Η κρίση της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας: Μαζικές απολύσεις και κλείσιμο εργοστασίων
- 18/01/2019, 14:29
- SHARE
Η απειλή του Brexit και το Dieselgate είναι μερικοί μόνο από τους λόγους που οι εταιρείες αναγκάζονται να περιορίσουν τη δράση τους.
Μεγάλη αναταραχή παρατηρείται στον κλάδο της διεθνούς αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία δέχεται πλήγματα από την κάμψη της ζήτησης στην Κίνα, τη στροφή των καταναλωτών σε αυτοκίνητα ποικίλων δραστηριοτήτων, την ελαττωμένη ελκυστικότητα των πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων στην Ευρώπη και τις επιπτώσεις της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις Ford και Jaguar Land Rover να ανακοινώνουν απολύσεις και ενδεχόμενο κλείσιμο εργοστασίων τους στη Γηραιά Ήπειρο.
Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της Jaguar Land Rover, Ραλφ Σπεθ, προειδοποιεί ότι η λανθασμένη συμφωνία για το Βrexit θα κοστίσει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Κάθε μέρα περίπου 1.100 φορτηγά διασχίζουν το τούνελ της Μάγχης μεταφέροντας στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτοκίνητα, μηχανές, ανταλλακτικά και λοιπά εξαρτήματα.
Οι αυτοκινητοβιομηχανίες σχεδόν εκλιπαρούν τους διαπραγματευτές να αποφύγουν το αρνητικό σενάριο του Brexit χωρίς συμφωνία, καθώς σε αυτήν την περίπτωση όχι απλά θα επιβραδυνθεί σημαντικά η διαδικασία διέλευσης των συνόρων αλλά αυτόματα θα επιβληθούν και οι δασμοί ύψους 10% που προβλέπει άνευ διαφορετικής συμφωνίας ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.
Σε περίπτωση «σκληρού» Brexit το κόστος για τη βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία εκτιμάται στα 5,7 δισ. ευρώ τον χρόνο. Αν οι κατασκευαστές επιχειρήσουν να επιμερίσουν το κόστος στους καταναλωτές, τότε τα αυτοκίνητα που κατασκευάζονται στη Μεγάλη Βρετανία θα κοστίζουν στην ΕΕ περίπου 3.000 ευρώ ακριβότερα, ενώ τα ευρωπαϊκά θα κοστίζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο 1.700 ευρώ πιο ακριβά. Ήδη κάποιοι κατασκευαστές επεξεργάζονται εναλλακτικά σχέδια, όπως η BMW που σχεδιάζει να σταματήσει την παραγωγή τον Απρίλιο, ένα μήνα μετά το Brexit, απειλώντας να μεταφέρει μέρος της παραγωγής των (βρετανικών) Mini στην Ολλανδία.
Η ανησυχία στον κλάδο επιτείνεται και από τις αλλαγές στη νομοθεσία για τις εκπομπές αερίων. Όπως αναμενόταν, μετά από αυτές οι πωλήσεις έπεσαν τον Σεπτέμβριο, παρόλο που σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρέμειναν σε θετικό πρόσημο στο σύνολο του ενιαμήνου.
Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν και καλές ειδήσεις, όπως το ότι το 2018 η Volkswagen κατόρθωσε να πουλήσει 6,24 εκατομμύρια αυτοκίνητα σε διεθνή κλίμακα, φθάνοντας σε επίπεδο-ρεκόρ. Και αυτό το εξασφάλισε παρά το ότι υπήρξαν καθυστερήσεις στις παραδόσεις οχημάτων εξαιτίας των νέων ευρωπαϊκών προδιαγραφών για τη μείωση των εκπομπών ρύπων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μπορεί το Dieselgate να ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 2015 και από τότε έχουν περάσει περισσότερα από τρία χρόνια, αλλά η Volkswagen εξακολουθεί να «πληρώνει».
