Jan Hatzius (Goldman Sachs): Γιατί η υποτίμηση του δολαρίου μόλις ξεκίνησε – Οι κίνδυνοι για την οικονομία και τους επενδυτές

dollar
Photo: Shutterstock
Πάντα εξαιρετικός ο Jan Hatzius…

«Το παραδέχομαι: Συχνά αποφεύγω τις ερωτήσεις για το δολάριο.  Ένα μεγάλο σώμα ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας και η προσωπική μου εμπειρία ως οικονομικού αναλυτή με έχουν διδάξει ότι η πρόβλεψη των συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι ακόμα πιο δύσκολη από την πρόβλεψη της ανάπτυξης, του πληθωρισμού και των επιτοκίων. Ωστόσο, με κάθε ταπεινότητα, πιστεύω ότι η πρόσφατη υποτίμηση του δολαρίου κατά 5% σε ευρεία βάση σταθμισμένης ισοτιμίας έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της» σημειώνει σε άρθρο του για λογαριασμό των Financial Times ο επικεφαλής αναλυτής της Goldman Sachs, Jan Hatzius.

Τα δεδομένα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve) δείχνουν ότι η πραγματική αξία του δολαρίου παραμένει σχεδόν δύο τυπικές αποκλίσεις πάνω από τον μέσο όρο της από την αρχή της εποχής των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1973. Οι μοναδικές ιστορικοί περίοδοι με παρόμοια επίπεδα αποτίμησης ήταν τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και τα πρώτα χρόνια του 2000. Και οι δύο οδήγησαν σε υποτιμήσεις της τάξης του 25-30%.

Σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες ροές επενδύσεων σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία και την υπεραπόδοση των μετοχών των ΗΠΑ, λέει ο Hatzius, η ανατίμηση του δολαρίου έχει ενισχύσει σημαντικά το ποσοστό συμμετοχής των αμερικανικών τίτλων στα χαρτοφυλάκια των διεθνών επενδυτών. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι μη Αμερικανοί επενδυτές κατέχουν πλέον περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ ύψους 22 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο των συνολικών χαρτοφυλακίων τους — και το ήμισυ αυτού του ποσού είναι σε μετοχές, οι οποίες συνήθως δεν είναι αντισταθμισμένες έναντι συναλλαγματικού κινδύνου.

Μια απόφαση από τους μη Αμερικανούς επενδυτές να μειώσουν την έκθεσή τους στις ΗΠΑ θα οδηγούσε σχεδόν σίγουρα σε σημαντική υποτίμηση του δολαρίου. Μάλιστα, ακόμη και η απροθυμία τους να αυξήσουν την έκθεσή τους θα μπορούσε να επιβαρύνει το δολάριο.

Αυτό συμβαίνει διότι, σύμφωνα με τη λογιστική του ισοζυγίου πληρωμών, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ, που ανέρχεται στο 1,1 τρισεκατομμύριο δολάρια, πρέπει να χρηματοδοτείται με καθαρές εισροές κεφαλαίων του ίδιου ύψους ανά έτος. Θεωρητικά, αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω αγορών αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων από το εξωτερικό, είτε μέσω άμεσων ξένων επενδύσεων στις ΗΠΑ, είτε μέσω πωλήσεων ξένων περιουσιακών στοιχείων από Αμερικανούς. Στην πράξη, ωστόσο, οι περισσότερες διακυμάνσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ αντιστοιχούν σε μεταβολές στις αγορές χαρτοφυλακίου από ξένους.

«Αν οι ξένοι επενδυτές δεν θέλουν να αγοράσουν περισσότερα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία στις τρέχουσες τιμές τους, τότε αυτές οι τιμές θα πρέπει να μειωθούν, το δολάριο να αποδυναμωθεί ή –το πιο πιθανό– να συμβούν και τα δύο» επισημαίνει ο αναλυτής της Goldman Sachs.

Αυτές οι παρατηρήσεις δεν θα είχαν τόση σημασία αν η οικονομία των ΗΠΑ συνέχιζε να υπεραποδίδει έναντι των ανταγωνιστών της, όπως συμβαίνει τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Όμως αυτό φαίνεται απίθανο, τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια.

Σύμφωνα με τον Hatzius, «στην Goldman Sachs, έχουμε πρόσφατα αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις μας για την ανάπτυξη όλων των μεγάλων οικονομιών εξαιτίας του σοκ από τους δασμούς, με τις ΗΠΑ να καταγράφουν τη μεγαλύτερη υποβάθμιση. Μειώσαμε την εκτίμησή μας για την αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ για την περίοδο από το δ’ τρίμηνο του 2024 έως το δ’ τρίμηνο του 2025, στο 0,5% από 1%».

