Goldman Sachs για ελληνικές τράπεζες: Από το ρίσκο στην ανάπτυξη
- 17/02/2022, 11:38
- SHARE
Ψήφο εμπιστοσύνης παρέχει στις ελληνικές τράπεζες με έκθεσή του, που δημοσιεύτηκε σήμερα Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου υπό τον τίτλο «From Risk to Growth», ο επενδυτικός οίκος Goldman Sachs.
Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η αμερικανική τράπεζα, τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κινούνται σε τροχιά επίτευξης ισχυρής απόδοσης σε ό,τι αφορά τον δείκτη ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (ROTE) – έπειτα από περίπου 15 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων έλαβε χώρα μια μεγάλη προσπάθεια εξυγίανσης των ισολογισμών τους.
Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) θα αγγίξουν μονοψήφια νούμερα το 2022 και, κατόπιν απορρόφησης του κινδύνου, οι ελληνικές τράπεζες θα μεταβούν προς ένα στάδιο ανάπτυξης του ισολογισμού τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο δείκτης ROTE αναμένεται να σημειώσει βελτίωση από 5% το 2021 στο πολυπόθητο 8% το 2023, δεδομένου ότι:
α)Το κόστος κινδύνου θα μειωθεί από τις 90 μονάδες βάσης το 2021 στις 60 μονάδες βάσης την περίοδο 2022 – 2024
β)Η πιστωτική επέκταση θα παρουσιάσει σύνθετο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 6,5% (CAGR), ήτοι στο 1,4x του ονομαστικού ΑΕΠ το διάστημα 2021 – 2024, και
γ)τα λειτουργικά κέρδη θα ενισχυθούν χάρη στον έλεγχο των δαπανών.
Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια θα συμβάλουν στην αύξηση των εσόδων από τόκους, με κάθε αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων κατά 25 μονάδες βάσης να προσθέτει 2% στο κατώτατο όριο, γεγονός που θα αντισταθμίσει εν μέρει τον αρνητικό (αλλά διαχειρίσιμο) αντίκτυπο στο κεφάλαιο τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Goldman Sachs προχωρά σε αύξηση των τιμών – στόχων για τις μετοχές των τραπεζών, δίνοντας τιμή στα 1,68 ευρώ για την Alpha Bank από 1,12 ευρώ, για τη Eurobank 1,40 από 0,65 και για την Πειραιώς 1,70 ευρώ από 1,47 ευρώ. Χωρίς αξιολόγηση παραμένει η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας.
Χαμηλώνει το κόστος κινδύνου, επιστρέφουν τα μερίσματα
Τα προηγούμενα πέντε χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν τα NPEs που είχαν στον ισολογισμό τους κατά 85%, μειώνοντας τον όγκο τους από 49% το 2017 στο 12%, κατά μέσο όρο, το 2021.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των διοικήσεων, η Goldman Sachs εκτιμά ότι τιτλοποίησαν κόκκινα δάνεια ύψους 29 δισ. ευρώ, ενώ απομένει το «ξεφόρτωμα» NPEs περίπου 4 δισ. ευρώ, ώστε να υπάρξει κάθαρση… – ο δείκτης των ΝPEs, βάσει στοχοθεσίας, θα πρέπει να αγγίξει το 7% το 2022 και «κλείσει» στο 5% τουλάχιστον την περίοδο 2023 – 2024.
Μετά την απομόχλευση, αναμένεται να υπάρξει εξομάλυνση σε σχέση με τα οργανικά κόστη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank θα εμφανίσουν στο προβλεπόμενο διάστημα δείκτη NPE 5%-6% το 2022, ενώ η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς θα φτάσουν σε αυτά τα επίπεδα το 2023.
Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξή τους, τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εισέρχονται σε μια φάση κατά την οποία αναμένεται να εμφανίσουν βελτίωση σε ό,τι αφορά τα κεφάλαιά τους, δεδομένων της ανάκαμψης που διαπιστώνεται σε μακροοικονομικό επίπεδο, αλλά και της ρευστότητας που θα υπάρξει μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σημειώνεται πως τα ευρωπαϊκά κεφάλαια εκτιμάται πως θα φέρουν επενδύσεις άνω των 60 δισ. ευρώ, οι δευτερογενής επιπτώσεις θα είναι πολλαπλές, ενώ ο αντίκτυπός τους στο ελληνικό ΑΕΠ θα είναι τέτοιος που αυτό ξεπεράσει την περίοδο 2023 – 2023 το 4%.
Έτσι, σε σχέση με την πιστωτική επέκταση, ο δείκτης CAGR θα κυμανθεί στο 6,5%, όμως, σύμφωνα με την Goldman Sachs, τα κέρδη θα περιοριστούν λόγω της τιτλοποίησης των NPEs.
Συνεπώς, πρέπει να δοθεί έμφαση στη μείωση των λειτουργικών εξόδων.
Ο συνδυασμός βελτιωμένων λειτουργικών τάσεων και χαμηλότερου κόστους κινδύνου θα πρέπει να μεταφραστεί σε ανάκαμψη του ROTE, με τάση προς υψηλά μονοψήφια επίπεδα (που μακροπρόθεσμα συγκλίνουν με τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα).
Για τις τρεις τράπεζες που καλύπτει η Goldman Sachs (Alpha, Eurobank, Εθνική), εκτιμά επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας CET1 που υπερβαίνουν το 13% το 2023 – κάτι που υποδηλώνει ένα άνετο κεφαλαιακό απόθεμα πάνω από τα ελάχιστα επιτρεπτά επίπεδα που ορίζει η ΕΚΤ.
Ως εκ τούτου δεν θα αργήσει η στιγμή για να ανοίξει τη συζήτηση για διανομή μερίσματος στους μετόχους, καταλήγει ο αμερικανικός οίκος.