Η εταιρεία αναγνώρισε ότι περισσότερα από έντεκα εκατομμύρια αυτοκίνητά της, που πωλήθηκαν σε όλο τον κόσμο, ήταν εξοπλισμένα με παράτυπη τεχνολογία σχεδιασμένη να ελαχιστοποιεί τις ρυπογόνες εκπομπές κατά τη διάρκεια δοκιμών πιστοποίησης. Η υπόθεση είχε τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο για τον όμιλο, κυρίως λόγω των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η VW έπρεπε να καταβάλει ένα μεγάλο χρηματικό πρόστιμο, αλλά και να αποζημιώσει τους εμπλεκόμενους πελάτες, έτσι ώστε το Dieselgate να μπει στο αρχείο. Στην Ευρώπη, το κόστος του σκανδάλου συνδέεται κυρίως με τις τεράστιες εκστρατείες ανάκλησης.
Συνολικά, από το 2015, η υπόθεση έχει ήδη οδηγήσει σε δαπάνες ύψους 27 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο, η Volkswagen έχει ήδη διακανονίσει το μεγαλύτερο μέρος τους. Αλλά το σκάνδαλο εξακολουθεί να ταλανίζει τα οικονομικά του VW Group. Ο Φρανκ Γουίτερ, οικονομικός διευθυντής του Γερμανού κατασκευαστή, δήλωσε ότι το Dieselgate κόστισε 5,5 δισ. ευρώ το 2018. Τον Ιούνιο, η Volkswagen καταδικάστηκε να καταβάλει πρόστιμο ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ στη Γερμανία.
Και δεν έχει τελειώσει ακόμα η υπόθεση: Το 2019, η VW αναμένει το κόστος του σκανδάλου να ανέλθει στα δύο δισεκατομμύρια ευρώ. Και για το 2020, ότι θα της στοιχίσει ένα ακόμα δισεκατομμύριο, ενώ γερμανικός όμιλος ελπίζει να μην έχει κάποια κακή έκπληξη που θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο στο λογαριασμό.
Από την άλλη, τη συνένωση των δυνάμεών τους ανακοίνωσαν πριν λίγες μέρες (16/1), στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Αυτοκινήτου στο Ντιτρόιτ, η Ford και η Volkswagen (VW), ώστε να αντιμετωπίσουν με περισσότερα «πολεμοφόδια» τις προκλήσεις του μέλλοντος και τις επιπτώσεις από την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας. Οι δύο ισχυρές αυτοκινητοβιομηχανίες πρόκειται να συνεργαστούν στα οχήματα επαγγελματικής χρήσεως, ενώ θα εξετάσουν και τις πιθανότητες να επεκτείνουν μελλοντικά την κοινή τους δράση και στην ηλεκτροκίνηση και στην αυτόνομη οδήγηση. Διευκρίνισαν, πάντως, ότι δεν πρόκειται να κάνουν κάποια συγχώνευση ή να ανταλλάξουν μεταξύ τους μετοχές των εταιρειών, αλλά ότι σε πρώτη φάση θα ξεκινήσουν με πωλήσεις ημιφορτηγών και αγροτικών αυτοκινήτων μεσαίου μεγέθους το 2022. Κατά τις εκτιμήσεις των Ford και VW, τα πρώτα βελτιωμένα λειτουργικά κέρδη θα φανούν το 2023.
Επιπλέον, ανέφεραν ότι θα συγκροτηθεί κοινή επιτροπή, στην οποία θα συμμετέχουν και οι διευθύνοντες σύμβουλοι των Ford και Volkswagen (Τζιμ Χάκετ και Χέρμπερτ Ντίες). Υπό τη δική της αιγίδα θα τεθεί η αμερικανογερμανική συμμαχία, η σύμπηξη της οποίας δείχνει τις συνεχώς διογκούμενες πιέσεις στον κλάδο. Οι πιέσεις αυτές σχετίζονται με τις επενδύσεις στην ηλεκτροκίνηση, στην αυτόνομη οδήγηση και στη νέα τεχνολογία αντιρρύπανσης, ώστε να μειωθούν περαιτέρω οι εκπομπές ρύπων και να ικανοποιηθούν οι διεθνώς αυστηρότερες προδιαγραφές.
Ο Ντίες προσέθεσε πως, στο πλαίσιο της συνεργασίας με τη Ford, υπέγραψαν μνημόνιο συναντίληψης για ανάπτυξη ηλεκτρικών και αυτόνομων οχημάτων. H συνένωση δυνάμεων με τη Volkswagen είναι μεγάλο στοίχημα για τον Τζιμ Χάκετ, τον επικεφαλής της Ford, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα το 2017 με την εντολή να επισπεύσει τη λήψη αποφάσεων και να μειώσει τα έξοδα. Ήδη προανήγγειλε χιλιάδες απολύσεις και πιθανό κλείσιμο εργοστασίων στην Ευρώπη, ενώ τον Δεκέμβριο η Volkswagen είχε ανακοινώσει περαιτέρω ελάττωση δαπανών κατά 3 δισ. ευρώ, ώστε να βελτιώσει την κερδοφορία και να χρηματοδοτήσει τη στροφή της στην ηλεκτροκίνηση.
Όσον αφορά την Ford Ευρώπης, πριν λίγες μέρες (10/1) η εταιρεία ανακοίνωσε ότι θα κάνει περικοπές χιλιάδων θέσεων εργασίας, θα διακόψει την παραγωγή μη κερδοφόρων μοντέλων, ενώ εξετάζει και την πιθανότητα να κλείσει εργοστάσια στη Γηραιά Ήπειρο. Συγκεκριμένα, Η αυτοκινητοβιομηχανία σχεδιάζει να προχωρήσει στην περικοπή 1.150 θέσεων εργασίας στη Βρετανία, όπως ανακοίνωσε η ένωση εργαζομένων Unite, η οποία δηλώνει αποφασισμένη να προχωρήσει σε κινητοποιήσεις. Ειδικότερα, όπως ανέφερε η ένωση, από τις παραπάνω θέσεις εργασίας που θα περικοπούν, περίπου 1.000 θέσεις εργασίας αφορούν τη μονάδα παραγωγής που βρίσκεται στο Μπρίτζεντ της Ουαλίας.
Στόχος της εταιρείας είναι να επιτύχει περιθώριο λειτουργικών κερδών 6% στη συγκεκριμένη αγορά, στην οποία υφίσταται ισχυρές πιέσεις και να αναδιοργανωθεί. Οι πιέσεις εντάθηκαν από τότε που η βασική της ανταγωνίστρια, η αμερικανική General Motors πούλησε την Opel, τον ευρωπαϊκό της βραχίονα, στην Peugeot. Η αλλαγή αυτή ωφέλησε την Opel, η οποία, ύστερα από πολυετή οικονομική αιμορραγία, επιτέλους έχει κέρδη.
Όμως, κύμα απολύσεων έρχεται και στην General Motors, η οποία ανακοίνωσε πως προχωρά σε μείωση του προσωπικού σε Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδά κατά 15%. Η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία ανακοίνωσε ακόμη την αναστολή της παραγωγής σε επτά εργοστάσιά της.
Η εταιρεία ανακοίνωσε πως το 2019 δεν θα αναθέσει καινούργιες παραγγελίες σε μονάδες συναρμολόγησης οχημάτων στο Οχάιο και στο Ντιτρόιτ των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και στο Οντάριο του Καναδά. Ανενεργά θα μείνουν επίσης τα εργοστάσια κατασκευής κινητήρων στο Μέριλαντ και στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ. Στόχος των περικοπών είναι ο περιορισμός των λειτουργικών δαπανών κατά 6 δισεκατομμύρια δολάρια έως το τέλος του 2020.
