Η Ελλάδα πέρασε με επιτυχία την πρώτη δοκιμασία της ενισχυμένης εποπτείας
- 21/11/2018, 13:48
- SHARE
Η έκθεση της Κομισιόν εντοπίζει καλά στοιχεία στο κομμάτι των πλεονασμάτων, όμως προειδοποιεί για την πορεία των μεταρρυθμίσεων.
Στο συμπέρασμα ότι το προσχέδιο του ελληνικού προϋπολογισμού για το 2019 -χωρίς την περικοπή των συντάξεων- εξασφαλίζει τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ, καταλήγει η πρώτη έκθεση της Επιτροπής στο πλαίσιο της «ενισχυμένης εποπτείας» για την Ελλάδα. Παράλληλα, η Επιτροπή χαρακτηρίζει «μέτρια» την πρόοδο όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις, καλώντας τις ελληνικές Αρχές να επισπεύσουν την υλοποίησή τους.
Στην ίδια έκθεση επισημαίνεται ότι η εκταμίευση της δόσης από τις επιστροφές των κερδών των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες (ΑΝFAs – SMPs), εξαρτάται, βάσει της συμφωνίας για το χρέος, από τη θετική αξιολόγηση στην πορεία υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, η οποία θα δημοσιευθεί σε μια δεύτερη έκθεση της Επιτροπής στις αρχές του επόμενου έτους.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η κυβέρνηση είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας 16 δεσμεύσεις, ως το τέλος του 2018, βάσει της συμφωνίας του Eurogroup του Ιουνίου 2018. Σύμφωνα με την Επιτροπή, έχει σημειωθεί πρόοδος, αλλά καμία από αυτές τις δεσμεύσεις δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Επισημαίνεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις ο ρυθμός υλοποίησης είναι στη σωστή τροχιά και σε κάποιες άλλες, υπάρχουν μικρές καθυστερήσεις όπως π.χ. στη μεταρρύθμιση της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, και σε κάποιες ιδιωτικοποιήσεις.
Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι υπάρχουν καθυστερήσεις σε δεσμεύσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν επειγόντως, πριν από τη δημοσιοποίηση της επόμενης έκθεσης «ενισχυμένης επιτήρησης», στο τέλος του Φεβρουαρίου 2019. Αυτές οι δεσμεύσεις περιλαμβάνουν τη στελέχωση της Ανεξάρτητης Αρχής Εσόδων, την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών, την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (συμπεριλαμβανομένης της τροποποίησης του νόμου Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας), την ενεργοποίηση της νομοθεσίας για τις διαδικασίες αδειοδότησης στον τομέα των περιβαλλοντικών υποδομών, το διορισμό των υψηλόβαθμων στελεχών στη Δημόσια Διοίκηση, τη μεταφορά του Ολυμπιακού Κέντρου στο Ταμείο για τις Ιδιωτικοποιήσεις και άλλες.
Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, η έκθεση της Επιτροπής τονίζει ότι σε γενικές γραμμές έχει σημειωθεί ικανοποιητική πρόοδος για τα έργα που είναι προγραμματισμένα για το 2018 (π.χ. ΔΕΣΦΑ, Ελληνικό). Αντίθετα, υπογραμμίζει ότι υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις που σχεδιάζεται να ολοκληρωθούν το 2019 (π.χ. Εγνατία οδός, περιφερειακά λιμάνια).
