H κατάθεση του Γουόρεν Μπάφετ για τη «φούσκα» του 2008

H κατάθεση του Γουόρεν Μπάφετ για τη «φούσκα» του 2008
Photo:

Ο γνωστός επενδυτής παραδέχεται ότι δεν είχε δει την οικονομική κρίση να έρχεται παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά.

του Στίβεν Γκάντελ

Τα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ, την Παρασκευή, κυκλοφόρησαν μια δέσμη νέων συνεντεύξεων και άλλων εγγράφων που προέκυψαν από την Εξεταστική Επιτροπή για τη Χρηματοπιστωτική Κρίση (FCIC). Η Επιτροπή έλαβε συνεντεύξεις από πολλούς ανθρώπους για την οικονομική κρίση, από διευθύνοντες συμβούλους όπως ο Λόιντ Μπλάνκφεϊν της Goldman Sachs μέχρι τον συγγραφέα του The Big Short, Μάικλ Λιούις. Μεταξύ των συνεντεύξεων που δημοσιοποιήθηκαν, ήταν και μία με τον θρυλικό επενδυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της Berkshire Hathaway, Γουόρεν Μπάφετ.

Στη συνέντευξη, που πραγματοποιήθηκε το Μάιο του 2010, ο Μπάφετ παραδέχεται ότι, όπως και οι περισσότεροι άλλοι, δεν είχε δει την οικονομική κρίση παρά μόνο όταν ήταν πλέον πολύ αργά. Ο Μπάφετ λέει επίσης ότι ενώ ο ίδιος δεν ήξερε τι επρόκειτο να κάνει η κυβέρνηση, οι επενδύσεις του κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης στη General Electric και τη Goldman Sachs βασίζονταν κυρίως στην πεποίθηση ότι η κυβέρνηση δεν θα άφηνε τόσο μεγάλες επιχειρήσεις να αποτύχουν. Ο Μπάφετ έδωσε επίσης μια μακρά, στοχαστική απάντηση στο ερώτημα του τι προκάλεσε τη φούσκα που προκάλεσε την οικονομική κρίση. Να το εν λόγω απόσπασμα:

Μπράντ Μπόντι [Εξεταστική Επιτροπή για τη Χρηματοπιστωτική Κρίση]: Ποια νομίζετε ότι ήταν η κυριότερη αιτία πίσω απ’ αυτή την φούσκα;

Γουόρεν Μπάφετ: Λοιπόν, υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή αυτού του γεγονότος, για την οποία θα χρειαστώ ένα ή δύο λεπτά για να την εξηγήσω.

Το πρώην αφεντικό μου, Μπεν Γκράχαμ, έκανε μια παρατήρηση, 50 περίπου χρόνια πριν, που πραγματικά κόλλησε στο μυαλό μου και τώρα πλέον την έχω δει να δικαιώνεται. Είπε, «Μπορείτε να μπείτε σε περισσότερους μπελάδες μέσω της επένδυσης με ισχυρό σκεπτικό, παρά μέσω της επένδυσης μ’ ένα ψεύτικο».

Αν έχετε κάποιο σκεπτικό βάσει του οποίου το φεγγάρι είναι φτιαγμένο από πράσινο τυρί ή κάτι τέτοιο, αυτό είναι απλώς γελοίο. Μπορεί να υιοθετείτε όμως μια παραδοχή ότι οι κοινές μετοχές έχουν πάει καλύτερα απ’ ό,τι τα ομόλογα – και έγραψα πάνω σ’ αυτό σε ένα άρθρο στο Fortune το 2001 – επειδή υπάρχει ένα διάσημο μικρό βιβλίο από τον Έντγκαρ Λόρενς Σμιθ, του 1924, που έκανε μια μελέτη των κοινών μετοχών έναντι των ομολόγων. Και ξεκίνησε με την ιδέα ότι τα ομόλογα θα υπερ-αποδίδουν κατά τη διάρκεια του αποπληθωρισμού και οι κοινές μετοχές θα υπερ-αποδίδουν κατά τη διάρκεια του πληθωρισμού. Μελέτησε ένα σωρό περιόδους και, ιδού, η αρχική υπόθεσή του ήταν λάθος. Βρήκε ότι οι κοινές μετοχές πάντα υπερ-απέδιδαν. Και άρχισε να σκέφτεται τον λόγο που συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Λοιπόν, αυτό ήταν επειδή υπήρχε ο παράγοντας των διατηρούμενων (αδιανέμητων) κερδών. Πουλιόνταν – η μερισματική απόδοση για τις μετοχές ήταν η ίδια με την απόδοση των ομολόγων – και πάνω από αυτό είχες αδιανέμητα κέρδη. Έτσι, οι μετοχές υπερ-απέδιδαν.

