Η Ελλάδα κερδίζει έδαφος στον Παγκόσμιο Δείκτη Συνδεσιμότητας (GCI)
- 17/02/2021, 09:55
- SHARE
Στην 35η θέση του παγκόσμιου δείκτη συνδεσιμότητας (Global Connectivity Index – GCI) κατατάσσεται η Ελλάδα και μεταξύ 79 χωρών που αξιολογήθηκαν στο πλαίσιο της ετήσιας αυτής έκδοσης της Huawei για το 2020, τοποθετείται στην ομάδα μεσαίων επιδόσεων, τους «adopters», με χειρότερες επιδόσεις από την ομάδα των «frontrunners» αλλά καλύτερες από αυτές των «starters».
Η Ελλάδα κέρδισε δύο θέσεις συγκριτικά με την αξιολόγηση του 2019, όταν είχε βρεθεί στην 37η θέση και τέσσερις από την κατάταξη του 2018, όταν είχε την 39η. Η πρόοδος αποκτά ενδιαφέρον ενόψει των έργων που προωθεί η κυβέρνηση στο πλαίσιο της Βίβλου Ψηφιακού Μετασχηματισμού, με χρηματοδότηση από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η Ελλάδα στην τρέχουσα έκδοση του δείκτη GCI απέσπασε σκορ 52 μονάδων, βαθμολογία που αποτελεί συνισταμένη των επιδόσεων της χώρας μας σε τέσσερις τομείς: ευρυζωνικότητα, cloud, τεχνητή νοημοσύνη και Internet of Things. Ειδικότερα στον τομέα της ευρυζωνικότητας απέσπασε σκορ 69 έναντι παγκόσμιου μ.ο. στο 62. Στο cloud βαθμολογήθηκε με 39 έναντι παγκόσμιου μ.ο. στο 42, στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης απέσπασε σκορ 24 με παγκόσμιο μ.ο. 30 και στον τομέα του Internet of Things βαθμολογήθηκε με 48 και βρίσκεται πάνω από τον παγκόσμιο μ.ο. που τοποθετείται στο 40.
Οι οικονομίες αξιολογούνται σε τέσσερις πυλώνες: τη διαθεσιμότητα, τη ζήτηση, την εμπειρία χρήσης και τη δυναμική. Σε ότι αφορά τη διαθεσιμότητα – δηλαδή επενδύσεις σε τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, οπτικές ίνες, 4G και 5G, Internet of Things, Cloud, τεχνητή νοημοσύνη και λογισμικό ασφαλείας – η Ελλάδα εμφανίζει σκορ ανάλογο με τον παγκόσμιο μέσο όρο, 40 από 41 αντίστοιχα. Στη ζήτηση – που αφορά στα smartphones, τις συνδρομές mobile και fixed broadband, κατοχή υπολογιστών, μετάβαση στο cloud, τις συνδέσεις IoT, τα App downloads και το ηλεκτρονικό εμπόριο – η Ελλάδα βαθμολογείται με 56 έναντι παγκόσμιου μ.ο. 55. Στον τομέα της εμπειρίας – που αφορά στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση, την προσβασιμότητα σε ευρυζωνικές συνδέσεις, την ταχύτητα, την εμεπιρία cloud κ.ο.κ.- η Ελλάδα βαθμολογείται με 61, όσο και ο παγκόσμιος μ.ο.. Επίσης σε ότι αφορά στη δυναμική – που αφορά στη διαθεσιμότητα software developers, τις επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και τις πατέντες – η Ελλάδα επίσης βαθμολογείται σε σκορ αντίστοιχο του παγκόσμιου μ.ο., δηλαδή με 50.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κορυφαία θέση στον δείκτη GCI καταλαμβάνουν οι ΗΠΑ, με βαθμολογία 87 και ακολουθεί στη δεύτερη θέση η Ελβετία μαζί με την Σιγκαπούρη με 81, ενώ έπεται η Σουηδία με 80 και την πρώτη πεντάδα συμπληρώνει η Δανία με 77.
Σύμφωνα με την έρευνα, η πανδημία αποκάλυψε την ευθραυστότητα των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού και οδήγησε σε μείωση δαπανών. Ειδικότερα στον τομέα των επενδύσεων που αφορούν τηλεπικοινωνίες και πληροφορική οι περισσότερες χώρες διατήρησαν σταθερές τις ψηφιακές τους υποδομές, κάτι που δεν συνάδει με την εκτίμηση των αναλυτών ότι αυτός ο τομέας είναι το κλειδί για την ανάκαμψη αλλά και την επιδιωκόμενη ανάπτυξη, με επίπεδα παραγωγικότητας υψηλότερα από την περίοδο πριν από την πανδημία.
Αν και διαπιστώνεται κάποια επιτάχυνση στον ψηφιακό μετασχηματισμό, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί δεν είναι ικανοποιητική σε πολλές χώρες, ενώ έχει επιβεβαιωθεί ότι όσες έχουν πιο ανεπτυγμένες ψηφιακές υποδομές είναι σε καλύτερη θέση να ανταποκριθούν στην πανδημία, να ξεκινήσουν την οικονομική ανάκαμψη και να δημιουργήσουν ανθεκτικότητα για το μέλλον.
Από το 2015, ο δείκτης GCI παρακολουθεί την πρόοδο 79 οικονομιών στην ανάπτυξη ψηφιακών υποδομών και για το 2020 η έρευνα και στις τρεις ομάδες χωρών – Starter, Adopter και Frontrunner – δείχνει ότι οι οργανισμοί σε χώρες με υψηλές επιδόσεις στον δείκτη GCI είναι 2,5 έως 3,5 φορές λιγότερο πιθανό να μειώσουν τον προϋπολογισμό τους για επενδύσεις σε τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών.
Οι οικονομίες με τις υψηλότερες βαθμολογίες έχουν μεγαλύτερη ψηφιακή ετοιμότητα χάρη στις ώριμες υποδομές τους και είναι σε θέση να μειώσουν πιο δραστικά τον αντίκτυπο της πανδημίας. Οι άνθρωποι και οι επιχειρήσεις σε αυτές τις οικονομίες της ομάδας Frontrunner κατάφεραν να αλλάξουν γρηγορότερα το μοντέλο εργασίας και εκπαίδευσης υποστηρίζοντας με επάρκεια εξ’ αποστάσεως δυνατότητες εκτέλεσης των καθηκόντων.
Σύμφωνα με τους αναλυτές η πλήρης ανάκαμψη από την κρίση της πανδημίας απαιτεί δύο πράγματα: άρση των περιοριστικών μέτρων και επιστροφή στο επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας πριν από την πανδημία. Η επίτευξη αυτών των στόχων απαιτεί μια σειρά ψηφιακών δυνατοτήτων. Σε αυτά περιλαμβάνονται η εξ αποστάσεως εκπαίδευση με χρήση AR και VR που υποστηρίζεται από το 5G, αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης και του Internet of Things για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και υιοθέτηση τεχνητής νοημοσύνης και ρομποτικής για την ενίσχυση, μεταξύ άλλων, των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης.
Με το βλέμμα στο μέλλον, η νέα κανονικότητα μπορεί να είναι ένας καλύτερος τρόπος για να λειτουργήσουν οι οικονομίες και τα κράτη να οικοδομήσουν ανταγωνιστικότητα και ανθεκτικότητα.