Η γεύση που αφήνει το 2024 για την ελληνική οικονομία

Η γεύση που αφήνει το 2024 για την ελληνική οικονομία
greek flag with coins on a map representing the economy, finance, and national identity of greece Photo: Shutterstock
Το «γλυκόπικρο» 2024, οι συγκρίσεις με την ΕΕ και ο απολογισμός.

Το 2024 είχαμε τον πρώτο προϋπολογισμό μετά από δεκατρία χρόνια που καταρτίστηκε με το αξιόχρεο της χώρας να έχει ανακτήσει την επενδυτική του βαθμίδα ενώ έπεται η αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου στις αναπτυγμένες αγορές, εξελίξεις που ενισχύουν την οικονομική σταθερότητα και την εμπιστοσύνη της χώρας στη διεθνή αγορά.

Η αναβάθμιση αυξάνει την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα και της πραγματικής οικονομίας περιορίζοντας την αύξηση της μεταβλητότητας που προκαλούν τυχόν εξωγενείς διαταραχές. Ωστόσο, η επιστροφή στην κανονικότητα δεν έχει επιβεβαιώσει τις προσδοκίες για απτά οφέλη και επενδύσεις στην πραγματική οικονομία ανάγοντας την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου σε μείζονα προτεραιότητα, μαζί με το δημογραφικό, την χαμηλή εθνική αποταμίευση, το υψηλό δημόσιο χρέος και τα συνεχιζόμενα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,3% και να επιταχυνθεί το 2025 στο 2,5% ενώ την ίδια ώρα, το βασικό σενάριο των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος (Δεκέμβριος 2024), προβλέπει ότι το ΑΕΠ στην ευρωζώνη θα αυξηθεί κατά 0,7% το 2024 και το 2025 θα επιταχυνθεί σε 1,1%.

Η βασικότερη συνιστώσα της οικονομικής μεγέθυνσης είναι η ιδιωτική κατανάλωση, που αναμένεται αυξημένη κατά 0,9% το 2024 για να επιταχυνθεί σε 1,3% το 2025 ενώ και στην ευρωζώνη η κατανάλωση εκτιμάται ότι θα έχει θετική συμβολή στην ανάπτυξη.

Σημειώνεται ότι το ελληνικό κράτος εισέπραξε το 2024 επιπλέον 3,7 δισ. ευρώ από φόρους, εκ των οποίων 1 δισ. ευρώ είναι τα έσοδα από τον ΦΠΑ. Η αύξηση της κατανάλωσης και των online συναλλαγών, η ακρίβεια και οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές που εφαρμόζει η χώρα στην έμμεση φορολογία, της δίνουν κορυφαία θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη με όρους εισπράξεων έμμεσων φόρων αναλογικά με το ΑΕΠ.

Από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής το κράτος εξοικονόμησε 1,8 δισ. ευρώ το 2024 και το 2025 υπολογίζει να εισπράξει συνολικά 2,5 δις. ευρώ περισσότερα από ότι το 2024.

Εντωμεταξύ, η ανεργία αναμένεται να διαμορφωθεί σε 10,6% το 2024 για να φτάσει στο 8,5% το 2027 ενώ στην ευρωζώνη η ανεργία υπολογίζεται σε 6,4% το 2024 και 6,5% το 2025.

Καταλύτης είναι η μείωση του χρέους στο 147,5% του ΑΕΠ το 2025 από 161,9% το 2024.

Επίσης, για το 2024 οι επενδύσεις αναμένονται αυξημένες κατά 6,7% ενώ το 2025 ο ρυθμός προβλέπεται στο 8,4%, με την αγορά κατοικιών να συνεχίζει τη θετική της πορεία. Στην ευρωζώνη, εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας και υψηλών επιτοκίων, οι συνολικές ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου εκτιμάται ότι θα υποχωρήσουν περισσότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις, κατά 1,7% το 2024 ενώ προβλέπεται να ανακάμψουν το 2025 (+1,2%), με τις επενδύσεις σε κατοικίες να υποχωρούν, αν και τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι θα ανακάμψουν από το β’ εξάμηνο του 2025, καθώς οι επιπτώσεις των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης σταδιακά θα εξασθενούν και τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών θα αυξάνονται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Υψηλές επιδόσεις vs κίνδυνοι

Συμπερασματικά, η ελληνική οικονομία το 2024 συνέχισε να καταγράφει υψηλές επιδόσεις σε έναν κόσμο αβεβαιοτήτων, με γεωπολιτικές αναταραχές, πολιτικές εξελίξεις μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις σε όλο τον κόσμο αλλά και υψηλά επιτόκια. Σύμφωνα με την λίστα του Economist με τις οικονομίες που σημείωσαν εξαιρετική πορεία το 2024, η Ελλάδα βρέθηκε στην τρίτη θέση, μαζί με τη Δανία, με την Ισπανία στην κορυφαία θέση, δεύτερη την Ιρλανδία και με την Ιταλία να συμπληρώνει την πεντάδα.

Πρακτικά, η οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με ρυθμούς πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ αλλά οι πραγματικοί μισθοί έχουν καθηλώσει την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων στο ναδίρ της ευρωπαϊκής κατάταξης. Η χώρα αποκλίνει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και συγκρίνεται με τη Βουλγαρία.

Εντωμεταξύ, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση της προσήλωσης στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα διαφαίνεται αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο.

Στον τραπεζικό τομέα οι δείκτες ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου, βελτιώθηκαν, ενώ η κερδοφορία παρέμεινε ικανοποιητική. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε σημαντικά στο χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, χρειάζεται εγρήγορση, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, ώστε να επιτευχθεί περαιτέρω εξυγίανση του ενεργητικού των τραπεζών, να αποφευχθούν νέες εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω βελτίωση των κεφαλαιακών δεικτών, και στο να περιοριστούν οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs), οι οποίες αποτελούν σήμερα το 40% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η οικονομία είναι στο σωστό δρόμο

Όπως επισημαίνει η ΤτΕ στην Ενδιάμεση Έκθεση που δημοσίευσε προ ημερών, οι επιτυχίες που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια αποτελούν ένδειξη ότι η οικονομία είναι στο σωστό δρόμο. Όμως η προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης από τη δεκαετή κρίση χρέους δεν έχει ολοκληρωθεί. Η ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας μέσω των μεταρρυθμίσεων και της καινοτομίας, μαζί με την αύξηση των επενδύσεων και του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και τη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ προς τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: