Η ρωσική οικονομία δεν έχει καταρρεύσει ακόμα επειδή ο Πούτιν προετοιμαζόταν χρόνια για αυτή τη στιγμή
- 17/07/2022, 17:00
- SHARE
της Yvonne Lau
Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, χώρες σε όλο τον κόσμο καταδίκασαν την κίνηση αυτή και διέκοψαν απότομα τους οικονομικούς, επιχειρηματικούς και διπλωματικούς δεσμούς τους.
Πάνω από 1.000 εταιρείες – από αμερικανικές έως ευρωπαϊκές και ιαπωνικές – εγκατέλειψαν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στη Ρωσία. Τα δυτικά έθνη απέκλεισαν τη Ρωσία από το SWIFT – το διεθνές σύστημα πληρωμών που διακινεί χρήματα σε όλο τον κόσμο – και πάγωσαν τα περιουσιακά στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας, εμποδίζοντάς της την πρόσβαση στα συναλλαγματικά της διαθέσιμα ύψους 630 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι οικονομολόγοι και οι παγκόσμιοι ηγέτες πίστευαν ότι, συνδυαστικά, οι οικονομικές επιπτώσεις στη χώρα θα την υποβίβαζαν σε οικονομικό παρία, εξασφαλίζουν απώλειες δισεκατομμυρίων και ίσως οδηγούσαν ακόμη και σε συνολική κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας.
Όμως, το πράγμα δεν εξελίχθηκε ακριβώς έτσι.
Σε ολόκληρη τη Ρωσία υπάρχουν ενδείξεις ότι η χώρα προσαρμόζεται στην παγκόσμια οικονομική απομόνωση καλύτερα από ό,τι περίμεναν οι περισσότεροι.
Ρώσοι επιχειρηματίες έχουν απορροφήσει δραστηριότητες δυτικών εταιρειών, όπως η αγορά από τον δισεκατομμυριούχο από τη Σιβηρία Alexander Govor 850 καταστημάτων McDonald’s σε όλη τη χώρα. Ρώσοι εργολάβοι ακινήτων, όπως ο όμιλος MR Group, ανοίγουν νέα εμπορικά κέντρα – απλά χωρίς δυτικές μάρκες όπως η H&M, η Nike και η Starbucks.
Και παρά το γεγονός ότι έγινε η χώρα με τις περισσότερες κυρώσεις στον κόσμο, η οικονομία της Ρωσίας δεν έχει καταρρεύσει. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν είχε αρχίσει να προετοιμάζει τη χώρα πριν από χρόνια για να αντέξει τη δυτική οικονομική πίεση, ενισχύοντας τα συναλλαγματικά της αποθέματα και προσεγγίζοντας την Κίνα. Και, όλως τυχαίως, τα ταμεία του Κρεμλίνου ξεχειλίζουν επειδή οι τιμές του πετρελαίου έχουν εκτοξευθεί στα ύψη, σταθεροποιώντας το ρούβλι.
Η οικονομία παραμένει ζωντανή προς το παρόν. Αλλά καθώς ο πόλεμος παρατείνεται, αρχίζουν να φαίνονται ρωγμές, καθώς η Ρωσία αντιμετωπίζει τη χειρότερη ύφεση των τελευταίων 30 ετών, ένα διαφαινόμενο εμπάργκο πετρελαίου από την ΕΕ, και έναν αυξανόμενο αριθμό πολιτών που ωθούνται στη φτώχεια.
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Κριμαία το 2014, ο Πούτιν άρχισε να προετοιμάζει την οικονομία της χώρας για να αντέξει τις δυτικές κυρώσεις. Συγκέντρωσε αποθέματα ξένων νομισμάτων, μείωσε την εξάρτηση της Ρωσίας από το δολάριο και στράφηκε προς μια ισχυρότερη σχέση με την Κίνα.
Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, το έκανε με μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα και ελάχιστο δημόσιο χρέος.
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν την εισβολή, τα δυτικά έθνη σφυροκόπησαν τη Ρωσία με σκληρές, πρωτοφανείς κυρώσεις, περιορίζοντας την πρόσβαση της Ρωσίας στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σε απάντηση, η Ρωσία απαγόρευσε στους πολίτες να μεταφέρουν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς στο εξωτερικό για να αποτρέψει την εκροή κεφαλαίων, ενώ η κεντρική τράπεζα επέβαλε έκτακτη αύξηση των επιτοκίων κατά 20%, καθώς το ρούβλι έπεσε σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ. Αυτές οι «έγκαιρες και ισχυρές» κινήσεις επέτρεψαν στη χώρα να αποτρέψει μια «χρηματοπιστωτική κρίση μεγάλης κλίμακας», δήλωσε στο Fortune η Laura Solanko, ανώτερη σύμβουλος στο The Bank of Finland Institute for Emerging Economies in Transition (BOFIT), έναν οργανισμό που ερευνά τις αναδυόμενες οικονομίες.
Τέτοια μέτρα «θα ήταν πολύ δύσκολο να εφαρμοστούν σε μια δημοκρατία, αλλά ήταν εφικτό σε μια απολυταρχία όπου οι κρατικές εταιρείες παίζουν μεγαλύτερο ρόλο», λέει η ίδια.
Η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η ρωσική οικονομία θα κατέρρεε από τις κυρώσεις μέσα σε λίγους μήνες ήταν «εξίσου μη ρεαλιστική με το σχέδιο της ίδιας της Ρωσίας για blitzkrieg για την κατάκτηση της Ουκρανίας» μέσα σε λίγες μόνο ημέρες, λόγω των προετοιμασιών της κυβέρνησης για την εξασφάλιση μιας οικονομικά σταθερής οικονομίας, επεσήμανε στο Fortune ο Ρώσος πολιτικός επιστήμονας Ilya Matveev.
Αλλά η Ρωσία δεν έπαιξε απλώς ένα καλό παιχνίδι οικονομικής άμυνας. Η εισβολή της στην Ουκρανία αποσταθεροποίησε την παγκόσμια αγορά πετρελαίου, αυξάνοντας τις τιμές, γεγονός που της παρείχε μια απίστευτη πηγή χρηματοδότησης.
Από τις 24 Φεβρουαρίου, τα πετροδολάρια από τις πωλήσεις ενέργειας γέμισαν τα ταμεία του Κρεμλίνου και του προσέφεραν μια οικονομική σανίδα σωτηρίας.
Τις πρώτες 100 ημέρες του πολέμου, η Ρωσία εξασφάλισε το ποσό-ρεκόρ των 94 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις πωλήσεις ορυκτών καυσίμων, παρά το γεγονός ότι πουλούσε το αργό της με έκπτωση 30% και εξήγαγε μικρότερες ποσότητες, σύμφωνα με ανάλυση του Κέντρου Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα, με έδρα την Ελβετία. Μόνο τον Μάιο, η Ρωσία εισέπραξε 20 δισεκατομμύρια δολάρια από τις πωλήσεις ενέργειας, αυξημένα κατά 11% σε σχέση με τον Απρίλιο.