Η ΤτΕ «βλέπει» οριακή επιτάχυνση της ελληνικής οικονομίας – Οι κίνδυνοι για το ΑΕΠ
- 23/09/2024, 11:24
- SHARE
Η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένει πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να επιταχυνθεί οριακά το 2024 και το 2025, εκτιμώντας πως το ελληνικό ΑΕΠ θα «τρέξει» με ρυθμό 2,3% για το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Για την ανάπτυξη του ΑΕΠ, η ΤτΕ εκτιμά πως το 2024 θα καταγραφεί ανάπτυξη 2,2%, για το 2025 2,5% και για το 2026 2,3%.
Σε έκθεση της που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα, η ΤτΕ σημειώνει πως ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 3% για το 2024, πάνω από τα επίπεδα του 2% που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη σταθερότητα της οικονομίας στην Ευρωζώνη.
Σχετικά με τους κινδύνους για την οικονομία, η ΤτΕ σημειώνει πως «η επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή αποτελεί σημαντικό αρνητικό κίνδυνο για την αναπτυξιακή προοπτική, καθώς αυξάνει την αβεβαιότητα και ασκεί ανοδικές πιέσεις στις τιμές ενέργειας».
Αναλυτικά, η ΤτΕ αναφέρει πως «η οικονομική δραστηριότητα συνέχισε να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό ρυθμό το δεύτερο τρίμηνο του 2024 (2,3% σε ετήσια βάση), υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Ο πληθωρισμός υποχώρησε γρήγορα από τα υψηλά επίπεδα του 2022 λόγω της πτώσης των τιμών ενέργειας το 2023, αλλά παραμένει σχετικά υψηλός στο 3,0% για τους πρώτους οκτώ μήνες του 2024, εξαιτίας των επίμονων αυξήσεων στις τιμές των υπηρεσιών.
Στην αγορά ακινήτων, οι τιμές των διαμερισμάτων συνέχισαν να αυξάνονται με επιταχυνόμενο ρυθμό το 2023, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης επιβραδύνθηκαν κάπως κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας παρέμειναν θετικές, με την απασχόληση να αυξάνεται και την ανεργία να μειώνεται σε μονοψήφια ποσοστά.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σημαντικά το 2023, αλλά επιδεινώθηκε κατά τους πρώτους επτά μήνες του 2024 (κατά 1,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση). Το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2023 κατέληξε σε πλεόνασμα 1,9% του ΑΕΠ, σημαντικά υψηλότερο από τον στόχο του 1,1%, λόγω υψηλότερων φορολογικών εσόδων και χαμηλότερων πρωτογενών δαπανών.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022, φτάνοντας στο 161,9% του ΑΕΠ, λόγω της οικονομικής ανάπτυξης και του αυξημένου πληθωρισμού. Μετά από σημαντική επιβράδυνση κατά τη διάρκεια του 2023, η πιστωτική ανάπτυξη των επιχειρήσεων στις τράπεζες ανακάμπτει έντονα.
Ο ρυθμός ανάπτυξης των καταθέσεων των νοικοκυριών επιβραδύνθηκε το 2023-2024, υπό την αρνητική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού και της υποκατάστασης των καταθέσεων από άλλες επιλογές αποταμίευσης.
Μετά από σημαντική άνοδο από το δεύτερο εξάμηνο του 2022, τα επιτόκια δανείων των τραπεζών παραμένουν υψηλά.
Οι αποδόσεις και τα spreads των κρατικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει, καθώς η επίδραση των υψηλότερων επιτοκίων μετριάστηκε από τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα».
Ακόμα, η κεντρική τράπεζα σημειώνει για το επόμενο χρονικό διάστημα:
«Η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί οριακά το 2024 και το 2025, κυρίως λόγω των επενδύσεων, που υποστηρίζονται από διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους, και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω στο 3,0% το 2024, λόγω περαιτέρω μειώσεων στους ρυθμούς πληθωρισμού των τροφίμων, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών.
Η δημοσιονομική στάση το 2024 αναμένεται να είναι ελαφρώς επεκτατική, λόγω της αυξημένης επενδυτικής δαπάνης που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
Για το χρέος
Αναφορικά με την βιωσιμότητα του Δημοσίου Χρέους , η ΤτΕ προβλέπει ότι εξαιτίας των αυξημένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και της συναφούς δημοσιονομικής επέκτασης , μεσοπρόθεσμα ο λόγος του Δημοσίου Χρέους ως προς το ΑΕΠ θα έχει μία αυξητική τάση, όπως επίσης σε μικρότερο βαθμό, θα έχουν και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Η πορεία τόσο του Δημοσίου Χρέους όσο και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών αναμένεται να επανέλθουν σε πτωτική τροχιά, σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τις προοπτικές που ίσχυαν πριν από την εμφάνιση της πανδημίας μακροπρόθεσμα.
Παρά τα υψηλότερα επιτόκια , οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους παραμένουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα. Αυτό αντανακλά κυρίως: (i) τους ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους των δανείων του επίσημου τομέα (που περιλαμβάνουν περιόδους χάριτος, μακρές λήξεις και αναβολές τόκων) που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του συσσωρευμένου αποθέματος χρέους, (ii) το 100% του χρέους σταθερού επιτοκίου της κεντρικής κυβέρνησης (στο τέλος Ιουνίου 2024) και (iii) ένα πολύ σημαντικό ταμειακό απόθεμα που υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ (στο τέλος Ιουνίου 2024).
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, οι κίνδυνοι βιωσιμότητας παραμένουν αυξημένοι. Καθώς τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους θα αναχρηματοδοτούνται σταδιακά με όρους αγοράς,, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η έκθεση της Χώρας σε δυσμενείς διαταραχές , γεγονός που προϋποθέτει τη δέσμευση της για δημοσιονομική επαγρύπνηση.