Με το ΑΕΠ και τα εταιρικά κέρδη να αυξάνονται με αργό ρυθμό στην καλύτερη περίπτωση, τη μεταβλητότητα της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής να εντείνεται και τα ερωτήματα γύρω από την ανεξαρτησία της Fed να πληθαίνουν, αναμένουμε ότι οι ξένοι επενδυτές θα περιορίσουν την όρεξή τους για επενδύσεις σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία.

Κυρίαρχο νόμισμα και συνέπειες από την εξασθένηση

Ωστόσο, η υποτίμηση του δολαρίου δεν πρέπει να συγχέεται με την απώλεια του καθεστώτος του ως κυρίαρχου παγκόσμιου νομίσματος, επισημαίνει ο αναλυτής.
«Εκτός ακραίων σοκ, θεωρούμε ότι τα πλεονεκτήματα του δολαρίου ως παγκόσμιου μέσου συναλλαγών και αποθέματος αξίας είναι πολύ βαθιά ριζωμένα για να τα υποσκελίσουν άλλα νομίσματα. Έχουμε δει μεγάλες διακυμάνσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες χωρίς να χαθεί η κυριαρχία του δολαρίου στο παρελθόν, και βασική μας προσδοκία είναι ότι το ίδιο θα συμβεί και τώρα» συμπληρώνει.

Ποιες είναι οι οικονομικές συνέπειες ενός ασθενέστερου δολαρίου;  Πρώτον, θα ενισχύσει τις ανοδικές πιέσεις στις τιμές καταναλωτή που προκαλούνται από τους δασμούς. Οι δασμοί από μόνοι τους αναμένεται να αυξήσουν τον δομικό πληθωρισμό στις ΗΠΑ — όπως μετράται από τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτικών Δαπανών (PCE) — από 2,75% σήμερα σε 3,5% αργότερα φέτος, και εκτιμούμε ότι η υποτίμηση του δολαρίου θα μπορούσε να προσθέσει επιπλέον 0,25 ποσοστιαίες μονάδες. Αν και αυτή η επίδραση είναι σχετικά μικρή, ενισχύει την άποψη ότι την «επιβάρυνση» των υψηλότερων δασμών θα την επωμιστούν κυρίως οι Αμερικανοί καταναλωτές και όχι οι ξένοι παραγωγοί.

Δεύτερον, ένα πιο αδύναμο δολάριο αυξάνει τις τιμές εισαγωγών και καταναλωτή, αλλά μειώνει τις τιμές εξαγωγών (σε ξένο νόμισμα). Μεσοπρόθεσμα, αυτή η σχετική μεταβολή των τιμών θα πρέπει να συμβάλει στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, ένας από τους στόχους της κυβέρνησης Τραμπ. Οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, επομένως, είναι απίθανο να αντιταχθούν σε μια περαιτέρω υποτίμηση του δολαρίου, ακόμη και χωρίς επίσημη συμφωνία τύπου «Mar-a-Lago».

Τρίτον, ένα ασθενέστερο δολάριο θα μπορούσε θεωρητικά να χαλαρώσει τις χρηματοοικονομικές συνθήκες και να συμβάλει στην αποτροπή μιας ύφεσης στις ΗΠΑ. Όμως οι αιτίες πίσω από την αποδυνάμωση του δολαρίου έχουν σημασία. Η μειωμένη όρεξη για αμερικανικά στοιχεία ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των ομολόγων του Δημοσίου, θα μπορούσε να εξουδετερώσει την όποια θετική επίδραση του αδύναμου νομίσματος στις χρηματοοικονομικές συνθήκες.

Σε κάθε περίπτωση, ο σημαντικότερος παράγοντας για το αν οι ΗΠΑ θα εισέλθουν σε ύφεση δεν είναι το δολάριο. Μια απόφαση για επιβολή επιπλέον «ανταποδοτικών» δασμών μετά τη σημερινή 90ήμερη παύση, ένας παρατεταμένος εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας ή η επιβολή νέων στοχευμένων δασμών σε αγαθά θα μπορούσαν να καταστήσουν την ύφεση αναπόφευκτη — ανεξάρτητα από την πορεία του δολαρίου, καταλήγει ο οικονομολόγος της Goldman Sachs.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ:

Πηγή: Financial Times