Οι αλλαγές αναμένεται να οδηγήσουν στην κατάργηση περίπου 14.700 θέσεων εργασίας. Δεν είναι ακόμη σαφές πόσοι εργαζόμενοι θα απολυθούν και πόσοι θα αποχωρήσουν μέσω προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου ή συνταξιοδότησης. Παράλληλα, η GM σχεδιάζει να κλείσει δύο βιομηχανικές μονάδες εκτός Βορείου Αμερικής έως το τέλος του 2019. Ακόμη, η GM ανακοίνωσε πως θα διπλασιάσει τους πόρους που διαθέτει για ηλεκτροκίνητα και αυτόνομα αυτοκίνητα σε βάθος διετίας.
Αυτή η απόφαση της εταιρείας προκάλεσε την οργή του Τραμπ, ο οποίος δήλωσε με ανάρτησή του στο Twitter πως: «Είμαι πολύ απογοητευμένος από τη General Motors και την CEO της, Mary Barra, για το κλείσιμο εργοστασίων στο Οχάιο, το Μίσιγκαν και το Μέριλαντ. Τίποτα δεν κλείνει στο Μεξικό και την Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έσωσαν τη General Motors και αυτό είναι το ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ που λαμβάνουμε! Τώρα εξετάζουμε τη μείωση όλων των επιδοτήσεων, συμπεριλαμβανομένων… των ηλεκτρικών οχημάτων. Η General Motors έβαλε ένα μεγάλο στοίχημα στην Κίνα πριν από χρόνια, όταν έχτισε εκεί εργοστάσια (και στο Μεξικό) – δεν νομίζω ότι το στοίχημα αυτό πρέπει να αποπληρωθεί. Είμαι εδώ για να προστατεύσω τους εργάτες της Αμερικής!».
Την ίδια στιγμή, η Jaguar Land Rover (JLR), η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Βρετανίας, ετοιμάζεται για χιλιάδες απολύσεις εξαιτίας της ελαττωμένης ζήτησης από την Κίνα και της δραστικής πτώσης των πωλήσεων σε πετρελαιοκίνητα οχήματα στην Ευρώπη. Η εταιρεία, που απασχολεί περίπου 40.000 εργαζομένους στη Βρετανία, ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει την παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων στο εργοστάσιο του Γουολβερχάμπτον, και θα δημιουργήσει ένα νέο κέντρο συναρμολόγησης μπαταριών κοντά στο Μπέρμιγχαμ.
«Λαμβάνουμε αποφασιστικά μέτρα προκειμένου να επιτύχουμε μακροπρόθεσμη ανάπτυξη υπό το φως των πολλών γεωπολιτικών και ρυθμιστικών προβλημάτων καθώς και των τεχνολογικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος Ραλφ Σπεθ.
Αξίζει να σημειωθεί πως την περίοδο Απριλίου- Σεπτεμβρίου 2018 η JLR εμφάνισε ζημίες 450 εκατ. δολαρίων, ενώ ήδη έχει περικόψει 1.000 θέσεις εργασίας, έχει κλείσει για 2 εβδομάδες το εργοστάσιο στο Σόλιχαλ και μείωσε τις εργάσιμες ημέρες σε τρεις στο εργοστάσιο του Κασλ Μπρόμγουιτς.
Τέλος, όσον αφορά την Tesla, ο CEO της εταιρείας, Έλον Μασκ, σε email που έστειλε σε όλους τους εργαζομένους δήλωσε πως η εταιρεία θα μειώσει το προσωπικό της κατά 7%. Ο Μασκ αναφέρθηκε στον «δύσκολο» δρόμο που υπάρχει μπροστά και είπε ότι η εταιρεία έχει στόχο μικρό κέρδος για το προσεχές τρίμηνο. Υπογράμμισε επίσης ότι η Tesla αντιμετωπίζει τη δύσκολη πρόκληση του «να κάνει τα αυτοκίνητα μας, τις μπαταρίες και τα φωτοβολταϊκά προϊόντα, ανταγωνιστικά οικονομικά». «Τα προϊόντα της εταιρείας είναι ακόμη ακριβά για τον περισσότερο κόσμο…Για το τέταρτο τρίμηνο τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι είχαμε κέρδος, αλλά μικρότερο από το προηγούμενο τρίμηνο», τόνισε.