τη σεζόν και έπρεπε να κλείσουμε έπειτα από δύο εβδομάδες», λέει ο Simon. Η συνηθισμένη ροή επισκεπτών από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Βραζιλία ήταν πλέον κλειδωμένη στο σπίτι, με την πολύ σημαντική καλοκαιρινή σεζόν να έχει εκμηδενιστεί.

Ωστόσο, αντί να δημιουργεί μεγάλες διαταραχές, η εποχικότητα του Cap-Ferrat θα αποδεικνυόταν ανεκτίμητη ως προς την ικανότητά του να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της πανδημίας. «Ως εποχικό ξενοδοχείο, έχουμε μια ομάδα μόνιμου προσωπικού», αναφέρει ο Ferrat, «η οποία τριπλασιάζεται σε αριθμό κατά την καλοκαιρινή περίοδο». Ενώ άλλα ξενοδοχεία αντιμετώπιζαν μαζικές απολύσεις και θέματα αναδιάρθρωσης, το Cap-Ferrat κατάφερε να μειώσει το εργατικό του δυναμικό πολύ γρήγορα. «Καταφέραμε να θέσουμε τα πάντα σε κατάσταση αναμονής και να βασιστούμε στη μόνιμη ομάδα μας. Αυτό περιόρισε δραματικά τον αριθμό των ατόμων που θα προσλαμβάναμε για τη σεζόν, κάτι που, από οικονομική άποψη, μας επέτρεψε να κρατήσουμε το κεφάλι μας πάνω από το νερό».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η περιοδικότητα στη λειτουργία είναι βαθιά ριζωμένη στην ιστορία του ξενοδοχείου. Τον 19ο αιώνα, η Γαλλική Ριβιέρα ήταν ένας διάσημος χειμερινός προορισμός για την ελίτ. Καθώς τα ταξίδια έγιναν πιο προσιτά και οι μεταφορές πιο αποτελεσματικές, το Cap-Ferrat αναδείχθηκε σε ένα ειδυλλιακό παραθαλάσσιο καταφύγιο. Όσο αναπτυσσόταν ένα νέο στιλ εποχικού τουρισμού, τόσο μεγάλωνε και η φήμη του Grand-Hôtel, μαρτυρώντας τις συνεχείς αλλαγές στον κλάδο της φιλοξενίας.

Η πανδημία δεν είναι η πρώτη φορά που ένα παγκόσμιο γεγονός σταματά το Cap-Ferrat, ούτε είναι το πρώτο του lockdown. Μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ξενοδοχείο έκλεισε για έξι χρόνια, η περιοχή έγινε η πρώτη γραμμή για τις συμμαχικές μάχες. Μόλις άνοιξε ξανά, συνέχισε τη λαμπρή πορεία του προς το κύρος και την πολυτέλεια, και έγινε το σπίτι προσωπικοτήτων όπως ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Το 2011, το Cap-Ferrat αναγνωρίστηκε ως «Palace de France» από τη γαλλική κυβέρνηση, εδραιώνοντας τη θέση του στην κορυφή της ιεραρχίας της φιλοξενίας της χώρας.

Τώρα, με την καλοκαιρινή σεζόν του 2021 να έχει ολοκληρωθεί, ο Simon αναλογίζεται τις επιτυχίες της ομάδας του και μια αγορά που απολαμβάνει την επιστροφή του τουρισμού. «Για το δεύτερο κύμα της πανδημίας, ξέραμε καλύτερα και ήμασταν πιο προετοιμασμένοι», σημειώνει. «Όταν ανοίξαμε τον Μάιο, οι αριθμοί εμβολιασμών αυξάνονταν και το μήνυμα από τους επισκέπτες ήταν ξεκάθαρο: “Είμαστε πλήρως εμβολιασμένοι και θέλουμε να επιστρέψουμε στα ταξίδια”. Με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης, η αγορά επέστρεψε και το Cap-Ferrat κατέγραψε τα ίδια μεγέθη με τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2019». Ωστόσο, με την πανδημία να συνεχίζεται, σε καμία περίπτωση δεν είναι «business as usual» για τον Simon. Η κίνηση προς τη διαφοροποίηση, την καινοτομία και την προσαρμογή συνεχίζεται ενόψει των νέων ταξιδιωτικών τάσεων και κανόνων. «Οι άνθρωποι είναι σε lockdown εδώ και δύο χρόνια. Θέλουν να επωφεληθούν από το να είναι έξω, να απολαμβάνουν τη φύση και να ασχολούνται με σπορ». Χρησιμοποιώντας τα 17-18 στρέμματα γης του ακινήτου, το ξενοδοχείο ενισχύει τώρα την εστίασή του στον τομέα αναψυχής, καλύπτοντας αυτό που ο Simon εύστοχα περιγράφει ως «travel revenge»: έντονη προθυμία να ξεφύγουμε στην ύπαιθρο.

