ICAP: Μειώθηκε ο συνολικός κύκλος εργασιών της ελληνικής οικονομίας
- 31/03/2015, 16:15
- SHARE
Μείωση πωλήσεων και ζημιές εμφάνισαν οι ελληνικές εταιρείες το 2013.
Μείωση πωλήσεων και ζημιές εμφάνισαν οι ελληνικές εταιρείες το 2013, αλλά σε μικρότερο βαθμό από τα προηγούμενα έτη. Αυτό προκύπτει από τη μελέτη της ICAP Group, «Η Ελλάδα σε Αριθμούς», η οποία παρουσιάζει τα συγκεντρωτικά οικονομικά αποτελέσματα του ελληνικού εταιρικού τομέα για τους 12 κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, με βάση τους ισολογισμούς και τα αποτελέσματα χρήσης 22.232 επιχειρήσεων για τη διετία 2012-2013, μέσα από συγκεντρωτικούς πίνακες και διαγράμματα και σε σύγκριση πάντα με την προηγούμενη χρονιά.
Η ελληνική οικονομία εξακολούθησε να δοκιμάζεται λειτουργώντας σε συνθήκες παρατεταμένης ύφεσης και το 2013, ωστόσο το έτος αυτό υπήρξαν σαφείς ενδείξεις αποκλιμάκωσης της ύφεσης σε όλη τη διάρκεια του έτους, με συνέπεια να περιοριστεί αισθητά η φθίνουσα πορεία.
Πράγματι, το ΑΕΠ κατέγραψε μείωση με ετήσιο ρυθμό 3,9% το 2013, ρυθμός μεταβολής σημαντικά χαμηλότερος σε σχέση με τα αμέσως προηγούμενα έτη. Καθοριστικός παράγοντας στην πορεία δημοσιονομικής βελτίωσης ήταν η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Στην «πραγματική» οικονομία ωστόσο, η ύφεση επικράτησε σε όλο σχεδόν το εύρος των οικονομικών δραστηριοτήτων, η ανεργία παρέμεινε σε πολύ υψηλά επίπεδα, ενώ οι επιχειρήσεις της χώρας ήταν αντιμέτωπες με το ιδιαίτερα έντονο πρόβλημα της σοβαρής έλλειψης ρευστότητας, τη συνεχιζόμενη πτώση της παραγωγής και της συνεχούς υποχώρησης της κατανάλωσης, λόγω της συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Η επικράτηση των συνθηκών που προαναφέρθηκαν επηρέασε άμεσα τη συνολική δραστηριότητα και τα αποτελέσματα του ελληνικού εταιρικού τομέα1 το 2013.
Οι συνολικές πωλήσεις κατέγραψαν νέα πτώση, το δε καθαρό αποτέλεσμα παρέμεινε ζημιογόνο, ωστόσο οι ζημίες περιορίστηκαν σημαντικά.
Τα οικονομικά αποτελέσματα του εταιρικού τομέα συνολικά, προέρχονται από τους ισολογισμούς και τα αποτελέσματα χρήσης 22.232 επιχειρήσεων ΑΕ και ΕΠΕ για τα έτη 2012 και 2013.
Τα οικονομικά αυτά στοιχεία συνέλλεξε και επεξεργάστηκε ο Τομέας Επιχειρηματικής Πληροφόρησης της ICAP Group. Οι συγκεντρωτικοί πίνακες και τα διαγράμματα που δημιουργήθηκαν από την επεξεργασία των δεδομένων παρουσιάζονται στην νέα έκδοση του τόμου «Η Ελλάδα σε Αριθμούς».
Σημειώνεται ότι περιλαμβάνονται σε αυτά τα χρηματοοικονομικά δεδομένα των εταιρειών των οποίων οι ισολογισμοί χρήσης 2013 και 2012, οριστικοποιήθηκαν στην βάση δεδομένων της ICAP Group μέχρι την 11η Νοεμβρίου 2014. Εξαιρούνται οι εταιρείες τα αποτελέσματα χρήσεως των οποίων δεν περιλαμβάνουν κύκλο εργασιών, μεικτά κέρδη και λειτουργικά έσοδα και για τα δύο έτη. Η ταξινόμηση των εταιρειών ακολουθεί το ευρωπαϊκό σύστημα ταξινόμησης των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας NACE – αναθεώρηση 2 (εξαιρούνται τα nace 84,94).
