Οι επενδύσεις καλούνται να… τρέξουν την ελληνική οικονομία- Τα βαρίδια της κρίσης
- 24/12/2019, 09:58
- SHARE
Ανασύνθεση του μίγματος της οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα περιμένουν οι αναλυτές της Alpha Bank. Η συμβολή των καθαρών εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί μεν σε θετικό έδαφος, αλλά παράλληλα αναμένεται ότι θα υπάρξει αξιοσημείωτη ισχυροποίηση της επενδυτικής δραστηριότητας, η οποία δύναται να λειτουργήσει υποστηρικτικά αφενός στη δημιουργία θέσεων εργασίας και αφετέρου στην αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας σε κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Παράγοντες καθοριστικής σημασίας για την ανωτέρω εξέλιξη είναι οι εξής:
Πρώτον, η βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών μέσω της εξυγίανσης των ισολογισμών τους και η αύξηση της ροπής προς αποταμίευση, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Δεύτερον, η προσέλκυση περισσότερων Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, γεγονός που ενισχύεται από τη θεαματική βελτίωση του αξιόχρεου της χώρας και την άνοδο των δεικτών επιχειρηματικού κλίματος.
Τρίτον, η αναβάθμιση της επιχειρηματικότητας, τόσο της καθιερωμένης, δηλαδή εκείνης που κατάφερε να επιβιώσει κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, όσο και της νεοφυούς, τα χαρακτηριστικά της οποίας επιχειρούμε να αναλύσουμε στις επόμενες παραγράφους.
Το πιο σημαντικό στοιχείο για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας είναι η διαμόρφωση αφενός του επιχειρηματικού και αφετέρου του κοινωνικού περιβάλλοντος που να την ευνοεί.
Αναφορικά με το πρώτο, η βελτίωση των περισσοτέρων υποδεικτών του δείκτη «Ease of Doing Business», κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής, αποτυπώνει ουσιαστικά και τη βελτίωση στις συνθήκες έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα μας, ενώ ο νέος αναπτυξιακός νόμος, σύμφωνα με μελέτη της ΤτΕ που συμπεριλαμβάνεται στην ενδιάμεση έκθεση της Νομισματικής Πολιτικής που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, προσδίδει ευελιξία στον προσδιορισμό του κόστους εργασίας των επιχειρήσεων, αυξάνει την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής και ενισχύει τον ανταγωνισμό στην αγορά προϊόντων. Παρά ταύτα, αρκετές παρεμβάσεις απαιτούνται ακόμη για την άνοδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και τη μείωση των κινδύνων που σχετίζονται με την επιχειρηματική δράση, όπως ο περιορισμός του χρόνου απονομής δικαιοσύνης, αποτελεσματικής εκτέλεσης συμβάσεων και επίλυσης διενέξεων.
Όσον αφορά στο κοινωνικό περιβάλλον έναντι της επιχειρηματικότητας, φαίνεται ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα στη φάση ανάκαμψης που διανύει πλέον η ελληνική οικονομία. Καθώς η αντίληψη που έχει η κοινωνία απέναντι στην επιχειρηματικότητα βελτιώνεται, μπορεί να επηρεάσει ευνοϊκά τις αποφάσεις των ατόμων για ανάληψη νέων επιχειρηματικών εγχειρημάτων.
Όπως σημειώνει η Alpha Bank, παρά το γεγονός ότι υπάρχει εμπιστοσύνη στην ποιότητα του ανθρώπινου επιχειρηματικού κεφαλαίου, η πολυετής ύφεση έχει αφήσει ένα ισχυρό αρνητικό αποτύπωμα στην ψυχολογία όσων ενδιαφέρονται να εμπλακούν στην επιχειρηματική δράση. Συγκεκριμένα, αν και το 46,4% των ερωτηθέντων απάντησε το 2018 ότι διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις, την εμπειρία και την ικανότητα να ξεκινήσει μία νέα επιχείρηση, έναντι μόλις 38,3% στη Γερμανία, το 68,5% δήλωσε ότι ο φόβος της αποτυχίας θα μπορούσε να αποτρέψει ένα νέο επιχειρηματικό εγχείρημα. Το ποσοστό αυτό, ήταν το μεγαλύτερο που σημειώθηκε σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που περιλαμβάνονται στην έρευνα, ενώ ο μέσος όρος της ομάδας ομοειδών χωρών ανήλθε σε 40,4%.
