ICAP: Η αγορά παραμένει σε φάση αβεβαιότητας

ICAP: Η αγορά παραμένει σε φάση αβεβαιότητας

Μελέτη της ICAP βασισμένη στα δημοσιευμένα ετήσια αποτελέσματα 1.043 ελληνικών επιχειρήσεων. 

Το έτος 2014 ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για την ελληνική οικονομία, δεδομένου ότι μετά από μία εξαετία βαθιάς ύφεσης (το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η υποχώρηση του ΑΕΠ να υπερβεί το 25%) υπήρξε ανακοπή της συνεχούς πτώσης και καταγραφή θετικού ρυθμού μεταβολής. Βέβαια, οι συνθήκες οικονομικής ύφεσης που επικράτησαν μέχρι το 2013 και η επιδείνωση των μακροοικονομικών συνθηκών, επηρέασαν άμεσα τη συνολική δραστηριότητα και τα αποτελέσματα των ελληνικών επιχειρήσεων. Στην παρούσα φάση η αγορά διακατέχεται από μεγάλη αβεβαιότητα, οι δε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα τηρούν στάση αναμονής, όσο εκκρεμούν οι διαπραγματεύσεις της Ελλάδας και των δανειστών – εταίρων της.

Αναφορικά με τις επιδόσεις των ελληνικών επιχειρήσεων για το 2014, στη συνέχεια επιχειρείται η αρχική καταγραφή των πρώτων σοβαρών ενδείξεων, βάσει δείγματος εταιρειών με διαθέσιμους ισολογισμούς και των δύο τελευταίων χρήσεων. Στα αρχεία της ICAP Databank υπάρχουν καταχωρημένες 1.043 επιχειρήσεις (εξαιρουμένων τραπεζών-ασφαλειών) με διαθέσιμους δημοσιευμένους ισολογισμούς και των δύο τελευταίων ετών, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση των μεγεθών. Από τις εταιρείες αυτές οι 272 είναι βιομηχανικές, οι 301 εμπορικές, οι 392 εταιρείες παροχής υπηρεσιών και οι λοιπές προέρχονται από τον τουριστικό και κατασκευαστικό κλάδο. Τα μεγέθη των επιχειρήσεων αυτών για το 2014 συγκρίνονται με τα αντίστοιχα μεγέθη των ίδιων ακριβώς επιχειρήσεων για το 2013.

Η βασική εικόνα που προκύπτει από τους ισολογισμούς και τα οικονομικά αποτελέσματα όλων των επιχειρήσεων του δείγματος είναι σαφώς θετική, παρά τις σημαντικές διαφορές που προκύπτουν ανά τομέα δραστηριότητας. Το 2014 καταγράφηκε ανακοπή της συνεχούς πτώσης των πωλήσεων και μεγάλη βελτίωση της κερδοφορίας, η οποία και είχε υποστεί τεράστιες απώλειες τα προηγούμενα έτη.

Από τα ενοποιημένα αποτελέσματα χρήσεως του συνόλου των επιχειρήσεων του δείγματος, προκύπτει εικόνα ανακοπής της φθίνουσας πορείας το τελευταίο έτος, με οριακή αύξηση (0,7%) του συνολικού κύκλου εργασιών, φαινόμενο σαφώς ενθαρρυντικό συγκριτικά με τις συνθήκες συνεχούς υποχώρησης που επικρατούσαν τα προηγούμενα χρόνια, με τις πωλήσεις να ανέρχονται σε €46,15 δισ. το 2014. Ωστόσο, η υπέρβαση του κόστους πωλήσεων ήταν σαφώς εντονότερη (σε σχέση με τις πωλήσεις), γεγονός που οδήγησε και πάλι σε υποχώρηση των μικτών κερδών, κατά 2,8%, στοιχείο ενδεικτικό ότι χρειάζονται ακόμη προσπάθειες προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

Παρόλα αυτά, εξαιτίας της σημαντικής υποχώρησης των «λοιπών λειτουργικών εξόδων» και των χρηματοοικονομικών δαπανών στη διάρκεια του έτους, σε επίπεδο λειτουργικού αποτελέσματος καταγράφηκε μεγάλη βελτίωση (+46,5%), γεγονός που αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για την εντυπωσιακή βελτίωση της κερδοφορίας. Πράγματι, το τελικό καθαρό αποτέλεσμα των συγκεκριμένων εταιρειών ήταν θετικό και τα δύο έτη, όμως το 2014 τα κέρδη προ φόρου εκτοξεύθηκαν σε €764 εκατ., έναντι αντίστοιχων κερδών €88,6 εκατ. το 2013. Τέλος, σε επίπεδο κερδών EBITDA καταγράφηκε αύξηση ποσοστού 28,8% το 2014/13.

