Η γενναιοδωρία της Τουρκίας απέναντι στους Ρώσους ολιγάρχες μπορεί να της δημιουργήσει νέους μπελάδες
- 28/03/2022, 21:00
- SHARE
Από τη στιγμή που η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πυροδότησε σειρά κυρώσεων από τη Δύση στη Μόσχα, τουλάχιστον ένας ολιγάρχης και χιλιάδες ακόμη Ρώσοι μετέβησαν στην Τουρκία, η οποία θεωρείται ασφαλές μέρος για να μείνουν, να επενδύσουν και να διατηρήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Γιατί είναι η Τουρκία ελκυστική στους Ρώσους;
Η Τουρκία έχει δηλώσει ότι η απόφαση του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία είναι απαράδεκτη, ωστόσο αντιτίθεται επί της αρχής στις κυρώσεις και δεν τις υιοθετεί.
Η οικονομία της Τουρκίας, η οποία έχει ήδη πληγεί από νομισματική κρίση και τον αυξανόμενο πληθωρισμό, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, το εμπόριο και τον τουρισμό από τη Ρωσία.
Ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς, ένας από τους πολλούς Ρώσους ολιγάρχες που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα της Δύσης, έχει επίσης επισκεφθεί την Τουρκία και δύο από τα σούπερ γιοτ του συνολικής αξίας 1,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων ελλιμενίστηκαν σε τουρκικά θέρετρα την περασμένη εβδομάδα. Οι ολιγάρχες θα μπορούσαν να επενδύσουν περισσότερα, δήλωσαν στο Reuters πηγές με γνώση του ζητήματος.
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου δήλωσε το Σάββατο ότι οι Ρώσοι ολιγάρχες και οι Ρώσοι πολίτες είναι «φυσικά» ευπρόσδεκτοι και μπορούν να πραγματοποιήσουν δραστηριότητες στην Τουρκία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Μπορεί να έχει διάρκεια το ασφαλές καταφύγιο;
Οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν ήδη κατασχέσει τα περιουσιακά στοιχεία ολιγαρχών, έχουν παγώσει τα αποθεματικά της Ρωσίας και την έχουν εκδιώξει από το τραπεζικό σύστημα SWIFT, ενώ και θα μπορούσαν να πιέσουν την Άγκυρα να κλείσει τα «παραθυράκια». Σύμφωνα με αναλυτές που επικαλείται το Reuters, η Δύση θα μπορούσε να επιβάλει δευτερεύουσες κυρώσεις σε όσους συναλλάσσονται με τον κύριο στόχο, τη Ρωσία.
Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει αναταράξεις σε τουρκικές τράπεζες και εταιρείες που συναλλάσσονται με Ρώσους πελάτες ή δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό. Το 2020, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε δευτερεύουσες κυρώσεις στην Αμυντική Βιομηχανία της Τουρκίας, στον επικεφαλής της και σε άλλα πρόσωπα σχετικά με την αγορά από την Άγκυρα ρωσικών πυραύλων S-400.
Ωστόσο, δεδομένων των προσπαθειών της Τουρκίας να μεσολαβήσει μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, η Άγκυρα θα μπορούσε να αποφύγει τα διασταυρούμενα πυρά των κυρώσεων. Σημειώνεται πως ένας ακόμη γύρος ειρηνευτικών συνομιλιών πρόκειται να πραγματοποιηθεί στην Κωνσταντινούπολη αυτή την εβδομάδα.
Ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε χαιρέτισε τον διπλωματικό ρόλο της Άγκυρας, ωστόσο πρόσθεσε ότι «θα θέλαμε πολύ η Τουρκία να εφαρμόσει όλες τις κυρώσεις».
Πώς προετοιμάζονται τράπεζες και επιχειρήσεις;
Αντιμέτωπες με «πλημμύρα» νέων Ρώσων πελατών, οι τουρκικές τράπεζες ενίσχυσαν τους ελέγχους συμμόρφωσης υπό τον φόβο της παράβασης των κυρώσεων. Αυτό έχει απογοητεύσει ορισμένους Ρώσους. Αλλά αντανακλά την επιφυλακτικότητα σε ολόκληρο τον τομέα των τραπεζών, που επιδιώκει να αποφύγει την επανάληψη της υπόθεσης Halkbank, η οποία κατηγορείται από τις ΗΠΑ ότι βοήθησε το Ιράν να αποφύγει τις κυρώσεις των ΗΠΑ.
Η τουρκική ρυθμιστική αρχή τραπεζών BDDK δήλωσε ότι δεν έχει δώσει οδηγίες για περιορισμό των πολιτών οποιασδήποτε χώρας. Ωστόσο, ανώτερη τραπεζική πηγή ανέφερε ότι οι κυρώσεις «εκλαμβάνονται ως νέος κίνδυνος» και το θέμα έχει συζητηθεί πολλές φορές από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος.
Σύμφωνα με τον κ. Ακμπάς, μεγάλες τουρκικές εταιρείες και όμιλοι διαθέτουν περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία στη Ρωσία και η Μόσχα τις πιέζει τώρα να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους και να πληρώσουν εργαζομένους ή να κινδυνεύσουν να χρεοκοπήσουν. Ωστόσο, πολλές εταιρείες δραστηριοποιούνται πολύ περισσότερο στη Δύση και ίσως χρειαστεί να πάρουν μια απόφαση, εάν θα εγκαταλείψουν τη Ρωσία, όπως έχουν κάνει πολλές μεγάλες αμερικανικές και ευρωπαϊκές μάρκες.
Οποιεσδήποτε συνέπειες κυρώσεων θα μπορούσαν να βλάψουν περαιτέρω τη φήμη της Τουρκίας στους ξένους επενδυτές μετά από χρόνια ανορθόδοξης νομισματικής πολιτικής, επισημαίνεται στο δημοσίευμα του Reuters.