H μεγάλη επιστροφή της Chipita στην Ελλάδα
- 24/03/2015, 12:19
- SHARE
Ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος μιλάει αποκλειστικά στο Fortune για την Chipita, την επέκταση σε νέες αγορές, για την οικονομική κρίση και το πολιτικό σύστημα.
Της Αλεξάνδρας Γκίτση*
Από το 2009 που η χώρα μας εισήλθε στον φαύλο κύκλο της ύφεσης μέχρι και σήμερα αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις μετέφεραν την έδρα τους από την Ελλάδα στο εξωτερικό, αναζητώντας ένα πιο σταθερό οικονομικό περιβάλλον. Κόντρα σε αυτό το κύμα εξόδου, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, ο άνθρωπος που έχει βαλθεί να μάθει τους ξένους από την Ινδία μέχρι το Μεξικό να τρώνε τα κρουασάν του, στην αυγή του 2015 και εν μέσω της προεκλογικής περιόδου επέλεξε να ακολουθήσει έναν εντελώς αντίθετο δρόμο: να επαναφέρει στα πάτρια εδάφη, απ’ όπου ξεκίνησε το 1973, το σύνολο των δραστηριοτήτων του ομίλου της Chipita, μέσω της συγχώνευσης της μητρικής Chipita με την κυπριακή Ufib, στην οποία ανήκαν όλες οι δραστηριότητες του ομίλου εκτός Ελλάδας.
Η απόφαση αυτή του ισχυρού άνδρα της Chipita δεν ήταν της στιγμής. Είχε ληφθεί ήδη από το 2010, όπως δηλώνει ο ίδιος στο Fortune, όταν μαζί με τον σαουδαραβικό όμιλο Olayan απέκτησαν εκ νέου την εταιρεία του από τη MIG, έναντι 480 εκατ. ευρώ. Πίσω από την κίνηση αυτή βρίσκεται και η επιθυμία του για επανεισαγωγή της εταιρείας στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Η τελική απόφαση, βεβαίως, θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, όπως λέει. «Στη σημερινή συγκυρία δεν θα μπορούσε να μπει μια εταιρεία στο Χρηματιστήριο. Αν τα πολιτικά και τα οικονομικά της Ελλάδας πάνε καλύτερα, που εγώ πιστεύω ότι θα πάνε, τότε, σε αυτή την περίπτωση, σκεπτόμαστε και εμείς να είμαστε μία από τις εταιρείες που θα μπούμε στο Χρηματιστήριο Αθηνών μέχρι το τέλος του 2016».
Ο ίδιος φαίνεται αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και είναι ίσως ένας από τους λίγους που πιστεύουν σήμερα κάτι τέτοιο. Η πίστη αυτή εδράζεται στο γεγονός ότι η χώρα έχει πιάσει ήδη πάτο. «Από εδώ και πέρα μόνο προς τα πάνω μπορούμε να πάμε. Η κρίση άρχισε να αλλάζει εμάς τους ίδιους. Αρχίζουμε να έχουμε πιο καλές αξίες μέσα στο σπιτικό μας. Αρχίζουμε να ονειρευόμαστε πράγματα πιο δη- μιουργικά από τον παρασιτισμό που παλαιότερα ονειρευόμασταν. Και νομίζω ότι σιγά σιγά αυτό θα αρχίσει να αποτυπώνεται στην οικονομία και στη ζωή» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η Chipita είχε εισαχθεί στο ελληνικό Χρηματιστήριο για πρώτη φορά το 1994, πορεία όμως που διεκόπη το 2006, έπειτα από τη συγχώνευσή της με τη ΔΕΛΤΑ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου και τη δημιουργία της Vivartia. Μία δεκαετία μετά η επανεισαγωγή της στο ελληνικό ή σε κάποιο ξένο Χρηματιστήριο αποτελεί ειλημμένη απόφαση. Οι λόγοι είναι δύο: ο πρώτος είναι η άντληση περισσότερων κεφαλαίων.
«Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στην εταιρεία να γίνει πιο επιθετική στην επέκτασή της» σημειώνει ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, ενώ ο δεύτερος λόγος είναι οι σχέσεις με τους μετόχους της. Βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια που η Chipita ήταν εκτός Χρηματιστηρίου, όταν χρειάστηκε λεφτά για νέες επενδύσεις, τα βρήκε χωρίς δυσκολία τόσο από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα όσο και από το ξένο, ακόμη και από την International Finance Corporation (IFC).
«Η εταιρεία μας δεν είχε ποτέ πρόβλημα να βρει χρήματα. Όπως και καμία ελληνική εταιρεία που είχε καλά αποτελέσματα αυτά τα χρόνια δεν είχε πρόβλημα να βρει λεφτά» λέει ο ίδιος, καταρρίπτοντας έτσι τον μύθο που υπάρχει τα τελευταία χρόνια ότι το εγ- χώριο τραπεζικό σύστημα έχει κλείσει εντελώς τις στρόφιγγες ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις.
Η εταιρεία του πέτυχε την περασμένη χρονιά αύξηση στα έσοδά της, σε σχέση με το 2013, κατά 37,5%. Σύμφωνα με τον Έλληνα επιχειρηματία, «οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν πρόβλημα να δώσουν δάνεια. Οι εταιρείες είχαν πρόβλημα να πάρουν λεφτά, γιατί δεν είχαν καλά αποτελέσματα».
Τι γίνεται, όμως, με το κόστος του χρήματος; «Ακόμη και σήμερα οι διαφορές των επιτοκίων για μια καλή επιχείρηση που πληρώνει κανονικά δεν είναι παραπάνω από 1,5%-2% σε σχέση με το εξωτερικό. Δεν είναι το χρηματοοικονομικό κόστος που κάνει τη διαφορά για επιχειρήσεις των οποίων ο δανεισμός είναι στα επίπεδα των 300- 400 εκατ. ευρώ» υποστηρίζει.
H Ινδία και το επόμενο μεγάλο στοίχημα
Σε ό,τι αφορά αυτό καθ’ αυτό το business plan της εταιρείας, το επόμενο μεγάλο στοίχημα για την Chipita είναι η αγορά της Ινδίας, με περισσότερους από 1,2 δισεκατομμύριο καταναλωτές. Το πρώτο βήμα έχει ήδη γίνει με το εργοστάσιο πραλίνας που η Chipita έχει στη χώρα και αυτό το διάστημα μαθαίνει τις δομές της αγοράς και του εμπορίου. Το επόμενο βήμα θα γίνει με τη δημιουργία εργοστασίου κρουασάν, το οποίο εκτιμάται ότι θα τεθεί σε λειτουργία το αργότερο στα μέσα του 2017 – μια επένδυση που θα αγγίξει τα 65 εκατ. ευρώ. Εκτός από την Ινδία, η εταιρεία εστιάζει και σε άλλες αγορές στις οποίες σήμερα δραστηριοποιείται, όπως είναι η Τουρκία (σ.σ.: το εργοστάσιο στην Κωνσταντινούπολη λειτουργεί από το περασμένο φθινόπωρο) και η Ρωσία, όπου η παρουσία της εκεί χρονολογείται από το 2002. Στη Ρωσία, εάν δεν είχαν προκύψει όλα αυτά τα προ- βλήματα με το ρούβλι και το εμπάργκο, η Chipita θα είχε βάλει σε τελική φάση προγραμματισμού τη δημιουργία και δεύτερου εργοστασίου. «Τώρα είμαστε σε αναμονή για να δούμε τι θα γίνει» δηλώνει ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος.
