Η μυθιστορηματική ζωή ενός εμβληματικου ξενοδοχείου
- 25/12/2015, 17:00
- SHARE
Οι λόγοι που η «Μεγάλη Βρεταννία» παραμένει ένα από τα πιο σπουδαία luxury hotels στον κόσµο.
Του Φώτη Βαλλάτου
Ο Γαλάζιος Δούναβης ηχεί στο Grand Ballroom της «Μεγάλης Βρεταννίας».
Αστραφτερές τουαλέτες, µοναδικά κοσµήµατα και καλοραµµένα σµόκιν στροβιλίζονται µε χάρη στο πιο εµβληµατικό ξενοδοχείο της πόλης, σε ακόµη µία συγκέντρωση ισχύος και λάµψης, γράφοντας άλλη µία σελίδα δόξας στο βιβλίο της µακραίωνης ιστορίας του· µιας ιστορίας που αρχίζει το 1842. Τότε που ένας πλούσιος Έλληνας της Διασποράς, ο Ληµνιός Αντώνιος Δηµητρίου, αγόρασε µια µεγάλη έκταση απέναντι από τα καινούργια Aνάκτορα. Στόχος του ήταν να χτίσει µια εξίσου λαµπρή κατοικία, αντιπροσωπευτική της οικονοµικής άνεσης και της κοινωνικής θέσης του.
Τα σχέδια αυτού του κτιρίου, κατόπιν έγκρισης του βασιλιά, ανατέθηκαν στον φηµισµένο Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν, που δηµιούργησε ένα σπουδαίο έργο-σηµείο αναφοράς για την ταυτότητα της πόλης: µια έπαυλη εκπληκτικής πολυτέλειας, 2.750 τετραγωνικών µέτρων, µε 90 δωµάτια, δυνατότητες επιπλέον επέκτασης και µαρµάρινες λεπτοµέρειες, οι οποίες αποτελούσαν από µόνες τους σαφείς ιστορικές παραποµπές στο παρελθόν. Η οικογένεια του Αντωνίου Δηµητρίου κατοίκησε σ’ αυτό µόνο τέσσερα χρόνια. Μετά την αποχώρησή της, ο χώρος διατέθηκε για λίγο καιρό στα Ανάκτορα, προκειµένου να φιλοξενούν τους υψηλούς καλεσµένους τους, ενώ το 1852 άλλαξε ιδιοκτήτη και πέρασε στα χέρια ενός πλούσιου εµπόρου από τη Σµύρνη. Ο τελευταίος ενοικίασε το κτίριο στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και η λειτουργία του χώρου µετετράπη σταδιακά, από ιδιωτική κατοικία, σε τόπο φιλοξενίας, µε ολοένα αυξανόµενη φήµη.
Μετά την αποχώρηση της Γαλλικής Σχολής, µε τη λήξη του ενοικιοστασίου, η οικία του Αντωνίου Δηµητρίου αποκτά τον χαρακτήρα που «γράφτηκε» στο πεπρωµένο της: αυτόν του σύγχρονου ξενοδοχείου. Το 1874 έχει πλέον αγοραστεί από τον Σάββα Κέντρο, έναν ξενοδόχο ο οποίος µεταφέρει εκεί την ξενοδοχειακή επιχείρησή του, που ήδη λειτουργούσε σε οίκηµα επί της Σταδίου και Καραγεώργη Σερβίας, και δέχεται τους πρώτους του πελάτες.
Ωστόσο, το µεγάλο ξεκίνηµα προς τα εµπρός πραγµατοποιείται όταν γίνεται συνέταιρος του Σάββα Κέντρου ο Ευστάθιος Λάµψας, ένας νεαρός άνδρας, σπάνιο ταλέντο, που επέστρεψε στην Ελλάδα µετά από µια επιτυχηµένη πορεία ως σεφ στο εξωτερικό. Τότε αποφασίζουν να επενδύσουν από κοινού στη δηµιουργία ενός ξενοδοχείου µε σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισµό. Με τόλµη και δυναµισµό, οι δυο τους παίρνουν ένα τεράστιο για την εποχή δάνειο και ανακαινίζουν εκ βάθρων το ξενοδοχείο.