Για τη Δημόσια Διοίκηση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το μέγεθος του ελληνικού δημόσιου τομέα έχει πλέον συρρικνωθεί περίπου στο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, τονίζει ότι πρέπει να αποφευχθεί η επιστροφή σε προ κρίσης πρακτικές, όπως π.χ. οι υπερβολικές προσλήψεις.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η εξέλιξη των μισθών ήταν συγκρατημένη και για το μέλλον θα είναι ζωτικής σημασίας οι κοινωνικοί εταίροι και οι ελληνικές αρχές να διατηρήσουν τις μισθολογικές εξελίξεις ευθυγραμμισμένες με την αύξηση της παραγωγικότητας, ώστε να διασφαλιστεί η αύξηση της ανταγωνιστικότητας και η δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Δεν διακυβεύεται η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος από τη μη περικοπή των συντάξεων
Σε ό,τι αφορά το προσχέδιο προϋπολογισμού του 2019, η Επιτροπή τονίζει ότι η μη εφαρμογή του μέτρου περικοπής των συντάξεων, σε συνδυασμό με το πάγωμα των συντάξεων ως το 2022, δεν διακυβεύει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η περικοπή των συντάξεων θα επηρέαζε 1,4 εκατ. συνταξιούχους με μειώσεις κατά μέσο όρο 14% που θα τους οδηγούσε στα όρια της φτώχειας.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι οι ελληνικές Αρχές στοχεύουν στην ενίσχυση του συστήματος κοινωνικών παροχών με τη δρομολόγηση ενός νέου επιδόματος στέγασης ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ το 2019, τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για ορισμένες κατηγορίες αυτοαπασχολούμενων, την επιδότηση εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργοδοτών για νέους κάτω των 24 ετών, τη μείωση του φόρου ακίνητης περιουσίας (ENΦΙΑ), τη μείωση του ανώτατου ορίου δαπανών σε δημόσιες επενδύσεις και τη σταδιακή μείωση του φόρου των επιχειρήσεων από το 2020. Σημειώνεται, επίσης, ότι οι ελληνικές Αρχές δεν έχουν ενημερώσει τους θεσμούς για ενδεχόμενη μη εφαρμογή του προνομοθετημένου μέτρου μείωσης του αφορολόγητου από την 1η Ιανουαρίου του 2020.
Σε ό,τι αφορά την αναμενόμενη υπέρβαση του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ για το 2018, η Επιτροπή σημειώνει την πρόθεση των ελληνικών Αρχών να ληφθούν έκτακτα μέτρα για την υποστήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Ωστόσο, τονίζει ότι η Ελλάδα δεν έχει υποβάλει ακόμα συγκεκριμένες προτάσεις και ότι τα όποια μέτρα ληφθούν, θα πρέπει να αφήνουν κάποιο «περιθώριο ασφαλείας» για την αντιμετώπιση πιθανών μελλοντικών αποκλίσεων. Προσθέτει, δε, ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση ληξιπρόθεσμων οφειλών και άλλων υποχρεώσεων.
Σε ό,τι αφορά ενδεχόμενους δημοσιονομικούς κινδύνους, η Επιτροπή εκφράζει ανησυχία για τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις για τις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις που θεσπίστηκαν το 2012, το 2015 και το 2016, καθώς και τα μέτρα που εγκρίθηκαν το 2012, τα οποία καταργούν το 13ο και 14ο μηνιαίο μισθό των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. Αν αυτές οι αποφάσεις εφαρμοστούν, θα πρέπει η κυβέρνηση να λάβει αντισταθμιστικά μέτρα για την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων, σημειώνει η Επιτροπή.
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι σταθερή, αλλά υπάρχουν κίνδυνοι. Το 2018 αναμένεται ανάπτυξη 2% του ΑΕΠ, το 2019 στο 2,2% και 2,3% το 2020.
Η Επιτροπή τονίζει ότι παρά το σημαντικό ταμειακό απόθεμα και τη δέσμη μέτρων για το χρέος που βελτίωσαν τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, οι συνθήκες χρηματοδότησης παραμένουν δύσκολες για τη χώρα και και θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανάκαμψη.
Τα περιθώρια των κρατικών ομολόγων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, λόγω εξωτερικών παραγόντων και εγχώριων τρωτών σημείων, αλλά και της αδύναμης ικανότητας διαμεσολάβησης του τραπεζικού τομέα.
Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους παραμένει σε σταθερά επίπεδα, σε σχέση με την τελευταία ανάλυση της βιωσιμότητας του Ιουνίου του 2018.