Από την επεξεργασία των συγκεντρωτικών μεγεθών των 21.667 επιχειρήσεων, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται αυτές του χρηματοπιστωτικού τομέα, προκύπτει ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών μειώθηκε και πάλι το 2013, κατά 4,3% (ποσοστό μείωσης εντονότερο συγκριτικά με το προηγούμενο έτος) και διαμορφώθηκε σε 149,9 δισ. ευρώ περίπου. Συγκεκριμένα, μειωμένες ήταν οι πωλήσεις σε πέντε από τους εννέα μεγάλους κλάδους του εταιρικού τομέα (εξαιρουμένου του χρηματοπιστωτικού). Οι κλάδοι που εμφάνισαν αύξηση πωλήσεων ήταν κυρίως τα ορυχεία-λατομεία και τα ξενοδοχεία-εστιατόρια (διψήφια ποσοστά αύξησης) ενώ πολύ μικρή αύξηση εμφάνισαν και οι τομείς της γεωργίας και των κατασκευών. Παράλληλα με την υποχώρηση των συνολικών πωλήσεων, η αδυναμία περιορισμού του κόστους πωλήσεων στον απαιτούμενο βαθμό, οδήγησε σε νέα επιδείνωση του μεικτού αποτελέσματος.
Τα μεικτά κέρδη περιορίστηκαν κατά 5,1%, σε 26,3 δισ. ευρώ και το σχετικό περιθώριο περιορίστηκε ελαφρά σε 17,54%, από 17,68% το προηγούμενο έτος. Το συνολικό καθαρό προ φόρων αποτέλεσμα παρέμεινε για μία ακόμη χρονιά ζημιογόνο, ωστόσο οι ζημίες συρρικνώθηκαν (-67,5%) και διαμορφώθηκαν σε 0,85 δισ. ευρώ το 2013, έναντι ζημιών ύψους 2,63 δισ. ευρώ το 2012. Η πλειοψηφία των κλάδων του μη χρηματοπιστωτικού εταιρικού τομέα παρέμειναν ζημιογόνοι, ενώ οι μόνοι κερδοφόροι κλάδοι το 2013 ήταν το εμπόριο (με εντυπωσιακή αναστροφή από ζημίες σε σημαντικά κέρδη) και ο κλάδος της ενέργειας/ύδρευσης. Θετική εξέλιξη ήταν το γεγονός ότι το συνολικό λειτουργικό αποτέλεσμα ανέκτησε θετικό πρόσημο, ωστόσο το μη λειτουργικό αποτέλεσμα παρέμεινε αρνητικό, γεγονός που οδήγησε τελικά στην εγγραφή ζημιών το τελευταίο έτος.
Ο κύκλος εργασιών του κλάδου γεωργία-αλιεία αυξήθηκε το 2013, κατά 2,5%, σε 1,51 δισ. ευρώ, ταυτόχρονα όμως οι συνολικές ζημιές των 276 επιχειρήσεών του «εκτινάχθηκαν», από 39,7 εκ. ευρώ το 2012 σε 183,6 εκ. ευρώ το 2013. Τα συνολικά κεφάλαια του κλάδου υποχώρησαν κατά 6,9%, περιοριζόμενα σε 2,2 δισ. ευρώ περίπου, ενώ πολύ εντονότερη ήταν η μείωση των ιδίων κεφαλαίων (-26,2%).
Οι επιδόσεις του μικρού κλάδου ορυχείων-λατομείων, ο οποίος αριθμούσε 97 επιχειρήσεις, παρουσιάζουν αισθητή βελτίωση το 2013. Ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 17,1% ανερχόμενος στα 443,7 εκ. ευρώ, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα τη δραστική μείωση των ζημιών του κλάδου, σε €1 εκ. περίπου το 2013 (έναντι ζημιών σχεδόν 11 εκ. ευρώ του προηγουμένου έτους). Τα συνολικά κεφάλαια του κλάδου ανήλθαν σε 1,05 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 27% σε ετήσια βάση.
