Η επάνοδος της ελληνικής οικονομίας σε επενδυτική βαθμίδα
- 01/01/2024, 09:00
- SHARE
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί ένα είδος ναυαρχίδας για την οικονομία το 2024 και η αξιοποίηση της αναβάθμισης του αξιόχρεου και των προοπτικών της χώρας από τους διεθνείς οίκους είναι Νο1 προτεραιότητα του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης το νέο έτος.
Σημειώνεται ότι το 2023 η ελληνική οικονομία ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα από τους κορυφαίους οίκους αξιολόγησης και προσβλέπει σε περαιτέρω αναβαθμίζεις το 2024. Ειδικότερα, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας αναβαθμίστηκε σε επενδυτική βαθμίδα από πέντε οίκους αξιολόγησης R&I, Scope, DBRS, S&P και Fitch, στο διάστημα μεταξύ 31 Ιουλίου και 1ης Δεκεμβρίου και πλέον αναμένεται η ετοιμηγορία της Moody’s την άνοιξη.
Με βάση τον προγραμματισμό της S&P, που τοποθετεί την ελληνική οικονομία στην βαθμίδα “ΒΒΒ-” με σταθερές προοπτικές, αναμένεται μια πρώτη αξιολόγηση για το νέο έτος από τον οίκο στις 19 Απριλίου και μια δεύτερη στις 18 Οκτωβρίου του 2024. Θα προηγηθεί όμως η κρίσιμη αξιολόγηση της Moody’s τον Μάρτιο. Εξάλλου, το “BBB-“, όπου κατατάσσεται η Ελλάδα από τους κορυφαίους διεθνείς οίκους (εκτός της Moody’s που έχει δώσει “Ba1” μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις) συνιστά επενδυτική βαθμίδα αλλά τη χαμηλότερη. Όμως μετά και την αναβάθμιση της Fitch άλλαξε άρδην το κλίμα στην αγορά ομολόγων, με αποκλιμάκωση των αποδόσεων ενώ δόθηκε η δυνατότητα στα ελληνικά κρατικά ομόλογα να ενταχθούν σε διεθνείς δείκτες όπως ο Bloomberg Barclays και ο iBoxx.
Με περαιτέρω αναβάθμιση αναδύονται νέες προοπτικές για μείωση του χρέους. Γίνεται επομένως κατανοητό γιατί ο Κωστής Χατζηδάκης, υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, προτεραιοποιεί το 2024 πρόωρες αποπληρωμές δανείων που συνάφθηκαν την εποχή των μνημονίων και μείωση του συνολικού χρέους. Είναι ενδεικτικό ότι το σχέδιο διαχείρισης του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) προβλέπει για το 2024 στόχο για μείωση του λόγου χρέους / ΑΕΠ στο 152%, με μείωση του χρέους και σε ονομαστικούς όρους. Με βάση επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2022 έφτασε στα 357 δισ. ευρώ. Ο στόχος του ΟΔΔΗΧ, που προβλέπεται και στον προϋπολογισμό του νέου έτους, είναι να μειωθεί το 2024 κατά 3,2 δισ. ευρώ. Μάλιστα εκτιμάται ότι ο στόχος πιθανόν θα υπερκαλυφθεί εάν δεν προκύψουν έκτακτα γεγονότα. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η πολιτική αξιοποίησης των ταμειακών διαθεσίμων, που αλλάζει μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Υπολογίζεται ότι σήμερα είναι γύρω στα 30 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στα επίπεδα του 2018 ενώ είχε φτάσει σχεδόν 40 δισ. ευρώ μετά την πανδημία περιλαμβάνοντας τη δόση του δανείου του ESM, διαθέσιμα κρατικών οργανισμών, κεφάλαια που αντλήθηκαν από τις αγορές και καταβολές του ταμείου ανάκαμψης. Σημειώνεται ότι στον λογαριασμό των διαθεσίμων μπήκαν και τα κονδύλια του πακέτου στήριξης που διατέθηκαν για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, περίπου 43 δισ. ευρώ. Σήμερα, χάρης στις νέες εκδόσεις GGB κατά την περίοδο 2017-2023, τα δημοσιονομικά πλεονάσματα που συσσωρεύτηκαν, το ευνοϊκό προφίλ απόσβεσης χρέους και την υπεραπόδοση των εσόδων τα ταμειακά διαθέσιμα στα τέλη του 2023 διατηρούνται περίπου στα 30 δισ. ευρώ παρά το ασταθές παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον καλύπτοντας για περίπου 3 χρόνια τις χρηματοδοτικές ανάγκες της οικονομίας.
Αξιοποιώντας την ευνοϊκή συγκυρία της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας και της εμπιστοσύνης των αγορών το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θα επιχειρήσει το 2024 να εξοφλήσει μνημονιακές δανειακές υποχρεώσεις αντλώντας ρευστότητας από την αγορά ομολόγων με πιο ευνοϊκούς όρους. Πρακτικά, εξασφαλίζοντας δανεισμό με χαμηλότερο επιτόκιο, θα αποπληρώσει πρόωρα διμερή δάνεια με χώρες της ΕΕ που συνάφθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων (Greek Loan Facility – GLF) κι επιπλέον προγραμματίζεται εξόφληση έντοκων γραμματίων, ήτοι βραχυπρόθεσμου δανεισμού.
Με βάση τον σχεδιασμό του ΟΔΔΗΧ προβλέπεται πρόωρη αποπληρωμή χρέους περί τα 12 δισ. ευρώ με άντληση περί τα 10 δισ. ευρώ από τις διεθνείς αγορές με την έκδοση νέων ομολόγων.
Σημειώνεται ότι οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου ανέρχονται σε 5,463 δισ. ευρώ για την αναχρηματοδότηση ομολόγων που λήγουν, 4,85 δισ. ευρώ για αποπληρωμή τόκων και άλλων επιμέρους υποχρεώσεων, 12 δισ. ευρώ για την πρόωρη εξόφληση εντόκων γραμματίων και 3,589 δισ. ευρώ για άλλες ανάγκες ρευστότητας όπως δάνεια του ταμείου ανάκαμψης και αυξήσεις κεφαλαίου. Από το σύνολο των αναγκών αφαιρούνται 6,9 δισ. ευρώ λόγω των εκτιμήσεων για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Εν κατακλείδι, τα στοιχεία δείχνουν ότι το χρέος θα αποκλιμακώνεται τα επόμενα χρόνια. Εξάλλου, το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης υπολογίζεται στο 1,1% του ΑΕΠ το 2023 και 2,1% το 2024 σύμφωνα με τον προϋπολογισμό 2024, ως αποτέλεσμα της σταθερής αύξησης των εσόδων και των χαμηλότερων δαπανών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά και την κατάργηση των μέτρων στήριξης που σχετίζονται με την ενέργεια. Επίσης, κλίμα αισιοδοξίας καλλιεργεί η πρόβλεψη ότι θα ξεπεραστούν οι αρχικοί στόχοι του προϋπολογισμού για τρίτο συνεχόμενο έτος, το γεγονός ότι καταγράφεται πρωτογενές πλεόνασμα, μειώνονται οι ανάγκες για έκτακτα μέτρα στήριξης ενώ αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα και οι εισροές χρηματοδότησης από την ΕΕ.