Η Μέι έχασε – Θα χρειαστεί την έγκριση του Κοινοβουλίου για να επικαλεσθεί το Brexit
- 24/01/2017, 12:55
- SHARE
Το Ανώτατο Δικαστήριο του Η.Β. αποφάσισε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει στην έναρξη του Brexit χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου.
Η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι έχασε στην υπόθεση της προσφυγής της στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας για την επίκληση του άρθρου 50, αφού το ανώτατο δικαστικό όργανο του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει στην έναρξη της διαδικασίας εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς την έγκριση του βρετανικού Κοινοβουλίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η Τερέζα Μέι μπορεί να επικαλεσθεί τις εκτελεστικές της εξουσίες που είναι γνωστές «βασιλικές προνομίες» για να επικαλεσθεί το άρθρο 50 της συνθήκης της Λισαβόνας και να σημάνει την έναρξη της διετούς διαδικασίας διαζυγίου.
Η βρετανική κυβέρνηση, ως εκ τούτου, πρέπει να ζητήσει την έγκριση του Κοινοβουλίου πριν προχωρήσει στην επίκληση του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας για την έναρξη των διαπραγματεύσεων εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αποφάσισε το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου,
«Εάν ενεργούσε διαφορετικά, αυτό θα συνιστούσε παραβίαση των συνταγματικών αρχών», δήλωσε ο δικαστής Ντέιβιντ Νιούμπεργκερ διευκρινίζοντας ότι οι οκτώ από τους ένδεκα δικαστές ψήφισαν υπέρ της ανάγκης έγκρισης εκ μέρους του Κοινοβουλίου.
«Το δημοψήφισμα είναι μεγάλης πολιτικής σημασίας, αλλά η Κοινοβουλευτική Πράξη που το επικύρωσε δεν έλεγε ποιο θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα», δήλωσε ο πρόεδρος Νιούμπεργκερ.
«Κατά συνέπεια οποιαδήποτε μεταβολή στον κυρωτικό του δημοψηφίσματος νόμο πρέπει να γίνει με τον μοναδικό τρόπο που προβλέπει το Σύνταγμα, μέσω μίας Κοινοβουλευτικής Πράξης».
Ενδεχόμενες καθυστερήσεις στη διαδικασία
Ωστόσο, η δικαστική ήττα, μολονότι προκαλεί αναστάτωση και φέρνει σε αμηχανία την κυβέρνηση, δεν αναμένεται να καθυστερήσει το χρονοδιάγραμμά της για το Brexit ούτε, όπως ελπίζουν μερικοί επενδυτές και υποστηρικτές της ΕΕ, μπορεί να σταματήσει την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ.
Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή η αντιπολίτευση είναι διχασμένη. «Δεν θα μπλοκάρουμε το Άρθρο 50», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ο ηγέτης του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος που διεξήγαγε εκστρατεία κατά του Brexit. «Θα ζητηθεί απ’ όλους τους βουλευτές των Εργατικών να ψηφίσουν προς αυτή την κατεύθυνση την ερχόμενη εβδομάδα ή οποτεδήποτε πραγματοποιηθεί η ψηφοφορία».
Μπορεί να μην συμφωνήσουν μ’ αυτό όλοι οι συνάδελφοι του Κόρμπιν, όμως η Μέι μπορεί να συγκεντρώσει τις ψήφους που χρειάζεται.
Αυτό που μπορεί να κάνει η απόφαση είναι να δώσει μια ευκαιρία στους Εργατικούς και σε άλλους βουλευτές που αντιτάσσονται σ’ ένα «σκληρό Brexit» –μια συμφωνία με την ΕΕ που θέτει τη μείωση της μετανάστευσης πάνω από την πρόσβαση στην ενιαία αγορά– να έχουν μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση της τελικής συμφωνίας.
Ανώτεροι υπουργοί της συντηρητικής κυβέρνησης της Μέι, η οποία περίμενε ότι θα χάσει στο δικαστήριο, έχουν ήδη καταστρώσει μια σειρά από επιλογές, ανάμεσα στις οποίες ένα σύντομο, σφιχτό νομοσχέδιο που θα τεθεί σύντομα προς ψήφιση στην κάτω βουλή του κοινοβουλίου, τη Βουλή των Κοινοτήτων.
