JP Morgan: Η εικόνα των ελληνικών τραπεζών και οι προοπτικές επιστροφής μεγαλύτερων μερισμάτων

JP Morgan: Η εικόνα των ελληνικών τραπεζών και οι προοπτικές επιστροφής μεγαλύτερων μερισμάτων
Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η αμερικανική τράπεζα ανέλυσε την κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τις προοπτικές ανάπτυξης.

Στη μελέτη της παρούσας κατάστασης και της πορείας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος προχώρησε η JP Morgan, στον απόηχο της αναβάθμισης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών από τον οίκο Fitch.

Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα διατηρεί μια θετική στάση για τις ελληνικές τράπεζες, αναγνωρίζοντας την ισχυρή βελτίωση στις κεφαλαιακές αναλογίες και τη δυνατότητα για σημαντικές επιστροφές κεφαλαίου στους μετόχους, παρά τις προκλήσεις που ενδέχεται να προκύψουν από τις μεταβολές στα επιτόκια.

Επίδοση της Αγοράς: Όπως καταγράφει η αμερικανική τράπεζα, οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών κατέγραψαν μείωση -8% από τις κορυφαίες τιμές τους φέτος, παρά την αύξηση 12% στα καθαρά αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου του 2024 και μια αύξηση 9% στις οδηγίες για τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) για το 2024.

Εκτιμήσεις και Μετρήσεις: Σημειώνει ότι οι τράπεζες αναμένεται να επιτύχουν μια μέση αύξηση 2.5% στον ετήσιο ρυθμό αύξησης δανείων μεταξύ 2024 και 2026, ενώ οι προβλέψεις για την μείωση του καθαρού επιτοκίου (NIM) αναμένονται στο -110. Τα αναμενόμενα καθαρά κέρδη από επιτόκια (NII) παρουσιάζουν μείωση λόγω της αναμενόμενης πτώσης των επιτοκίων.

Επιστροφή Κεφαλαίου: Η JP Morgan εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες θα επιστρέψουν κατά μέσο όρο το 26% της αξίας της αγοράς τους σε μορφή μερισμάτων κατά τη διάρκεια του 2024-2026, με προβλέψεις για αυξήσεις στα μερίσματα και τις αγορές μετοχών λόγω της αύξησης των κεφαλαιακών αναλογιών.

Διαχείριση Κινδύνων και Προοπτικές: Η μελέτη τονίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν αναπτύξει αρκετά καλά μέτρα για την προστασία από τις μεταβολές των επιτοκίων, όπως η αύξηση των ασφαλιστικών χαρτοφυλακίων και η εισαγωγή προϊόντων προστασίας επιτοκίου. Επιπλέον, παρά την αρνητική επίδραση των χαμηλότερων επιτοκίων, οι τράπεζες αναμένεται να επωφεληθούν από την αναδιάρθρωση των καταθέσεων και την ενίσχυση της διαχείρισης κεφαλαίων.

Οι κίνδυνοι

Στη μελέτη της JP Morgan για τις ελληνικές τράπεζες, επισημαίνονται διάφοροι κίνδυνοι που μπορούν να επηρεάσουν τον τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα και συνιστά να συνεχίσουν τις προσπάθειες για τη βελτίωση της διαχείρισης κινδύνων, την αναβάθμιση των τεχνολογικών υποδομών και την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν αποτελεσματικά σε αυτούς τους κινδύνους.

Πιο συγκεκριμένα:

Κίνδυνοι Από Τις Μεταβολές Στα Επιτόκια: Οι ελληνικές τράπεζες ενδέχεται να επηρεαστούν από τις μεταβολές στα επιτόκια, καθώς αυτές θα μπορούσαν να επιδράσουν αρνητικά στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII). Η μείωση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτώση των καθαρών επιτοκίων (NIM), κάτι που θα είχε άμεσο αντίκτυπο στην κερδοφορία των τραπεζών.

Κίνδυνος Κεφαλαίου: Παρά τη σημαντική βελτίωση στη διαχείριση των NPLs, οι τράπεζες παραμένουν ευάλωτες σε μελλοντικές οικονομικές αναταραχές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση των κακών δανείων. Η κρίση λόγω της πανδημίας του COVID-19 και τα γεωπολιτικά συμβάντα, όπως η ένταση στην ανατολική Μεσόγειο, αποτελούν συνεχείς πηγές αβεβαιότητας.