Αυτό έγινε ο υποκείμενος πολιορκητικός κριός για τη φούσκα του ’29. Οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι μετοχές άρχιζαν να είναι υπέροχες και ξέχασαν τους περιορισμούς της αρχικής παραδοχής.

Έτσι, μετά από λίγο, η αρχική υπόθεση, η οποία έδωσε ώθηση σ’ αυτό που αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν μια φούσκα, ξεχάστηκε και ανέλαβαν δράση οι τιμές.

Τώρα, είδαμε το ίδιο πράγμα στον κλάδο της στέγασης. Είναι μια εντελώς υγιής παραδοχή ότι τα σπίτια θα αξίζουν περισσότερο με την πάροδο του χρόνου επειδή το δολάριο θα αξίζει λιγότερο. Δεν είναι επειδή τα σπίτια είναι τόσο υπέροχα• αυτό συμβαίνει επειδή το δολάριο αξίζει λιγότερο, κι ένα σπίτι που αγοράστηκε πριν από 40 χρόνια αξίζει περισσότερο σήμερα απ’ ό,τι τότε.

Και δεδομένου ότι το 66 ή 67 τοις εκατό των ανθρώπων θέλουν να έχουν το δικό τους σπίτι και επειδή μπορείτε να δανειστείτε χρήματα γι’ αυτό και εσείς ονειρεύεστε την αγορά ενός σπιτιού, αν πραγματικά πιστεύετε ότι τα σπίτια πρόκειται να ανέβουν σε αξία, θα αγοράσετε ένα όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Και αυτό είναι μια πολύ καλή λογική βάση. Συνδέεται, φυσικά, με το ότι τα σπίτια θα πωλούνται κοντά στην τιμή αντικατάστασης και δεν θα ξεπερνούν κατά πολύ τον πληθωρισμό.

Έτσι, αυτή η στέρεα υπόθεση (ότι είναι μια καλή ιδέα να αγοράσετε ένα σπίτι φέτος επειδή πρόκειται πιθανώς να κοστίζει περισσότερο του χρόνου, και θα θέλετε ένα σπίτι, και το γεγονός ότι μπορείτε να το χρηματοδοτήσετε) διαστρεβλώνεται με την πάροδο του χρόνου αν οι τιμές των κατοικιών ανεβαίνουν 10 τοις εκατό κατ’ έτος και ο πληθωρισμός είναι λίγο τοις εκατό. Σύντομα, αναλαμβάνουν δράση οι τιμές και θέλετε να αγοράσετε και τρία, και πέντε σπίτια, και θέλετε να τα αγοράσετε πάση θυσία, και συμφωνείτε με πληρωμές που δεν μπορείτε να κάνετε, κι όλα αυτά επειδή δεν κάνει καμία διαφορά: Πρόκειται να αξίζει περισσότερα του χρόνου.

Και ο δανειστής αισθάνεται το ίδιο. Πραγματικά δεν κάνει καμία διαφορά αν το δάνειο δίδεται σ’ έναν ψεύτη, γιατί πρόκειται να αξίζει περισσότερα του χρόνου. Κι αυτό ενισχύεται απ’ τη δράση των τιμών και η αρχική υπόθεση ξεχνιέται, πράγμα που συνέβη το 1929. Το Διαδίκτυο ήταν το ίδιο πράγμα. Το Διαδίκτυο επρόκειτο να αλλάξει τη ζωή μας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε εταιρεία άξιζε 50 δισεκατομμύρια δολάρια.

Και η δράση των τιμών γίνεται τόσο σημαντική για τους ανθρώπους που κάνει κατάληψη στο μυαλό τους, και η στέγαση γίνεται το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο. Η αξία της ήταν 22 τρισεκατομμύρια δολάρια ή κάτι τέτοιο, με τον πλούτο των νοικοκυριών στα 50 ή 60 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ήταν ένα τεράστιο περιουσιακό στοιχείο. Και ήταν κατανοητό στο ευρύ κοινό – μπορεί να μην καταλαβαίνει από μετοχές, μπορεί να μην καταλαβαίνει από βολβούς τουλίπας, αλλά καταλάβαινε από σπίτια και ήθελε να αγοράσει ένα ούτως ή άλλως, κι όλο αυτό έφτιαξε μια φούσκα που όμοιά της δεν είχαμε δει ποτέ».

Ο Μπάφετ καταλήγει λέγοντας ότι μακάρι να τα είχε σκεφτεί όλα αυτά από το 2005. Σάμπως όλοι αυτό δεν λέμε; Μακάρι να τα είχαμε σκεφτεί από τότε…