Handelsblatt: Τα θετικά οικονομικά στοιχεία της Ελλάδας κρύβουν παγίδες
- 05/06/2018, 09:39
- SHARE
Τα νέα στοιχεία για την ελληνική οικονομία που δημοσιεύτηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ μπαίνουν στο μικροσκόπιο των γερμανών αναλυτών. Είναι βιώσιμη τελικά η ανάπτυξη;
Σε αναλυτικό άρθρο της η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt αναφέρεται στα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την ελληνική οικονομία που δημοσιεύτηκαν τη Δευτέρα. «Τα θετικά οικονομικά στοιχεία της Ελλάδας κρύβουν παγίδες», είναι ο τίτλος του άρθρου στο οποίο επισημαίνεται ότι «μπορεί το ΑΕΠ να αυξήθηκε ανέλπιστα κατά το πρώτο τρίμηνο, ωστόσο υπάρχουν και απογοητευτικά στοιχεία».
Όπως αναφέρεται, «η οικονομία της Ελλάδας ανακάμπτει. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε τη Δευτέρα η Ελληνική Στατιστική Αρχή, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,8% σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2017. […] Πρόκειται για καλά νέα για τον έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Τα τελευταία στοιχεία για την ανάπτυξη ταιριάζουν στο αφήγημά του περί ‘καθαρής εξόδου’ από το πρόγραμμα προσαρμογής. […] Ωστόσο η επιστροφή στις αγορές επισκιάζεται από τις ανησυχίες για τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ιταλία. Η άλυτη διαμάχη των ευρωπαίων δανειστών με το ΔΝΤ για την ελάφρυνση του χρέους για την Ελλάδα επιβαρύνει επίσης την κατάσταση, όπως δείχνει η πρόσφατη αύξηση της απόδοσης των ελληνικών κρατικών ομολόγων».
Ωστόσο και τα ίδια τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν τη Δευτέρα δεν είναι μόνο ενθαρρυντικά, συμπεραίνει ο αρθρογράφος: «Η απρόσμενα μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Κατά το πρώτο τρίμηνο αυξήθηκαν κατά 7,6% σε σύγκριση με πέρσι. Άλλοι αριθμοί όμως είναι απογοητευτικοί. Η κατανάλωση μειώθηκε κατά 0,3% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Παρατηρητές εκτιμούν ότι η μείωση οφείλεται στην αυξημένη φορολογική επιβάρυνση των νοικοκυριών. Ακόμη χειρότερα από την κατανάλωση εξελίχθηκαν οι επενδύσεις.
Το πρώτο τρίμηνο μειώθηκαν κατά 10,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο ενώ σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά υποχώρησαν κατά 28,1%. Αυτή η απογοητευτική εξέλιξη δείχνει ότι η ανάπτυξη της Ελλάδας δεν έχει ακόμη βάθος και δεν είναι βιώσιμη. Τα μεγαλύτερα εμπόδια για πιθανούς επενδυτές στην Ελλάδα θεωρούνται η υψηλή φορολογία, οι ελλείψεις στο πεδίο της ασφάλειας δικαίου και η διαφθορά. Σύμφωνα με αναλυτές οι λίγες επενδύσεις αντικατοπτρίζουν τη γενικότερη αβεβαιότητα που υπάρχει στην οικονομία λίγο πριν το τέλος του τρίτου προγράμματος. Πολλοί επενδυτές περιμένουν προφανώς να δουν εάν η έξοδος θα κυλήσει πράγματι τόσο ομαλά όσο υπόσχεται ο πρωθυπουργός Τσίπρας στους Έλληνες».
Η ελληνική οικονομία ανεβάζει ρυθμούς
Σε διαφορετική ανάγνωση προχωρά η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung η οποία εστιάζει μόνο στα θετικά στοιχεία. Υπό τον τίτλο «Η ελληνική οικονομία παίρνει μπρος», το άρθρο επισημαίνει: «Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο να αιτηθεί νέα δάνεια. Η εγχώρια οικονομία φαίνεται να εξυπηρετεί τώρα τους στόχους της αφού η ανάπτυξη ανεβάζει ρυθμούς».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, «χάρη στις αυξημένες εξαγωγές η ελληνική οικονομία πήρε μπρος το πρώτο τρίμηνο. Από τον Ιανουάριο μέχρι το Μάρτιο και σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2017 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,8%, όπως ανακοίνωσε τη Δευτέρα η ΕΛΣΤΑΤ στην Αθήνα. Έτσι η ανάπτυξη ‘έτρεξε’ με τετραπλάσιους ρυθμούς απ΄ ότι μέχρι πρότινος και διπλάσιους από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Εδώ και πέντε τρίμηνα η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται ασταμάτητα».
Με αργά βήματα η Ελλάδα εξέρχεται από την κρίση
Στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αναφέρεται και το περιοδικό Spiegel στην ιστοσελίδα του, κάνοντας λόγο για «καλά νέα». Το ίδιο άρθρο παραπέμπει και στη χαλάρωση των capital control.
Υπό τον τίτλο «Οι Έλληνες μπορούν να κάνουν ανάληψη μέχρι και 5.000 €» ο δημοσιογράφος αναφέρει: «Με αργά βήματα η Ελλάδα εξέρχεται από την κρίση. Για τους πολίτες αυτό γίνεται αντιληπτό στα μηχανήματα ανάληψης. Η ελληνική κυβέρνηση χαλάρωσε κι άλλο το όριο ανάληψης μετρητών. Από τη Δευτέρα οι πολίτες μπορούν να κάνουν ανάληψη μέχρι και 5.000 € το μήνα από κάθε λογαριασμό τους. Μέχρι τώρα το όριο βρισκόταν στα 2.300 € το μήνα».
Πηγή: Deutsche Welle