Η JPMorgan «γυρίζει την πλάτη» στο Πεκίνο: Γιατί υποβαθμίζει τις κινεζικές μετοχές
- 05/09/2024, 20:31
- SHARE
Η JPMorgan Chase & Co. εγκατέλειψε την προηγούμενη σύστασή της για αγορά κινεζικών μετοχών, επικαλούμενη την αυξανόμενη μεταβλητότητα που συνδέεται με τις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές, τις οικονομικές προκλήσεις της Κίνας και τη χλιαρή πολιτική στήριξη από την κινεζική κυβέρνηση. Οι στρατηγικοί αναλυτές της τράπεζας, με επικεφαλής τον Pedro Martins, υποβάθμισαν την Κίνα σε “ουδέτερη” από “υπερεπενδεδυμένη”, σημειώνοντας πως ο κίνδυνος ενός νέου εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα μπορούσε να πλήξει τις μετοχές.
Σύμφωνα με το σημείωμα της JPMorgan, η ενδεχόμενη αύξηση των δασμών από 20% σε 60% θα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο από τον προηγούμενο εμπορικό πόλεμο. Παράλληλα, οι οικονομικές πρωτοβουλίες της Κίνας για έξοδο από την ύφεση κρίνονται ως «υποτονικές», ενώ αναμένεται πτωτική μακροπρόθεσμη ανάπτυξη λόγω των συγκρούσεων ΗΠΑ-Κίνας, της μετακίνησης εφοδιαστικών αλυσίδων και των εσωτερικών προβλημάτων της χώρας.
Αυτή η υποβάθμιση ακολουθεί παρόμοιες κινήσεις άλλων χρηματοοικονομικών κολοσσών, όπως η UBS Global Wealth Management και η Nomura, καταδεικνύοντας την απογοήτευση των επενδυτών από την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας. Οι οικονομολόγοι αναμένουν πως η Κίνα θα αποτύχει να πετύχει τον φετινό στόχο ανάπτυξης του 5%, ενώ οι στρατηγικοί αναλυτές προτείνουν στους επενδυτές να στραφούν σε αγορές όπως η Ινδία, το Μεξικό, η Σαουδική Αραβία, η Βραζιλία και η Ινδονησία, όπου οι αποδόσεις φαίνονται πιο ελκυστικές.
Τα νέα μετοχικά κεφάλαια που αποκλείουν την Κίνα αυξάνονται, με τους επενδυτές να στρέφουν την προσοχή τους σε εναλλακτικούς προορισμούς. Επιπλέον, οι στρατηγικοί αναλυτές της JPMorgan μείωσαν τους στόχους για τους δείκτες MSCI China και CSI300, αν και οι νέες προβλέψεις παραμένουν υψηλότερες από τα σημερινά επίπεδα διαπραγμάτευσης.
Οι προσδοκίες για ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας έχουν υποχωρήσει, με την JPMorgan να προβλέπει τώρα ανάπτυξη 4,6% για το 2024, ενώ και άλλες τράπεζες, όπως η Bank of America, μειώνουν τις δικές τους εκτιμήσεις.