Οι εκλογές και η ανάνηψη από το «κώμα»
- 19/09/2015, 21:18
- SHARE
Τα κρίσιμα μέτωπα της επόμενης μέρας, ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα και η τελευταία ευκαιρία να βγούμε ως χώρα από το αδιέξοδο.
Του Τάσου Ζάχου
Λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες, το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι περισσότερο από ποτέ η σταθερότητα και η βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας. Μετά από οχτώ πολύ έντονους μήνες, οι Έλληνες καλούνται να ψηφίσουν ξανά, με τα δεδομένα αυτή τη φορά να είναι διαφορετικά. Και αυτό γιατί το τρίτο Μνημόνιο – και μάλλον το τελευταίο – έχει ψηφιστεί από 222 βουλευτές και καθορίζει την ατζέντα της επόμενης μέρας για τους βασικούς διεκδικητές της πρώτης θέσης, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Όποιος και να είναι ο νικητής, δεν είναι καθόλου πιθανόν να αλλάξει η «μνημονιακή» πλειοψηφία στη νέα Βουλή.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ακόμα και τώρα δεν απαιτούνται αποφασιστικές πολιτικές και συνεργασίες που θα βάλουν την χώρα πάνω στις ράγες της ανάπτυξης. Όπως είναι σχεδιασμένο το νέο πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει και υφεσιακά και δύσκολα μέτρα, είναι ζωτικής σημασίας να σχηματιστεί κυβέρνηση που θα είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει γρήγορα, αποφασιστικά και εμπροσθοβαρώς ενέργειες που θα μειώσουν σε κάποιο βαθμό την ύφεση του δευτέρου εξαμήνου. Η νέα κυβέρνηση θα βρει μπροστά της ζητήματα, που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης, όπως η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους, αλλά και η αξιοποίηση του λεγόμενου και ως «Πακέτου Γιούνκερ», ύψους 35 δισ. ευρώ που προορίζεται από την Κομισιόν ως σημαντικό αντιστάθμισμα των υφεσιακών μέτρων και της λιτότητας που περιέχει το νέο 3ετές πρόγραμμα.
Το «πακέτο Γιουνκέρ» και οι κίνδυνοι
Εδώ αξίζει να μείνουμε λίγο περισσότερο, καθώς η εντύπωση που έχει δημιουργηθεί από τα μεγάλα κόμματα είναι ότι πρόκειται για ένα «μπαούλο» με χρήματα που θα μας δώσουν οι εταίροι μας για να τα βγάλουμε πέρα. Δεν είναι καθόλου έτσι, καθώς η χρήση του όρου «Πακέτο Γιουνκέρ» δημιούργησε σύγχυση, όταν πολλά στελέχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προσπάθησαν να το «βαφτίσουν» ως πρόσθετη αναπτυξιακή βοήθεια της ΕΕ. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η συγκεκριμένη πρόβλεψη δεν σχετίζεται με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων ύψους 315 δισ. ευρώ για όλη την Ευρωζώνη, το οποίο σχεδίασε και πάλι ο πρόεδρος της Κομισιόν πέρσι το φθινόπωρο, σε μια προσπάθειά του να αντιστρέψει τη μειωμένη τάση για επενδύσεις στην ΕΕ.
Η πραγματικότητα είναι ότι το «Πακέτο Γιουνκέρ» αφορά στους πόρους που είχαν ήδη εγκριθεί για την Ελλάδα στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων (19.5 δισ. ευρώ) – μέσω ΕΣΠΑ δηλαδή- και εκείνων που προορίζονται να διατεθούν στους αγρότες (15.5 δισ. ευρώ) ως εισοδηματικές ενισχύσεις, για την προγραμματική περίοδο 2014-2020, ενέργεια που καλύπτει όλη την ΕΕ. Αυτό που διαφοροποιεί το συγκεκριμένο πακέτο είναι η δυνατότητα εμπροσθοβαρούς χρήσης μέρους των πόρων με μικρή ή καθόλου εθνική συμμετοχή. Εδώ λοιπόν είναι πιο σημαντικό από ποτέ, στην θέση που βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία, να υπάρξει επιτέλους σχέδιο από τη νέα κυβέρνηση για έγκαιρη απορρόφηση και παράλληλα ουσιαστική αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων. Κάτι που δεν έγινε τους τελευταίους μήνες, με αποτέλεσμα εξήντα έργα συνολικού προϋπολογισμού 6 δισ. ευρώ να κινδυνεύουν να μείνουν εκτός ΕΣΠΑ, καθώς βρίσκονται αντιμέτωπα με σοβαρές καθυστερήσεις.
Ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα και οι επενδύσεις
Στη νέα σελίδα που πρέπει να γραφτεί στην ελληνική οικονομία, πρωταγωνιστής καλείται να είναι ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος δέχθηκε και τα πιο ισχυρά χτυπήματα κατά τη διάρκεια της κρίσης, με το κλείσιμο των τραπεζών και τα capital controls να αποτελούν το τελειωτικό χτύπημα.
Μόνο μέσου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων, ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει την έγκριση προγραμμάτων συνολικής αξίας 15 δισ. ευρώ. Μάλιστα τους προηγούμενους μήνες ο ΣΕΒ εμφάνισε συνολικά 3 επενδυτικές προτάσεις που μπορούν να πετύχουν εξοικονόμηση κρατικών δαπανών, επιχειρηματικού κόστους και οικογενειακών εξόδων περίπου 6,8 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση και να δημιουργήσουν περίπου 10.000 θέσεις εργασίας. Αφορούν στην ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης με την ηπειρωτική Ελλάδα, την ηλεκτρονική Δικαιοσύνη και τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στο Δημόσιο και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τα εν λόγω σχέδια, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, θα περιόριζαν δραστικά τη γραφειοκρατία, το λαθρεμπόριο, τη διαφθορά, και τις χρεώσεις σε βάρος των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ θα αύξαναν και την παραγωγικότητα.
