JP Morgan: Ερωτήματα για τα ομόλογα των ελληνικών τραπεζών – Δεν υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω αξία
- 04/09/2024, 13:09
- SHARE
Παρότι το μακροοικονομικό υπόβαθρο φέτος προκάλεσε πιέσεις σε όλο το φάσμα του ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού κλάδου, η πορεία που κατέγραψαν τα ομόλογα των ελληνικών τραπεζών ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή, εγείροντας ερωτήματα από την επενδυτική κοινότητα σχετικά με το εάν η άνοδος στον κλάδο έχει αποτιμηθεί πλήρως, αναφέρει η επενδυτική τράπεζα JP Morgan.
«Από τη δική μας οπτική γωνία, μπήκαμε στη χρονιά σχετικά “με επιφύλαξη”, τερματίζοντας ένα μακροχρόνιο “overweight”. Αν και αυτή η θέση αποδείχθηκε πρόωρη, πιστεύουμε ότι οι αποτιμήσεις δεν αφήνουν πλέον σχεδόν κανένα περιθώριο λάθους σε ό,τι αφορά τις μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας και στην εκτέλεση των επιχειρηματικών σχεδίων των ελληνικών τραπεζών» σημειώνει η JP Morgan και προσθέτει: «Για παράδειγμα, επισημαίνουμε εκ των προτέρων ότι παρά τις διαφορές που παραμένουν μεταξύ των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας και της Ισπανίας και του μεγέθους και της εμβέλειας των αντίστοιχων τραπεζικών τομέων της χώρας, οι εκδόσεις των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών διαπραγματεύονται πλέον σε ένα πολύ περιορισμένο εύρος σε σχέση με τις εκδόσεις ισπανικών τραπεζών δεύτερης κατηγορίας (ιδίως των UCAJLN και ABANCA)».
Τούτου λεχθέντος, προσεκτική παρατήρηση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, των κερδών και των προοπτικών κεφαλαίου των τραπεζών, δείχνει ότι:
Η απόδοση των Εθνικής Τράπεζας και της Eurobank την περίοδο 2024 – 2026 θα δικαιολογούσε αποτιμήσεις σε κοντινή απόσταση από τις επιλεγμένες ισπανικές εταιρείες μεσαίας κατηγορίας: UCAJLN και ABANCA, χάρη κυρίως σε μια ισχυρή και βιώσιμη κεφαλαιακή προοπτική τους, η οποία παρέχει προστασία έναντι κάθε ποιότητας περιουσιακών στοιχείων, καθώς και οι δύο παρουσιάζουν σταθερότητα στους δείκτες NPEs.
Υπό τις τρέχουσες μακροοικονομικές συνθήκες και βάσει guidance, η JP Morgan αναμένει ότι τα πιστωτικά προφίλ των Eurobank και Eθνική Τράπεζα θα παραμείνουν στενά συνδεδεμένα συνολικά, με την καλύτερη κλίμακα και τη διαφοροποίηση της Eurobank να αντισταθμίζονται από την υψηλότερη κερδοφορία και κεφαλαιοποίηση της Εθνικής Τράπεζας.
Εν τω μεταξύ, τόσο η Alpha Bank όσο και η Πειραιώς συνεχίζουν να υστερούν όσον αφορά τις προοπτικές ποιότητας περιουσιακών στοιχείων, ενώ ειδικότερα η προοπτική φερεγγυότητας της Πειραιώς παραμένει στο χαμηλότερο επίπεδο έναντι των προαναφερόμενων ισπανικών τραπεζών.
Συστάσεις
Συνεπώς, όπως τονίζει η JP Morgan, οι ευκαιρίες που παρουσιάζουν οι τίτλοι των ελληνικών τράπεζων πιθανότατα να έχουν αποτιμηθεί και να μην υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω αξία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αμερικανική τράπεζα συστήνει απομάκρυνση από τα Tier 2 των ελληνικών τραπεζών και κυρίως των Πειραιώς (5,5%, call/λήξη Φεβρουάριος 2025/2030), Alpha Bank (6%, Ιούνιος 2029/2034) και Εθνικής (5,875%, Μάρτιος 2030/2035) και προς τα Tier 2 των ισπανικών τραπεζών Abanca και Unicaja Banco.
Η αμερικανική τράπεζα βλέπει αξία (σύσταση Buy) μόνο στο Tier 2 της Πειραιώς με κουπόνι 7,25% και call/λήξη τον Ιανουάριο 2029/2034. Όπως εκτιμά, η όποια αξία υπάρχει ακόμα είναι στο περιβάλλον επιλεγμένων ελληνικών τίτλων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας.
Ειδικότερα συστήνει την απομάκρυνση από το senior preferred της Alpha Bank με επιτόκιο 7,5% του Ιουνίου 2026/2027 (ημερομηνία call και λήξης) και την τοποθέτηση στο senior preferred της Πειραιώς με κουπόνι 3,875% του Νοεμβρίου 2026/2027.
Επίσης, συστήνει την απομάκρυνση από το senior preferred της Unicaja Banco με κουπόνι 5,125% του Φεβρουαρίου 2028/2029 με παράλληλη τοποθέτηση στον τίτλο της Εθνικής με κουπόνι 4,5% του Ιανουαρίου 2028/2029 καθώς και την απομάκρυνση από το senior preferred της Abanca με κουπόνι 5,875% του Απρίλιου 2029/2030 με τοποθέτηση στον τίτλο της Eurobank με κουπόνι 2% του Νοεμβρίου 2028/2029.
Πάντως, όπως επισημαίνει, η έκδοση AΤ1 τίτλων από τις Eurobank και Εθνική θα μπορούσε να ξεκλειδώσει σημαντικό όγκο πλεονάζοντος κεφαλαίου και για τις δύο τράπεζες, αν και “ρητορική” των διοικήσεων δείχνει όλο και περισσότερο προς “κέρδη” στους μετόχους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, ορισμένες τράπεζες (συγκεκριμένα η ΕΤΕ) έχουν διαμηνύσει ότι θα χρησιμοποιήσουν το πλεονάζον κεφάλαιο για τη μείωση του DTC.