Έρευνες αγοράς έχουν γίνει και σε άλλες χώρες, όπως στην Κίνα. Ωστόσο, εν- δεχόμενο επέκτασης στην κινεζική αγορά δεν είναι στις άμεσες προτεραιότητες του ομίλου, αν και, όπως αναφέρει ο ίδιος, «και η Κίνα θα φάει κρουασάν εάν αποφασίσουμε να φάει». Το θέμα είναι ότι αυτήν τη στιγμή η Chipita δεν μπορεί να βάλει δύο τόσο μεγάλες μπουκιές ταυτόχρονα στο στόμα της. Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί ο ισχυρός άντρας της εταιρείας, «δεν μπορείς να μεγαλώσεις την οργάνωσή σου τόσο απότομα και δεν μπορείς να πας παραπάνω από έναν ρυθμό ταχύτητας, γιατί μετά θα χάσεις και τον έλεγχο».
Η Chipita έχει σήμερα παρουσία με έντεκα δικά της εργοστάσια σε Βουλγαρία, Ελλάδα, Ινδία, Πολωνία, Ρουμανία, Ρωσία και Τουρκία, λειτουργώντας 37 γραμμές παραγωγής. Επίσης, έχει επτά εργοστάσια και 30 γραμμές παραγωγής σε Αίγυπτο, Μεξικό και Σαουδική Αραβία, όπου δραστηριοποιείται μέσω στρατηγικών συνεργασιών. Μία από αυτές τις στρατηγικές συνεργασίες είναι με την Pepsico τόσο σε εμπορικό επίπεδο (ας σημειωθεί ότι η Pepsico κάνει διανομή των προϊόντων της Chipita σε Ρουμανία, Πολωνία, Σερβία, Τουρκία, Λετονία, Λιθουανία και Εσθονία) όσο και σε παραγωγικό, αφού Chipita και Pepsico είναι συνεταίροι στο Μεξικό. Βέβαια, το ντιλ με την Pepsico στο Μεξικό έχει ημερομηνία λήξης, με βάση τη μορφή της σύμβασης. Στα 20 χρόνια η Chipita μπορεί να αποεπενδύσει και να εισπράξει πολλαπλάσια κεφάλαια από τα αρχικά δύο εκατ. ευρώ που είχε επενδύσει, όταν άρχισε τις εργασίες του το εργοστάσιο.
Επενδύσεις 200 εκατ. ευρώ στον πρωτογενή τομέα
Εκτός από τα κρουασάν, τα bake rolls και την πραλίνα φουντουκιού, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, εν μέσω κρίσης, το 2011, άρχισε να δραστηριοποιείται και στον πρωτογενή τομέα και συγκεκριμένα στην παραγωγή ντομάτας. Νιώθει ότι είναι από τις επενδύσεις που η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να κά- νει, γιατί αυτές ταιριάζουν στη χώρα. «Δεν μπορούμε να κατασκευάσουμε αυτοκίνητα ή αεροπλάνα. Αλλά σίγουρα μπορούμε να παράγουμε ντομάτες και λεμόνια. Δεν γίνεται στην Ελλάδα να εισάγουμε λεμόνια από τη Χιλή και να μην παράγουμε ούτε ένα κιλό φουντούκια, όταν και η Ιταλία παράγει και η Τουρκία είναι η μεγαλύτερη φουντουκοπαραγωγός χώρα στον κόσμο. Δεν γίνεται αυτό που κάνουμε στην Ελλάδα» σημειώνει και συμπληρώνει: «Μετά φταίνε οι ξένοι, ο Τσίπρας ή ο Σαμαράς. Κανένας δεν κάθεται να πει “εγώ τι ακριβώς κάνω γι’ αυτόν τον τόπο;”».
Ο ίδιος έχει αποφασίσει, εκτός από το να θέτει τα ερωτήματα, να δίνει απαντήσεις και μάλιστα στην πράξη. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, θα προσπαθήσει, σε συνεργασία και με άλλους επενδυτές, να δημιουργήσει τουλάχιστον ακόμα πέντε θερμοκήπια υδροπονικής καλλιέργειας ντομάτας Συνδυασμένου Κύκλου Θερμικής Ενέργειας (ΣΥΝΘΙΑ), στα πρότυπα του θερμοκηπίου που έχει η Wonderplant στη Δράμα, σε βάθος πενταετίας. Η συγκεκριμένη επένδυση υπολογίζεται στα 170-200 εκατ. ευρώ, ενώ μέρος των κεφαλαίων θα κατευθυνθεί και για την επέκταση της υπάρχουσας μονάδας της Wonderplant .