Ακόμη η επιστροφή των ιδιωτικών επενδύσεων στην ελληνική οικονομία είναι ένα ακόμα ζητούμενο. Αυτή προυποθέτει σταθερότητα, πολιτική και οικονομική, και επίσης ρύθμιση του ελληνικού χρέους που αποτελεί τροχοπέδη για την οικονομική ζωή της χώρας. Αυτή τη στιγμή η Ευρώπη θεωρείται άλλωστε ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο, την ώρα που μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες όπως η Βραζιλία και η Κίνα κλονίζονται, προκαλώντας ανησυχία σε επενδυτές και αγορές.
Σύνδεση φοροαπαλλαγών με θέσεις εργασίας
Επίσης η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει οφείλει να μη βάζει εμπόδια στις επιχειρήσεις, που με τη σειρά τους πρέπει να αφήσουν πίσω το «κρατικοδίαιτο» μοντέλο και να ενισχύσουν την εξωστρέφειά τους και την καινοτομία. Μόνο έτσι οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να διεκδικήσουν ξανά κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, που τόσο ανάγκη έχει η ελληνική οικονομία.
Παράλληλα είναι εξίσου σημαντικό να στηριχθεί η νέα επιχειρηματικότητα. Μόλις στο τελευταίο debate τους, Τσίπρας και Μειμαράκης θυμήθηκαν ότι κάποιοι στην Ελλάδα προσπαθούν να επιχειρήσουν σε δύσκολες συνθήκες, δημιουργώντας θέσεις εργασίας υψηλά αμειβόμενες και διεκδικώντας χρήματα μέσω venture capitals από όλο τον πλανήτη. Μια σύγχρονη κυβέρνηση οφείλει, για παράδειγμα, να διεκδικήσει λιγότερους φόρους με αντάλλαγμα μεταρρυθμίσεις, μόνο και μόνο για τους νέους επιχειρηματίες που καλούνται πλέον με το Νέο Μνημόνιο να προκαταβάλουν το 100% του φόρου και να αντιμετωπίσουν τη δαπανηρή ελληνική γραφειοκρατεία. Τα υπόλοιπα, οι επιχειρηματίες ξέρουν μόνοι τους να τα κάνουν καλύτερα.
Επίσης θα μπορούσαν να εξεταστούν επιπλέον φοροαπαλλαγές για όλες τις επιχειρήσεις που επενδύουν και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας ως επιβράβευση για την προσφορά τους στην ελληνική οικονομία.
Η ΕΚΤ και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης
Τέλος η επόμενη μέρα των εκλογών πρέπει να βρει την Ελλάδα μέλος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), από το οποίο η χώρα μας εξαιρείται. Σε ένα ιδιαιτέρως ρευστό οικονομικό περιβάλλον παγκοσμίως, δεν πρέπει να χάσουμε την ευκαιρία να αποτελέσουμε μέρος του QE, το οποίο είναι πολύ πιθανό να επεκταθεί ως το 2017. Στην περίπτωση αυτή η ΕΚΤ θα αγόραζε ελληνικά ομόλογα συνολικού ύψους 15 δισ. ευρώ (με βάση το μερίδιο της Ελλάδας στο μετοχικό κεφάλαιο της κεντρικής τράπεζας, το οποίο διαμορφώνεται στο 2,9%), την ώρα που τα συνολικά ελληνικά ομόλογα σε κυκλοφορία δεν ξεπερνούν τα 30 δισ. ευρώ.
Όπως είναι σαφές,η συμμετοχή σε ένα τέτοιο πρόγραμμα «τυπώματος» χρήματος, που ήδη τρέχει για όλα τα άλλα μέλη της Ευρωζώνης, θα προκαλούσε μεγάλη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, όπως και των υπόλοιπων της ευρωπαϊκής περιφέρειας, ανοίγοντας τον δρόμο της επιστροφής στις αγορές ακόμα και για την Ελλάδα. Και η επιστροφή στις αγορές είναι ο μόνος τρόπος ανεξαρτησίας μιας χώρας, η οποία θέλει να καθορίζει τη δημοσιονομική της πολιτική στο βαθμό που της το επιτρέπει η συμμετοχή της σε μια νομισματική ένωση.
Για τα παραπάνω η ΕΚΤ ζητάει από την επόμενη κυβέρνηση την γρήγορη εφαρμογή του προγράμματος, η οποία παράλληλα θα ανοίξει ξανά το δρόμο για τις ελληνικές τράπεζες στον πιο φθηνό δανεισμό, μέσω της αποδοχής ξανά των ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρων ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα.
Για όλα τα παραπάνω απαιτείται την επόμενη μέρα των εκλογών να σχηματιστεί άμεσα μια σταθερή κυβέρνηση , ένας φιλοευρωπαϊκός συνασπισμός που θα οδηγήσει επιτέλους τη χώρα για τα επόμενα χρόνια, χωρίς άλλες εκλογικές αναμετρήσεις. Κρίσιμος την επόμενη μέρα θα είναι και ο ρόλος της αντιπολίτευσης, καθώς κανένας δεν περισσεύει στην εθνική προσπάθεια.
Το ποιος θα είναι επικεφαλής αυτού του συνασπισμού θα το αποφασίσει ο ελληνικός λαός σε λίγες ώρες…