Η μεταποίηση, με 4.175 μονάδες, ήταν ένας από τους κλάδους που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την επιδείνωση σε επίπεδο κύκλου εργασιών, εφόσον οι συνολικές πωλήσεις υποχώρησαν το τελευταίο έτος κατά 3,8%, διαμορφούμενες σε 48,2 δισ. ευρώ περίπου. Σε επίπεδο μεικτών κερδών η κάμψη ήταν λιγότερο έντονη (-2,7%), γεγονός όμως που δεν απέτρεψε τη διαμόρφωση αρνητικού λειτουργικού αποτελέσματος για μία ακόμη φορά, με μόνη διαφορά τον περιορισμό των λειτουργικών ζημιών κατά 11,5%. Τελικά οι ζημιές του κλάδου κατέγραψαν μείωση ποσοστού 24,2% και διαμορφώθηκαν σε 672,6 εκ. ευρώ περίπου το 2013 (έναντι ζημιών ύψους 886,8 εκ. ευρώ το προηγούμενο έτος). Θετικά αξιολογείται το γεγονός ότι, το ποσοστό των μεταποιητικών επιχειρήσεων που ήταν κερδοφόρες αυξήθηκε, με συνέπεια να καλύπτει σχεδόν το 59% του συνόλου το 2013.
Όσον αφορά στα μεγέθη του ισολογισμού, το συνολικό ενεργητικό του μεταποιητικού κλάδου μειώθηκε περαιτέρω (-1,6%) και διαμορφώθηκε στα 55,6 δισ. ευρώ περίπου το 2013, εξαιτίας κυρίως της μείωσης του κυκλοφορούντος (τα πάγια εμφάνισαν οριακή μόνο μεταβολή). Τα ίδια κεφάλαια περιορίστηκαν κατά 4,6%, σε 19,5 δισ. ευρώ, ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις εμφάνισαν μικρή αύξηση (0,6%) προερχόμενη από τη διεύρυνση των μεσο-μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε οριακή μεταβολή της δανειακής επιβάρυνσης, σε 0,63 το 2013, ενώ παρέμεινε ουσιαστικά σταθερή η ρευστότητα. Επίσης, το μεικτό περιθώριο βελτιώθηκε σε 14,08%, ενώ η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων παρέμεινε αρνητική, με το σχετικό δείκτη να εμφανίζει σχετική «βελτίωση».
Όπως προαναφέρθηκε, ο κλάδος της ενέργειας-ύδρευσης ήταν ο ένας εκ των δύο (μόνο) κερδοφόρων κλάδων του εταιρικού τομέα. Παρά τη σημειωθείσα υποχώρηση του κύκλου εργασιών των 619 επιχειρήσεων του κλάδου, η κερδοφορία κατέγραψε μεγάλη βελτίωση. Συγκεκριμένα, οι συνολικές πωλήσεις περιορίστηκαν σε 14,9 δισ. ευρώ, σημειώνοντας ετήσια μείωση 5,9%. Ωστόσο, και εδώ το κόστος παραγωγής αυξήθηκε με ταχύ ρυθμό, με συνέπεια την κάμψη των μεικτών κερδών (-11,5%), γεγονός που συνοδεύτηκε από ταυτόχρονη διεύρυνση των δαπανών διοίκησης & διάθεσης, με συνέπεια να προκύψει επιδείνωση σε επίπεδο λειτουργικών αποτελεσμάτων (-14,2%).
Παρόλα αυτά, τα κέρδη προ φόρου αυξήθηκαν έντονα, κατά 67%, ανερχόμενα σε 485,5 εκ. ευρώ το 2013, μεταβολή στην οποία συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό η ευνοϊκή διαμόρφωση του μη λειτουργικού αποτελέσματος.