Σε χρόνο ρεκόρ πραγµατοποιούνται µεταµορφώσεις στην εσωτερική διακόσµηση, αλλά και σηµαντικές γαστρονοµικές παρεµβάσεις στην κουζίνα, που αλλάζουν τα δεδοµένα και οδηγούν την επιχείρηση στη νέα εποχή. «Οι τιµές είναι πολύ ανταγωνιστικές. Οι φιλοξενούµενοι µπορούν να είναι σίγουροι ότι οι προσδοκίες τους θα εκπληρωθούν» αναφέρει ένα χαρακτηριστικό διαφηµιστικό φυλλάδιο της εποχής. Το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» µόλις έχει γεννηθεί. Θα εκπληρώσει έναν σηµαντικό ρόλο, καθώς θα γίνει η «καρδιά» της κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής της πόλης.
Ταυτόχρονα αποτελεί τον χώρο όπου διαδραµατίζονται οι κορυφαίες ιστορικές εξελίξεις που σηµάδεψαν την τύχη της Ελλάδας τα ταραγµένα από τους πολέµους χρόνια που ακολούθησαν µέχρι το 1956.
Το ξενοδοχείο ήταν διαρκώς σε λειτουργία από τις αρχές του προηγούµενου αιώνα και στους χώρους του συνέχισε να γράφεται η σύγχρονη ιστορία. Σε µία από τις σουίτες του ορκίζονται τα µέλη της κυβέρνησης της Εθνικής Ενότητας, εκεί µένει τους πρώτους µήνες της Μεταπολίτευσης ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, ενώ από το µπαλκόνι του εκφωνεί ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος το µήνυµά του στον ελληνικό λαό, µετά την εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο, το 1974. Το 2000, η Εταιρεία Ελληνικών Ξενοδοχείων ΛΑΜΨΑ Α.Ε. περιέρχεται στον έλεγχο της οικογένειας Λασκαρίδη. Την περίοδο 2002-2003 η «Μεγάλη Βρεταννία» ανακαινίζεται ριζικά, ανταποκρινόµενη πλήρως στις σύγχρονες απαιτήσεις φιλοξενίας. Πλέον πρόκειται για ένα υπερσύγχρονο, πέντε αστέρων ξενοδοχείο, µε 259 δωµάτια και 61 σουίτες, αλλά και µε καινούργια διακόσµηση και όµορφη επίπλωση. Το παραδοσιακό στιλ της κυριαρχεί παντού, αλλά τώρα πια συνδυάζεται µε σύγχρονες εγκαταστάσεις και δίκτυα, τρία εστιατόρια, δύο πισίνες, spas, µεγάλες αίθουσες και συνεδριακούς χώρους και οτιδήποτε άλλο απαιτείται να περιλαµβάνει ένα ευρωπαϊκό υπερπολυτελές ξενοδοχείο του 21ου αιώνα.
Η µεγάλη διεθνής εταιρεία Starwood Hotels & Resorts Worldwide (στην οποία ανήκουν τα brands Sheraton, Westin, Four Points by Sheraton, W Hotels, St. Regis, The Luxury Collection, Le Méridien, Εlement, Aloft and Tribute Portfolio), που έχει αναλάβει τη διαχείριση του ξενοδοχείου για τα επόµενα 25 χρόνια, το συγκαταλέγει στη Luxury Collection, ανάµεσα στα πολυτελέστερα ξενοδοχεία του κόσµου.
Έκτοτε οι διακρίσεις του ξενοδοχείου είναι πολλές. Για την οικογένεια Λασκαρίδη, που ελέγχει την ιστορική εταιρεία ΛΑΜΨΑ Α.Ε., στην οποία ανήκει η «Μεγάλη Βρεταννία», η σηµαντικότερη διάκριση παραµένει η καθηµερινή αναγνώριση των Ελλήνων και ξένων πελατών του ξενοδοχείου, µέσω της οποίας η «Μεγάλη Βρεταννία» γίνεται landmark τόσο για τις υπηρεσίες φιλοξενίας όσο και για τα ιστορικά σηµεία εστίασης, σύµφωνα µε τις αξιολογήσεις των διεθνών τουριστικών δηµοσιευµάτων.
«Η οικογένεια επένδυσε εξ ίδίων κεφαλαίων equity στην αγορά και την ανακαίνιση του ξενοδοχείου, η οποία δεν έτυχε καµίας κρατικής επιδοτήσεως» σηµειώνει η Χλόη Λασκαρίδη, µέλος της νεότερης γενιάς της οικογένειας, στο Fortune και συµπληρώνει: «Στόχος µας ήταν η δηµιουργία ενός ξενοδοχείου υψηλότατου ευρωπαϊκού επιπέδου. Η “Μεγάλη Βρεταννία”, αλλά και το “King George”, είναι µέλη της Luxury Collection της Starwood, η οποία εξασφαλίζει την παροχή των απαιτούµενων υπηρεσιών».