Μολονότι πριν από το δημοψήφισμα του Ιουνίου η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών στη Βουλή των Κοινοτήτων υποστήριζε την παραμονή στην ΕΕ, οι περισσότεροι λένε τώρα πως θα στηρίξουν το Brexit, ιδιαίτερα οι βουλευτές της Αγγλίας και της Ουαλίας, οι ψηφοφόροι των οποίων υποστήριξαν σε υψηλά ποσοστά την έξοδο από την Ένωση.
Οι βουλευτές ψήφισαν τον Δεκέμβριο σε μια μη δεσμευτική ψηφοφορία με συντριπτικά ποσοστά υπέρ του χρονοδιαγράμματος της συντηρητικής κυβέρνησης της Μέι για επίκληση του Άρθρου 50 πριν από τον Απρίλιο.
Πηγές τόσο στους κυβερνώντες Συντηρητικούς της Μέι όσο και στο αντιπολιτευόμενο Εργατικό Κόμμα είπαν στο Reuters ότι υπάρχει δυνατότητα να περάσει το νομοσχέδιο από το κοινοβούλιο χωρίς περιορισμό στη συζήτησή του, και να εξασφαλισθεί ότι θα έχει περάσει πριν από τα τέλη Μαρτίου.
Το μεγάλο “αγκάθι”
Η μεγαλύτερη εν δυνάμει απειλή για την Μέι έρχεται από την άνω βουλή του βρετανικού κοινοβουλίου, τη Βουλή των Λόρδων, τα μέλη της οποίας δεν εκλέγονται ώστε να χρειάζεται να ανησυχούν για τις ψήφους των ψηφοφόρων και πολλά παραμένουν σφόδρα αντίθετα στο Brexit.
Αν η Βουλή των Λόρδων ψηφίσει κατά της έγκρισης της επίκλησης του Άρθρου 50, τότε το χρονοδιάγραμμα του Brexit μπορεί να καθυστερήσει σοβαρά.
Εντούτοις η κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι το νομοσχέδιο θα περάσει από τη Βουλή των Λόρδων επειδή θα προκαλούνταν συνταγματική κρίση αν τα μη αιρετά μέλη της βουλής αυτής απέρριπταν τη βούληση του λαού η οποία εκφράσθηκε τόσο μέσω του δημοψηφίσματος όσο και από τους αντιπροσώπους του στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Η αντίδραση της Κομισιόν
Την άποψη ότι «εναπόκειται στη βρετανική κυβέρνηση να βγάλει τα συμπεράσματά της», εξέφρασε ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς, κληθείς να σχολιάσει τη σημερινή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο ίδιος αρνήθηκε να προβεί σε περαιτέρω δηλώσεις, επαναλαμβάνοντας την πάγια θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι δεν θα υπάρξουν διαπραγματεύσεις, ούτε εικασίες για το τι μέλλει γενέσθαι πριν η κυβέρνηση ενεργοποιήσει επίσημα το άρθρο 50 της Συνθήκης, το οποίο καθορίζει τη διαδικασία αποχώρησης από την ΕΕ.
Εξάλλου, απαντώντας με σκωπτικό τρόπο σε σχετική ερώτηση ανέφερε πως πρώτα θα συμφωνηθούν οι όροι της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου και μετά θα ξεκινήσουν οι συζητήσεις για τον καθορισμό της μελλοντικής σχέσης των δύο πλευρών. «Όταν κάποιος επιθυμεί μετά το διαζύγιο να έχει μία φιλική σχέση με την άλλη πλευρά, πρέπει πρώτα να συμφωνήσει στους όρους ενός συντεταγμένου χωρισμού. Συντεταγμένος χωρισμός σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές θα ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και σε αυτήν τη βάση θα χτίσουν τη νέα σχέση», είπε χαρακτηριστικά.
Τέλος, ο κ. Σχοινάς επανέλαβε πως στις Συνθήκες δεν υπάρχει τίποτα που να απαγορεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο να συζητάει τις εμπορικές σχέσεις του με τρίτη χώρα, ενόσω είναι μέλος της Ένωσης, διευκρινίζοντας, όμως, ότι δεν μπορεί να φτάσει στο επίπεδο της ουσιαστικής διαπραγμάτευσης. «Η συζήτηση αφορά το τι θα ήθελες να δεις στο μενού, ενώ η διαπραγμάτευση γίνεται επί του ήδη αποφασισμένου μενού από το οποίο θα κληθείς να παραγγείλεις», σημείωσε, λέγοντας ότι σε αυτήν τη φάση δεν μπορεί να δώσει μία περισσότερο κυριολεκτική απάντηση.