Από πλευράς ισολογισμού, το ενεργητικό διευρύνθηκε κατά 1,2% το 2013, ανερχόμενο σε 30,3 δισ. ευρώ, εξέλιξη που οφείλεται στην αύξηση τόσο του κυκλοφορούντος όσο και των διαθεσίμων. Τα ίδια κεφάλαια σημείωσαν μικρή αύξηση (1,4%) στην τελευταία χρήση, ενώ διευρύνθηκαν και οι συνολικές υποχρεώσεις (κατά 1,5%), η δε σχέση ξένων/ίδια κεφάλαια παρέμεινε αμετάβλητη, στο 1,43. Το μεικτό περιθώριο μειώθηκε οριακά, σε 6,96% το 2013, η δε αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων βελτιώθηκε αισθητά, ανερχόμενη σε 4,04% το τελευταίο έτος.
Στον κατασκευαστικό κλάδο, μετά την πολυετή συνεχή κάμψη της οικοδομικής δραστηριότητας, εντοπίζονται κάποιες πρώτες ενδείξεις ανάσχεσης της πτώσης, οι οποίες όμως δεν ήταν ικανές να ανακόψουν την επιδείνωση στο επίπεδο του καθαρού αποτελέσματος. Από τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα των 1.475 επιχειρήσεων του κλάδου, προκύπτει ότι οι πωλήσεις τους (οι οποίες διέγραφαν φθίνουσα πορεία τα προηγούμενα έτη) κατέγραψαν μικρή αύξηση το 2013 (κατά 2,3%) και διαμορφώθηκαν σε 3,78 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η αδυναμία συγκράτησης του κόστους είχε ως συνέπεια τα αντίστοιχα μεικτά κέρδη να σημειώσουν και πάλι μεγάλη μείωση (-15,4%), περιοριζόμενα σε 414,6 εκ. ευρώ .
Περαιτέρω, τόσο το λειτουργικό όσο και το τελικό (καθαρό) αποτέλεσμα παρέμειναν αρνητικά, οι δε ζημίες ήταν αυξημένες κατά 4,4%, ανερχόμενες σε 542,1 εκ. ευρώ το 2013. Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί η ανατροπή της σχέσης μεταξύ κερδοφόρων – ζημιογόνων εταιρειών του κλάδου, με τις κερδοφόρες επιχειρήσεις να υπερτερούν των ζημιογόνων, κατέχοντας μερίδιο 54% το 2013.
Σχετικά με τη διαμόρφωση του ισολογισμού, το ενεργητικό παρουσίασε μικρή αύξηση (1,4%), ανερχόμενο σε 18,8 δισ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, τα ίδια κεφάλαια υποχώρησαν (-2,7%) περιοριζόμενα σε 7,8 δισ. ευρώ το 2013, ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις αυξήθηκαν κατά 4,8%, με συνέπεια ο δείκτης δανειακής επιβάρυνσης του κλάδου να διαμορφωθεί σε 0,58. Το περιθώριο μεικτού κέρδους επιδεινώθηκε σε 10,95% το 2013 (έναντι αντίστοιχου δείκτη 13,24% το 2012), η δε αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων παρέμεινε αρνητική. Τέλος, οι δείκτες ρευστότητας καταγράφουν οριακή βελτίωση το τελευταίο έτος.
Όσον αφορά το εμπόριο, αντίρροπες ήταν οι εξελίξεις που επικράτησαν το τελευταίο έτος. Αφενός μεν σημειώθηκε νέα υποχώρηση πωλήσεων και μεικτών κερδών (με σημαντική όμως επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης), αφετέρου δε το 2013 ήταν το έτος που σηματοδότησε την επάνοδο στην κερδοφορία για τις εμπορικές επιχειρήσεις συνολικά. Συγκεκριμένα, ο κύκλος εργασιών των 6.977 επιχειρήσεων του κλάδου μειώθηκε κατά 5,2% και περιορίστηκε σε 52,7 δισ. ευρώ (απώλεια εσόδων 2,9 δισ. ευρώ το τελευταίο έτος). Ο χαμηλότερος ρυθμός μείωσης των μεικτών κερδών (-3,9%) σε σύγκριση με εκείνο των πωλήσεων αλλά κυρίως η δραστική περικοπή των λειτουργικών δαπανών (κατά περίπου 800 εκ. ευρώ), είχαν σαν αποτέλεσμα την εντυπωσιακή βελτίωση του λειτουργικού αποτελέσματος το τελευταίο έτος, με την καταγραφή λειτουργικών κερδών ύψους 1.113,6 εκ. ευρώ .
Σε επίπεδο καθαρών αποτελεσμάτων, η κερδοφορία των ΑΕ και ΕΠΕ του εμπορίου επανήλθε μετά από τρία συνεχή έτη καταγραφής ζημιογόνων αποτελεσμάτων, τα δε κέρδη προ φόρου ξεπέρασαν το 1 δισ. ευρώ το 2013. Επισημαίνεται ότι, το 2013 διαπιστώνεται σημαντική διεύρυνση του μεριδίου των κερδοφόρων εταιρειών του κλάδου, το οποίο και ανήλθε σε 60,7% επί του συνόλου.
Στον κλάδο ξενοδοχείων-εστιατορίων υπήρξε αισθητή βελτίωση, με σημαντική αύξηση του κύκλου εργασιών, εξέλιξη που συνοδεύτηκε από δραστική συρρίκνωση των ζημιών το 2013. Συγκεκριμένα, οι συνολικές πωλήσεις των 2.207 επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 10,2%, σε 3 δισ. ευρώ. Σε επίπεδο μεικτών κερδών υπήρξε εντυπωσιακή βελτίωση, κατά 40,8%, (γεγονός ενδεικτικό μεγάλης περικοπής του κόστους), η οποία και οδήγησε σε αναστροφή του λειτουργικού αποτελέσματος, από υψηλές ζημίες σε αξιόλογα λειτουργικά κέρδη το 2013.
Τελικά, οι μεταβολές αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό των ζημιών, οι οποίες μειώθηκαν σε 52,5 εκ. ευρώ ο τελευταίο έτος (από 387,1 εκ. ευρώ το 2012). Αξίζει να επισημανθεί επίσης ότι, ενώ σε προηγούμενα έτη η απόλυτη πλειονότητα των επιχειρήσεων του κλάδου ήταν ζημιογόνες, το 2013 οι κερδοφόρες επιχειρήσεις υπερίσχυσαν κατέχοντας μερίδιο σχεδόν 53%.
Σχετικά με τη διαμόρφωση του ισολογισμού, το συνολικό ενεργητικό του κλάδου σημείωσε οριακή αύξηση (0,5%), ανερχόμενο σε 12,6 δισ. ευρώ περίπου το 2013, ενώ ανάλογη ήταν και η μεταβολή των ιδίων κεφαλαίων, τα οποία ανήλθαν σε 6,2 δισ. ευρώ . Στο επίπεδο των συνολικών υποχρεώσεων υπήρξε πλήρης στασιμότητα. Σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς δείκτες, επισημαίνεται η εντυπωσιακή βελτίωση του μεικτού περιθωρίου, από 22,86% το 2012, σε 29,21% το 2013. Οι λοιποί δείκτες αποδοτικότητας παρέμειναν αρνητικοί, εξαιρουμένης της αποδοτικότητας απασχολουμένων κεφαλαίων, δείκτης ο οποίος ανέκτησε θετικό πρόσημο.
Ο κλάδος μεταφορών-επικοινωνιών δεν μπόρεσε να αποφύγει τη νέα επιδείνωση των βασικών μεγεθών, στα πλαίσια των αρνητικών εξελίξεων που χαρακτήρισαν την οικονομία γενικότερα. Το 2013 οι συνολικές πωλήσεις των 859 επιχειρήσεων κατέγραψαν και πάλι μείωση, κατά 6,8%, περιοριζόμενες σε 11,8 δισ. ευρώ, ενώ λίγο χαμηλότερος (-5,9%) ήταν ο ρυθμός μείωσης των μεικτών κερδών. Παρά τη σημαντική περικοπή που σημειώθηκε στις δαπάνες διοίκησης και διάθεσης, η διεύρυνση των χρεωστικών τόκων είχε σαν συνέπεια τη συρρίκνωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων του κλάδου. Τελικά, οι ζημίες χρήσεως κατέγραψαν πτώση (κατά 58%) και διαμορφώθηκαν σε 277,5 εκ. ευρώ το 2013, γεγονός στο οποίο συνέβαλλε η ευνοϊκή διαμόρφωση του μη λειτουργικού αποτελέσματος.