Ωστόσο, αν η µεγάλη επιτυχία µιας επιχείρησης είναι η διάρκεια στον χρόνο, ποιο είναι το µυστικό της «Μεγάλης Βρεταννίας»; «H δεσπόζουσα θέση της, η αρχιτεκτονική της µορφή και η ποιότητα κατασκευής της έκαναν αµέσως τη “Μεγάλη Βρεταννία” το σήµα κατατεθέν του ελληνικού τουρισµού. Έτσι, κατάφερε να αποτελεί διαχρονικά τη ναυαρχίδα των χώρων φιλοξενίας της Αθήνας» απαντά η Χλόη Λασκαρίδη και επισηµαίνει ότι, εκτός από την αυτονόητη οµαλοποίηση της οικονοµικής και κοινωνικής κατάστασης στη χώρα, η Αθήνα έχει όλα τα προσόντα να ξαναµπεί στην πρώτη κατηγορία των ευρωπαϊκών τουριστικών προορισµών. Προκειµένου όµως να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται να παραµείνει σταθερά στην κατηγορία των θετικών ειδήσεων και να βελτιώσει την εικόνα του ιστορικού κέντρου της. Και καταλήγει: «Ήδη η Αθήνα φιλοξενεί φέτος τέσσερα εκατοµµύρια τουρίστες. Η αυξητική αυτή τάση µπορεί να διατηρηθεί µε τη δηµιουργία νέων αξιόπιστων και αξιόλογων τουριστικών υποδοµών. Στο πλαίσιο αυτό, η αξιοποίηση του παραλιακού µετώπου θα συµβάλει στην περαιτέρω ελκυστικότητα της πόλης».
Από τα σαλόνια της «Μεγάλης Βρεταννίας» έχουν περάσει πλήθος επιφανών προσώπων, όπως ο Ρίχαρντ Στράους, ο Αγά Χαν, οι Κένεντι, ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ο Λίντον Τζόνσον, οι Κρουπ, οι Ροκφέλερ, ο σερ Λόρενς Ολίβιε, η Μάργκοτ Φοντέιν, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Χένρι Φόντα, ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν και ο Χέλµουτ Σµιτ, ενώ ακόµη και σήµερα εξακολουθεί να παραµένει σηµείο συνάντησης διάσηµων, πολιτικών, βιοµηχάνων και εφοπλιστών, νοµικών και διπλωµατών, καλλιτεχνών, καθώς και απλών ανθρώπων από ολόκληρο τον πλανήτη.
Στρατηγικός στόχος και πρόκληση για την οικογένεια Λασκαρίδη είναι, παράλληλα, και ο συνεδριακός τουρισµός, καθώς αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επέκταση της τουριστικής σεζόν και την αύξηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης των επισκεπτών, παρόλο που η Ελλάδα, αν και διαθέτει το κατάλληλο κλίµα, δεν έχει καταφέρει να δηµιουργήσει µια αξιόπιστη συνεδριακή υποδοµή. «Οι συνεδριακές υποδοµές προϋποθέτουν πρωτοβουλία της πολιτείας, ο ιδιωτικός τοµέας όµως µπορεί να λειτουργήσει και να συµβάλει υποβοηθητικά µε τεχνογνωσία αλλά και εξειδικευµένες επενδύσεις» υπογραµµίζει η Χλόη Λασκαρίδη και προσθέτει ότι «ο συνολικός κύκλος εργασιών της ΛΑΜΨΑ Α.Ε. (“Μεγάλη Βρεταννία” / “King George”) αναµένεται να ανέλθει στα 42 εκατ. ευρώ για το 2015, αυξηµένος κατά 8% σε σύγκριση µε το 2014». Καταλήγοντας, σηµειώνει ότι «γίνεται µεγάλη προσπάθεια τόσο για την αντιµετώπιση της εποχικότητας, που παραµένει µία από τις βασικές αδυναµίες της Αθήνας και συνεπώς και των ξενοδοχείων, όσο και για την ανάκτηση των Ελλήνων πελατών, οι οποίοι, επηρεασµένοι από την κρίση, έχουν αναστείλει ή και µειώσει την τουριστική κατανάλωσή τους». Και ένα πράγµα είναι πλέον σίγουρο: Η «Μεγάλη Βρεταννία» και το «King George» σταδιακά ανακτούν τη χαµένη πληρότητα της προ κρίσεως περιόδου.
*To άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.