Επίσης, ένα σημαντικό ερώτημα είναι το κατά πόσο ενισχύεται η δυναμική της νεοφυούς επιχειρηματικότητας στο υπό διαμόρφωση περιβάλλον. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, σύμφωνα με την έρευνα ΙΟΒΕ-GEM, που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα αναφέρονται στο 2018 και ως εκ τούτου δεν περιλαμβάνουν την εικόνα της τρέχουσας δυναμικής. Ωστόσο, δίδουν τη δυνατότητα άντλησης σημαντικών συμπερασμάτων.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που εντάχθηκε σε αρχικό στάδιο επιχειρηματικής δραστηριότητας (Total Early-Stage Entrepreneurship activity – TEA) το 2018, ανήλθε σε 6,4%, προσεγγίζοντας το μέσο όρο των ετών 2003-2018. Με βάση τα ιστορικά στοιχεία της έρευνας, η οποία διεξάγεται τα τελευταία 16 χρόνια, το 2008 ένας στους δέκα ξεκινούσε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα (9,9%), ενώ δύο χρόνια αργότερα, στις αρχές της οικονομικής κρίσης, το αντίστοιχο ποσοστό μειώθηκε σχεδόν στο μισό (5,3%). Επιπλέον, το εν λόγω ποσοστό αν και διαχρονικά παρουσιάζει σημαντική διακύμανση, από το 2015 έως και το 2017 ακολούθησε σταθερά πτωτική πορεία, η οποία ήταν απόρροια όχι μόνο της παρατεταμένης περιόδου ύφεσης, αλλά και της φορολογικής επιβάρυνσης στην αυτοαπασχόληση, που αυξήθηκε κατά το διάστημα αυτό.
Αν και η πτωτική πορεία της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων ανακόπηκε το 2018, ο σχετικός δείκτης ΤΕΑ παραμένει χαμηλά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες που περιλαμβάνονται στην έρευνα (9η θέση από 49 χώρες). Τέλος, το ποσοστό του πληθυσμού που ξεκίνησε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα το 2018, υπολείπεται του αντίστοιχου ποσοστού της ομάδας χωρών με ομοειδή χαρακτηριστικά, το οποίο ανήλθε σε 10,1%.
Σε ό,τι αφορά τον κλαδικό προσανατολισμό της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων, ένα στα τέσσερα επιχειρηματικά εγχειρήματα, αφορούσαν το 2018 στη μεταποιητική δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό συνάδει με την ανοδική πορεία του κλάδου της μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, η οποία αντανακλάται τόσο στο δείκτη μεταποιητικής παραγωγής (+2.3%, τους πρώτους δέκα μήνες του 2019), όσο και στο δείκτη προσδοκιών, των Υπευθύνων Προμηθειών του κλάδου (PMI: 54,1 μονάδες το Νοέμβριο 2019). Το εν λόγω ποσοστό είναι το υψηλότερο, τόσο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες.
Επιπλέον, συγκριτικά υψηλό ποσοστό εγχειρημάτων σημειώθηκε το 2018 στον πρωτογενή τομέα. Το εν λόγω ποσοστό μάλιστα έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 2017 (4,0%), ενώ είναι το δεύτερο μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών που απεικονίζονται στο γράφημα, μετά την Ιταλία, χώρα με σημαντική αγροτική παραγωγή.
Η πλειοψηφία των νέων εγχειρημάτων σχετίζεται με προϊόντα και υπηρεσίες που απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή. Το 2018 το ποσοστό αυτό ήταν το υψηλότερο που παρατηρήθηκε μεταξύ των επιλεγμένων χωρών και ανήλθε σε 54,7%. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνεται, ότι το εμπόριο και ειδικότερα το λιανικό αποτελεί το επίκεντρο ενδιαφέροντος των νέων και εν δυνάμει επιχειρηματιών, πιθανότατα διότι απαιτεί συγκριτικά μικρότερου ύψους κεφαλαιουχικές επενδύσεις.
Τέλος, οι νέες επιχειρήσεις ή τα νέα επιχειρηματικά σχέδια υπό υλοποίηση, που αφορούν την παροχή υπηρεσιών προς άλλες επιχειρήσεις, αποτελούν μόλις το 12,5% του συνόλου.