Η διαμόρφωση της γενικής εικόνας του κλάδου «υποκρύπτει» σημαντικές ενδοκλαδικές διαφορές. Οι πλέον κερδοφόροι κατά το 2013 ήταν οι υποκλάδοι των αεροπορικών μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών. Οι δύο ζημιογόνοι υποκλάδοι που καθόρισαν και το συνολικό (κλαδικό) αποτέλεσμα, ήταν οι συναφείς προς τις μεταφορές δραστηριότητες και οι πλωτές μεταφορές.
Ο κλάδος των λοιπών υπηρεσιών είναι επίσης εκτεταμένος και πολυσύνθετος. Περιλαμβάνει 4.982 επιχειρήσεις που έχουν πολύ διαφορετικές δραστηριότητες όπως: διαχείριση ακινήτων, πληροφορική, ψυχαγωγία, υγεία, εκπαίδευση κ.ά. Το 2013 ο κλάδος αντιμετώπισε και πάλι επιδείνωση των οικονομικών του αποτελεσμάτων.
Ο συνολικός κύκλος εργασιών μειώθηκε κατά 4,5%, σε 13,5 δισ. ευρώ . Όμως, η αδυναμία συγκράτησης του κόστους οδήγησε σε σημαντική μείωση των μεικτών κερδών κατά 15,7%, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την αναστροφή του λειτουργικού αποτελέσματος από κέρδη 359 εκ. ευρώ το 2012 σε ζημίες 1,7 εκ. ευρώ το 2013. Το τελικό αποτέλεσμα παρέμεινε ζημιογόνο, ωστόσο οι ζημίες αυξήθηκαν εντυπωσιακά, από 368 εκ. ευρώ το 2012 σε 654 εκ. ευρώ το 2013. Τα συνολικά κεφάλαια μειώθηκαν κατά 0.9% σε 34.8 δισ. ευρώ, ενώ υπήρξε μικρή μείωση τόσο στα ίδια κεφάλαια όσο και στις υποχρεώσεις.
Και σε αυτόν τον κλάδο εντοπίζονται σημαντικές ενδοκλαδικές διαφορές. Μεταξύ των 10 υποκλάδων, πέντε αναδείχτηκαν κερδοφόροι το 2013, με τα υψηλότερα κέρδη να προέρχονται από τον κλάδο των «άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων». Αντίθετα, ο πλέον ζημιογόνος υποκλάδος ήταν για μία ακόμη φορά η διαχείριση ακίνητης περιουσίας.
Όσον αφορά στον χρηματοπιστωτικό τομέα, την πλέον εντυπωσιακή μεταβολή παρουσίασε ο κλάδος των τραπεζών. Πράγματι ο κλάδος αυτός είχε υποστεί βαριές απώλειες από τις συνέπειες της κρίσης και τις διαδικασίες που αποφασίσθηκαν για τη δημοσιονομική εξυγίανση (πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων – PSI) την προηγούμενη διετία. Ωστόσο, το 2013 σημειώθηκε θεαματική επάνοδος στην κερδοφορία. Ειδικότερα, το 2013 τα συνολικά έσοδα των 13 τραπεζών που περιλαμβάνονται στην έκδοση, μειώθηκαν κατά 11,2%, σε 10,8 δισ. ευρώ. Ωστόσο, στο επίπεδο του καθαρού αποτελέσματος υπήρξε ανατροπή των προηγούμενων ζημιογόνων αποτελεσμάτων και εγγραφή κερδών προ φόρου ύψους 1,23 δισ. ευρώ, γεγονός που σε σημαντικό βαθμό οφείλεται σε μη επαναλαμβανόμενα έσοδα (λόγω ενσωμάτωσης οφέλους που προέκυψε από την αρνητική υπεραξία των εξαγορών κάποιων τραπεζών, από δύο μεγάλες συστημικές τράπεζες).
Σημαντική ήταν η βελτίωση που παρουσίασε και ο κλάδος των ασφαλειών το 2013, αν και ήταν λιγότερο έντονη συγκριτικά με τον τραπεζικό τομέα. Παρά την υποχώρηση που σημειώθηκε στα συνολικά έσοδα των 215 ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η κερδοφορία ήταν αυξημένη. Συγκεκριμένα, τα συνολικά έσοδα μειώθηκαν κατά 13,1%, σε 4,96 δισ. ευρώ, όμως σε επίπεδο μεικτών κερδών υπήρξε αύξηση, σχεδόν κατά 68%.