Όσον αφορά στα στοιχεία Ενεργητικού και Παθητικού των 1.043 επιχειρήσεων, το σύνολο ενεργητικού τους αυξήθηκε κατά 4,2% το 2014/13, ανερχόμενο σε €63,7 δισ. Η μεταβολή αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έντονη διεύρυνση των διαθεσίμων και την αύξηση της αξίας των καθαρών παγίων. Από την άλλη πλευρά, τα ίδια κεφάλαια διευρύνθηκαν το 2014 κατά 2,6%. Περαιτέρω, σχετικά με τις συνθήκες χρηματοδότησης, βάσει των διαθέσιμων ισολογισμών σημειώνεται διαφοροποίηση, με καταγραφή σημαντικής υποχώρησης (-21,9%) στις βραχυπρόθεσμες οφειλές προς τράπεζες, ενώ ταυτόχρονα σημειώθηκε έντονη αύξηση στο επίπεδο των μεσο-μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων, κατά 18,4% (φαινόμενο που ενδεχομένως παραπέμπει σε διαδικασίες ρυθμίσεων δανείων, ή αντικατάστασης βραχυπρόθεσμων με μακροπρόθεσμα).

Σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς δείκτες, δεδομένης της προαναφερθείσας βελτίωσης της κερδοφορίας, τόσο η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων όσο και το περιθώριο καθαρού κέρδους κατέγραψαν μεγάλη βελτίωση το τελευταίο έτος, ωστόσο οι τιμές των δεικτών παραμένουν ακόμη περιορισμένες. Επισημαίνεται ακόμη η υποχώρηση του περιθωρίου μικτού κέρδους, από 14,08% το 2013 σε 13,59% το 2014. Παράλληλα, οι δείκτες ρευστότητας εμφάνισαν αισθητή βελτίωση το τελευταίο έτος.
(Πίνακας 1).

Όσον αφορά τη διάκριση σε κερδοφόρες – ζημιογόνες εταιρείες, από το συνολικό δείγμα των 1.043 εταιρειών προκύπτουν τα εξής:
– 640 εταιρείες (61,4%) ήταν κερδοφόρες, με κέρδη €1.906 εκ. περίπου
– 403 εταιρείες (38,6%) ήταν ζημιογόνες, με ζημίες ύψους €1.142 εκ. περίπου.

Ο Νικήτας Κωνσταντέλλος, Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου, δήλωσε σχετικά: «Το 2014 ήταν ιδιαίτερα σημαντικό έτος για την ελληνική οικονομία, δεδομένου ότι υπήρξε ανακοπή της συνεχούς πτώσης του ΑΕΠ και καταγραφή θετικού ρυθμού μεταβολής (0.8%), μετά από μία εξαετία βαθιάς ύφεσης. Φαίνεται ότι η βελτίωση αυτή αποτυπώθηκε και στις επιδόσεις των επιχειρήσεων κατά το 2014 με βάση λοιπόν τις ενδείξεις από τους μέχρι τώρα δημοσιευμένους ισολογισμούς 1.043 κυρίως μεγάλων εταιρειών για τη χρήση αυτή, προκύπτει γενικά θετική εικόνα, παρά τις σημαντικές διαφορές που προκύπτουν ανά τομέα δραστηριότητας.

Πράγματι, σε επίπεδο Πωλήσεων προκύπτει εικόνα ανακοπής της φθίνουσας πορείας το τελευταίο έτος, με οριακή αύξηση (0,7%) του συνολικού κύκλου εργασιών, που είναι αρκετά ενθαρρυντικό συγκριτικά με τις συνθήκες συνεχούς υποχώρησης που επικρατούσαν τα προηγούμενα χρόνια. Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι η βελτίωση των λειτουργικών κερδών κατά 47% καθώς και των κερδών EBITDA κατά 29%. Θα περιμένουμε με ενδιαφέρον να δούμε αν αυτή η μεγάλη αύξηση κερδών θα επιβεβαιωθεί όταν θα καταχωρηθούν όλοι οι ισολογισμοί των εταιρειών.

Κλείνοντας και έχοντας ήδη ολοκληρώσει 4 μήνες από τη χρήση του 2015 θα ήθελα να τονίσω ότι στη παρούσα φάση η αγορά διακατέχεται από μεγάλη αβεβαιότητα, οι δε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα τηρούν στάση αναμονής, περιμένοντας την έκβαση των συνομιλιών της Ελλάδας και των εταίρων της, αλλά και τις επιλογές της νέας κυβέρνησης όσον αφορά τη διαμόρφωση του οικονομικού περιβάλλοντος. Είναι συνεπώς θέμα ύψιστης προτεραιότητας η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών λειτουργίας στην «πραγματική» οικονομία, η εξάλειψη της αβεβαιότητας και η επαναφορά της ρευστότητας στην αγορά μόνο. Σε αυτήν την προοπτική, οι ελληνικές επιχειρήσεις εστιάζοντας κυρίως σε ότι αφορά τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τους, θα μπορέσουν να συμβάλουν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την οριστική έξοδο από το τέλμα.»