«Στόχος μας είναι να αντικαταστήσουμε κοντά στο 30% των εισαγωγών ντομάτας που κάνει η χώρα ετησίως. Αν δημιουργήσω πέντε θερμοκήπια και μαζί με αυτό της Wonderplant έχω συνολικά έξι, η ετήσια παραγωγή θα φτάσει τους 50.000 τόνους. Το όφελος για την ελληνική οικονομία θα είναι 50 εκατ. ευρώ τον χρόνο» εξηγεί. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η Ελλάδα καταναλώνει ετησίως 750.000 τόνους ντομάτας –πρόκειται για την υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση τομάτας παγκοσμίως–, εκ των οποίων τους 250.000 τόνους ντομάτας τους εισάγει από την Ολλανδία, το Βέλγιο και την Ισπανία.
«Φως στην άκρη του τούνελ στα τέλη του 2015»
Φυσικά, για να πάρει μπροστά η οικονομία, χρειάζονται κεφάλαια. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, τα μοναδικά κεφάλαια που μπορεί να βάλουν μπρος την ελληνική οικονομία είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες, όπως εκτιμά ο ίδιος, το επόμενο διάστημα θα ξεκινήσουν για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί οι επιλογές που έχει η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι πολλές.
«Είναι ή το απόλυτα καλό ή το απόλυτα κακό. Ποιος θα διαλέξει το κακό; Άρα, υποχρεωτικά η κυβέρνηση θα προσαρμοστεί, καθώς δεν έχει περισσότερο χρόνο προσαρμογής στην πραγ- ματικότητα. Μέχρι το καλοκαίρι θα υποχρεωθούν να προσγειωθούν απόλυτα». Τον ρωτάμε πώς θα γίνει αυτή η προσαρμογή. «Η σημερινή κυβέρνηση, από αριστερή, σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα θα έχει γίνει μια κεντροαριστερή κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεωτικά θα βγάλει από τη μέση αυτούς οι οποίοι ονειρεύονται την παλινόρθωση του μπολσεβικισμού και θα μείνουν άνθρωποι που αντιλαμβάνονται πώς είναι το παγκόσμιο και το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι» αναφέρει. Οπότε, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, εκτιμά ότι από τα τέλη του 2015 η ελληνική οικονομία θα αρχίσει να βλέπει φως στην άκρη του τούνελ.
Αυτό που ενδιαφέρει άλλωστε τους επενδυτές, όπως τονίζει στο Fortune, είναι αυτός που θα κυβερνά να μπορεί να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να οδηγήσει τη χώρα σιγά σιγά σε έναν κύκλο ανάπτυξης. «Σε έναν δρόμο σταθερότητας μέσα στην ευρωζώνη και στο ευρώ. Οι άλλοι οι δρόμοι είναι πολύ επικίνδυνοι» συμπληρώνει. Και στην περίπτωση που δεν γίνει αυτό; «Δεν θέλω να το σκέφτομαι. Εάν δεν γίνει αυτό, θα γυρίσουμε στη δραχμή, θα βγούμε από το ευρώ και θα γίνουμε μια νέα Αργεντινή για τα επόμενα 25 χρόνια».
Πάντως, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος σπεύδει να υπογραμμίσει ότι πολλοί Έλληνες υποτιμούν τον Τσίπρα και την παρέα του. «Ούτε τρελοί είναι ούτε αλλοπρόσαλλοι, ούτε δεν καταλαβαίνουν την πραγματικότητα. Βεβαίως, πάντα όταν κάθεσαι στην καρέκλα καταλαβαίνεις την πραγματικότητα διαφορετικά από όταν κοιτάς την καρέκλα». Παραδέχεται ότι η Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική για επενδύσεις, ούτε μπορεί να επενδυθούν στη χώρα 500 δισ. δολ. ετησίως. Ωστόσο εκτιμά ότι υπάρχουν τομείς όπως η παραγωγή ντομάτας, ο πρωτογενής τομέας, ο ξενοδοχειακός κλάδος, η ελαφρά βιομηχανία, που θα μπορέσουν να βάλουν μπροστά τη μηχανή. «Δεν είμαστε χαμένοι, κάποια πράγματα ως χώρα έχουμε και εμείς για να μπορέσουμε να επενδύσουμε και να μειώσουμε την ανεργία».
«Χρειάζεται να αλλάξουμε νοοτροπία»
Αυτό όμως που προέχει είναι να αλλάξει η νοοτροπία όλων και να αναλογιστεί ο καθένας τι κάνει για τη χώρα. «Το παραγωγικό μοντέλο το διέλυσε η νοοτροπία όλων. Κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Δεν φταίνε στην Ελλάδα μόνο οι πολιτικοί. Όλοι έχουμε ευθύνη για το πώς φθάσαμε εδώ. Μπορεί να μην τα φάγαμε όλοι μαζί, όπως είπε ο Θεόδωρος Πάγκαλος, αλλά είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι» τονίζει. Επισημαίνει ότι σήμερα αυτό που χρειάζεται είναι να γυρίσουμε στο παραγωγικό μοντέλο του 2001. Το 2001 και το 2013, σε σταθερές τιμές, το ελληνικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) ήταν στα 165 δισ. ευρώ. Και όμως, ενώ το 2001 η ανεργία ήταν σε μονοψήφια ποσοστά, το 2013 άγγιξε το 27%. Στην ερώτηση «πώς έγινε αυτό;», είναι κατηγορηματικός: «Διαλύσαμε την παραγωγική βάση μας, αυτή που το 2001 δούλευε. Άρα, για να απασχολήσουμε τον κόσμο και να φύγει η ανεργία, δεν χρειάζεται να γίνουμε Αμερική ούτε Κίνα, χρειάζεται όμως να γυρίσουμε στο παραγωγικό μοντέλο που είχαμε το 2001. Με το ίδιο ΑΕΠ, στα 165 δισ. ευρώ».
Ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος αναφέρει ότι δεν είναι εύκολο να κρατάς παραγωγικό μαγαζί σήμερα στην Ελλάδα. Ο ίδιος ταξιδεύει και κοιμάται μακριά από το σπίτι του 100 βράδια τον χρόνο, για να βρει δουλειές, να κάνει παραγγελίες για να λειτουργούν και να αναπτύσσονται τα εργοστάσια και η εταιρεία του. Γιατί, όμως, συνεχίζει και επιμένει να παραμένει στην παραγωγή; Η απάντησή του είναι αποστομωτική. «Εγώ αυτό αγαπάω. Αυτό ξέρω να κάνω. Συνεχίζω να το κάνω, γιατί μου αρέσει. Γιατί θέλω να νιώθω χρήσιμος στα παιδιά μου, στην οικογένειά μου, στην πατρίδα μου, στον τόπο μου».
Σε αυτό τον δρόμο, όπως λέει ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, δεν είναι μόνος του. «Ωστόσο πρέπει να γίνουμε πολλοί περισσότεροι. Να διδάξουμε την αγάπη προς την επιχειρηματικότητα. Ο κόσμος νομίζει ότι επιχειρηματικότητα είναι τα λεφτά. Η επιχειρηματικότητα δεν είναι μόνο τα λεφτά. Είναι και η δημιουργία. Κάτι δημιουργείς, κάτι αφήνεις, κάτι βλέπει το παιδί σου, κάτι βλέπει ο διπλανός σου, κάτι κάνεις και εσύ»
* Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.