Οι μεταβολές αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα τη θεαματική βελτίωση των κερδών προ φόρου (+75,6%), τα οποία και ανήλθαν σε 516,8 εκ. ευρώ το 2013. Αξίζει να επισημανθεί ότι, η μεγάλη πλειοψηφία (78,7%) των επιχειρήσεων του κλάδου ήταν κερδοφόρες το 2013.
Αντίθετα, εικόνα σοβαρής επιδείνωσης εμφάνισε ο σύνθετος κλάδος των λοιπών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, που περιλαμβάνει 337 επιχειρήσεις προερχόμενες από κλάδους συμμετοχών, χρηματοδοτικής μίσθωσης, χρηματιστηριακών συναλλαγών, factoring, κ.ά. Ο συνολικός κύκλος εργασιών κατέγραψε νέα πτώση (-26,3%) και διαμορφώθηκε σε 793,7 εκ. ευρώ το 2013, ενώ πολύ εντονότερη ήταν η μείωση των αντίστοιχων μεικτών κερδών (-53,7%). Οι μεταβολές αυτές είχαν σαν συνέπεια την εγγραφή αρνητικών λειτουργικών αποτελεσμάτων και, τελικά, την εκτόξευση των ζημιών, από 113,8 εκ. ευρώ το 2012 σε 984,4 εκ. ευρώ το 2013. Επιπλέον, το σύνολο ενεργητικού μειώθηκε κατά 8,8%, ενώ ο ρυθμός μείωσης των ιδίων κεφαλαίων ήταν λίγο χαμηλότερος (-7,6%) το τελευταίο έτος.
Ο κ. Νικήτας Κωνσταντέλλος, διευθύνων σύμβουλος της ICAP, δήλωσε σχετικά ότι «Για μια ακόμη χρονιά οι επιδόσεις των επιχειρήσεων βρέθηκαν αντιμέτωπες με το ιδιαίτερα έντονο πρόβλημα της σοβαρής έλλειψης ρευστότητας, τη συνεχιζόμενη πτώση της παραγωγής και τη συνεχή υποχώρησης της κατανάλωσης, με συνέπεια οι συνολικές πωλήσεις τους να καταγράψουν νέα πτώση το 2013. Σε επίπεδο τελικών αποτελεσμάτων, το καθαρό αποτέλεσμα παρέμεινε για τέταρτο κατά σειράν έτος ζημιογόνο, γεγονός που χαρακτήρισε την πλειοψηφία των κλάδων του εταιρικού τομέα.
Θετικό στοιχείο ήταν βέβαια το γεγονός ότι οι συνολικές ζημίες περιορίστηκαν σημαντικά. Ειδικότερα, στο μη χρηματοπιστωτικό τομέα οι ζημίες περιορίστηκαν κατά 67,5%, ενώ στον χρηματοπιστωτικό τομέα είχαμε ανατροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος και επιστροφή στην κερδοφορία, κυρίως λόγω της εντυπωσιακής μεταβολής που παρουσίασε ο κλάδος των τραπεζών.
Είναι εμφανές όμως ότι απαιτείται ακόμη πολύ μεγάλη προσπάθεια από όλες τις πλευρές (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) για την επάνοδο σε συνθήκες επαρκούς και διατηρήσιμης κερδοφορίας.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι στις παρούσες συνθήκες, όπου η δημοσιονομική εξυγίανση προχωρά και εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης, είναι θέμα ύψιστης προτεραιότητας η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών λειτουργίας στην «πραγματική» οικονομία, η εξάλειψη της αβεβαιότητας και η επαναφορά της ρευστότητας στην αγορά, ώστε να επιστρέψουμε σε σταθερή και υγιή ανάπτυξη. Σε αυτήν την προοπτική, οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να εντείνουν τις προσπάθειές τους, επενδύοντας στο μέλλον με τόλμη και αποφασιστικότητα.»