Το Cap-Ferrat είναι ένα εποχικό ξενοδοχείο 5 αστέρων που λειτουργεί από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο.
Το Cap-Ferrat είναι ένα εποχικό ξενοδοχείο 5 αστέρων που λειτουργεί από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο.

Αυτό σηματοδοτεί ένα άλλο πλεονέκτημα που απολάμβανε το Cap-Ferrat έναντι των ανταγωνιστών του: τη θέση του ως προορισμός διακοπών. «Ως γενικός διευθυντής, νιώθω πολύ καλύτερα που απασχολούμαι σε ένα leisure προορισμό έναντι ενός corporate. Τα επαγγελματικά ταξίδια έχουν επηρεαστεί πολύ άσχημα από την πανδημία και υπάρχει ακόμα μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον».

Ενώ έχει καταγραφεί ανάκαμψη σε σχήμα V σε διάφορες περιοχές σε όλη την Ευρώπη, τα εταιρικά ταξίδια και τo MICE παραμένουν ασταθή. «Οι άνθρωποι θα χρειαστεί να συνδεθούν πρόσωπο με πρόσωπο κάποια στιγμή» λέει ο Simon. «Αλλά το να συναντηθώ με κάποιον πέρα από τον Ατλαντικό για μια συνάντηση δύο ωρών, δεν βλέπω ότι θα επιστρέψει στα προ-πανδημίας επίπεδα για κάποιο χρονικό διάστημα».

Η ιδιωτική αγορά πολυτελείας, ωστόσο, έχει σημειώσει ισχυρά επίπεδα ανάκαμψης, εν μέρει λόγω της βασικής προσφοράς της: της απομόνωσης. «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να έρχονται σε επαφή με πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους», επισημαίνει ο Simon. «Δεν θέλουν να μείνουν σε μεγάλα ξενοδοχεία για να προστατεύσουν τις οικογένειές τους». Κατά συνέπεια, οι διαμονές και η ζήτηση για ιδιωτικές βίλες έχουν επεκταθεί ραγδαία.

Ανταποκρινόμενο στην εποχή, το Cap-Ferrat προσφέρει τη Villa Rose-Pierre, ένα κομψό αρχοντικό φωλιασμένο σε έναν ιδιωτικό κήπο ενός στρέμματος με πισίνα, γήπεδο τένις και κήπους. «Για τα επόμενα πέντε χρόνια, οι ιδιωτικές βίλες θα είναι η νέα ροή εσόδων», προβλέπει ο Simon, καθώς η πανδημία εδραιώνει σταθερά τη ζήτηση για χώρο και ιδιωτικότητα. Σε μια αγορά που καθορίζεται από την κίνηση των ανθρώπων και την αλλαγή των εποχών, μια περίοδος αδράνειας δύο ετών μπορεί να είναι σεισμική ως προς τις επιπτώσεις της. Για το Grand-Hôtel du Cap-Ferrat, όμως, τα θεμέλια παραμένουν γερά και σταθερά. Βασισμένο σε έναν αιώνα ιστορίας, ενισχυμένο από την κορυφαία διαχείριση του François-Régis Simon, το Cap-Ferrat ατενίζει το μέλλον, σε έναν κόσμο μετά την πανδημία, με άπλετη εμπιστοσύνη.

*Ο Κώστας Παναγάκης είναι Διευθύνων Σύµβουλος της Travelworks Public Relations

**Το άρθρο δημοσιεύεται στο νέο Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα