Η ατμοσφαιρική ρύπανση σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους ακόμη κι από το τσιγάρο
- 12/03/2019, 13:36
- SHARE
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η θνησιμότητα εξαιτίας της μόλυνσης του αέρα είναι άκρως σημαντική και θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα.
Ακόμη και διπλάσιο αριθμό θανάτων κάθε χρόνο σε σχέση με ό,τι είχε εκτιμηθεί έως τώρα, μπορεί να προκαλεί η ρύπανση του αέρα, σύμφωνα με μια νέα ευρωπαϊκή επιστημονική μελέτη. Με βάση τη νέα εκτίμηση, η ατμοσφαιρική ρύπανση σκοτώνει διεθνώς περίπου 8,8 εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως, έναντι 4,5 εκατομμυρίων που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση, δηλαδή, περισσότερους και από όσους το κάπνισμα, το οποίο ευθύνεται για περίπου 7,2 εκατομμύρια θανάτους το χρόνο, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Χρησιμοποιώντας μια νέα μέθοδο εκτίμησης σχετικά με τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, οι επιστήμονες εκτίμησαν ότι αυτή ευθύνεται για περίπου 790.000 θανάτους ετησίως στο σύνολο της Ευρώπης και για 659.000 θανάτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 κρατών μελών.
Από αυτούς τους θανάτους, το 40% έως 80% οφείλεται σε καρδιαγγειακά αίτια, όπως τα εμφράγματα και τα εγκεφαλικά. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο η ρύπανση του αέρα προκαλεί διπλάσιους θανάτους καρδιαγγειακής αιτιολογίας σε σχέση με τις αναπνευστικές παθήσεις. Η ρύπανση του αέρα, όπως έχουν δείξει και προηγούμενες έρευνες, προκαλεί βλάβη στα αιμοφόρα αγγεία μέσω αυξημένου οξειδωτικού στρες σε αυτά, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο για υψηλή αρτηριακή πίεση, διαβήτη, εγκεφαλικό, έμφραγμα και καρδιακή ανεπάρκεια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Τόμας Μίντσελ του Τμήματος Καρδιολογίας του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Μάιντς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «European Heart Journal» της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, ανέλυσαν την επίπτωση στην υγεία κυρίως από τα μικροσκοπικά σωματίδια διαμέτρου έως 2,5 εκατομμυριοστών του μέτρου (γνωστά ως ΡΜ2.5) και από το επιφανειακό όζον.
Η μελέτη βρήκε ότι η ρύπανση του αέρα ευθύνεται παγκοσμίως για επιπλέον 120 θανάτους ετησίως ανά 100.000 άτομα, ενώ στην Ευρώπη και στην ΕΕ η αναλογία είναι ακόμη μεγαλύτερη: 133 και 129 θάνατοι αντίστοιχα ανά 100.000 ανθρώπους. Οι χώρες με τη μεγαλύτερη αναλογία θανάτων (πάνω από 200 έξτρα θάνατοι κάθε χρόνο ανά 100.000 άτομα) είναι οι ανατολικοευρωπαϊκές όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κροατία και η Ουκρανία. Στη Γερμανία εκτιμάται ότι συμβαίνουν 154 έξτρα θάνατοι ετησίως ανά 100.000 άτομα, στην Ιταλία 136, στη Γαλλία 105 και στη Βρετανία 98.
«Ο αριθμός θανάτων από καρδιαγγειακές νόσους, που μπορούν να αποδοθούν στη ρύπανση του αέρα, είναι πολύ μεγαλύτερος του αναμενομένου. Μόνο στην Ευρώπη, ο αριθμός των έξτρα θανάτων πλησιάζει τις 800.000 το χρόνο και καθένας από αυτούς τους θανάτους αντιπροσωπεύει μια μέση μείωση του προσδόκιμου ζωής πάνω από δύο χρόνια», δήλωσε ο κ. Μίντσελ.
Ο καθηγητής Γιος Λέλιβελντ του γερμανικού Ινστιτούτου Χημείας, Μαξ Πλανκ, και συνεργάτης του Ινστιτούτου Κύπρου στη Λευκωσία, ανέφερε ότι «ο μεγάλος αριθμός έξτρα θανάτων στην Ευρώπη που οφείλονται στη ρύπανση εξηγείται από το συνδυασμό της κακής ποιότητας του αέρα με τη μεγάλη πυκνότητα του πληθυσμού, που έχει ως συνέπεια η έκθεση των Ευρωπαίων να είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο».
Οι ερευνητές, που έδωσαν και σχετική συνέντευξη Τύπου για να παρουσιάσουν τα ευρήματα τους, κάλεσαν τις κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς να αναλάβουν άμεση δράση για να μειώσουν την ατμοσφαιρική ρύπανση μέσω αναθεώρησης της υπάρχουσας νομοθεσίας και μείωσης των σημερινών ορίων ασφαλείας.
Σήμερα, στην ΕΕ το μέσο ετήσιο όριο ασφαλείας για τα σωματίδια ΡΜ2.5 είναι τα 25 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα, αρκετά πάνω από τα δέκα μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο που συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Όμως, σήμερα, μερικές ευρωπαϊκές χώρες ξεπερνούν τακτικά ακόμη και το όριο των 25 mg/m3.
Ο Μίντσελ ζήτησε από την Ευρώπη να κατεβάσει το «πλαφόν» για τη σωματιδιακή ρύπανση στα επίπεδα του ΠΟΥ, δηλαδή, από τα 25 στα 10 mg/m3, που ήδη χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία και άλλες χώρες.
Ο Λέλιβελντ τόνισε ότι η ποιότητα του αέρα θα βελτιωθεί αν περιορισθεί η καύση ορυκτών καυσίμων και αυξηθεί η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς επίσης αν μειωθούν οι εκπομπές σωματιδιακών ρύπων στον τομέα της γεωργίας.