Ρυθμιστικοί Κίνδυνοι: Οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να συμμορφωθούν με πληθώρα ρυθμιστικών αλλαγών, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που αφορούν την κεφαλαιακή επάρκεια, τις απαιτήσεις ρευστότητας και τη διαχείριση κινδύνου. Αυτές οι απαιτήσεις μπορούν να επιβαρύνουν τους πόρους των τραπεζών και να περιορίσουν την ευελιξία τους στη διαχείριση κεφαλαίων.

Οικονομική Αναταραχή: Οι ελληνικές τράπεζες είναι ευάλωτες σε διεθνείς και εγχώριες οικονομικές αναταραχές. Αυξήσεις στο κόστος δανεισμού, μεταβολές στην αγοραστική δύναμη και αλλαγές στον οικονομικό κύκλο θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη ζήτηση για δάνεια και άλλες τραπεζικές υπηρεσίες.

Κίνδυνος Αγοράς και Ανταγωνισμός: Η ανταγωνιστικότητα στον τραπεζικό τομέα αυξάνεται με την είσοδο νέων παικτών και την ανάπτυξη ψηφιακών πλατφορμών που προσφέρουν παρόμοιες ή καινοτόμες τραπεζικές υπηρεσίες, αυξάνοντας τον κίνδυνο απώλειας μεριδίων αγοράς.

Ο εγχώριος ανταγωνισμός

Στη μελέτη της η JP Morgan τονίζει την ανάγκη για διαρκή καινοτομία και προσαρμογή σε έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό και συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις, επισημαίνοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να παραμένουν επικεντρωμένες στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους για να επιτύχουν μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και σταθερότητα.

Η ανταγωνιστική ανάλυση επικεντρώνεται στις ακόλουθες κύριες πτυχές:

Διαφοροποίηση Προσφοράς: Οι ελληνικές τράπεζες ανταγωνίζονται μεταξύ τους προσφέροντας διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες, όπως καταθετικά προϊόντα, δάνεια, χρηματοοικονομικές λύσεις για επιχειρήσεις, καθώς και ψηφιακές τραπεζικές υπηρεσίες. Η ενσωμάτωση καινοτομικών τεχνολογιών στις υπηρεσίες τους είναι κρίσιμη για τη διατήρηση και επέκταση της πελατειακής βάσης.

Τεχνολογικές Αναβαθμίσεις: Η ανάγκη για ψηφιακή μεταμόρφωση έχει γίνει πιο επείγουσα καθώς οι τράπεζες ανταγωνίζονται με νέους ψηφιακούς παίκτες και fintech εταιρείες που προσφέρουν ευέλικτες και προσβάσιμες τραπεζικές υπηρεσίες. Οι επενδύσεις σε τεχνολογία και η βελτίωση των ψηφιακών πλατφορμών είναι κρίσιμες για την προσέλκυση και διατήρηση των πελατών.

Κεφαλαιακή Αντοχή και Επανακτήσεις: Οι τράπεζες ανταγωνίζονται επίσης με βάση την κεφαλαιακή τους επάρκεια και την ικανότητα να επανακτούν κεφάλαια. Τα αυξημένα επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας επιτρέπουν στις τράπεζες να αντέχουν σε οικονομικές αναταραχές και να προσφέρουν ελκυστικά μερίσματα στους μετόχους τους, αυξάνοντας την ελκυστικότητά τους ως επενδυτική επιλογή.

Επεκτάσεις και Συνεργασίες: Οι στρατηγικές επεκτάσεις και οι συνεργασίες με άλλες τραπεζικές ή τεχνολογικές εταιρείες παίζουν ρόλο στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των τραπεζών. Οι ελληνικές τράπεζες επενδύουν σε συνεργασίες που επιτρέπουν την πρόσβαση σε νέες αγορές και τεχνολογίες, βελτιώνοντας τις υπηρεσίες τους και ενισχύοντας το brand τους.

Η εικόνα των συστημικών τραπεζών

Προχωρώντας σε επί μέρους ανάλυση για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, η JP Morgan σημειώνει τα εξής:

Η Alpha Bank παρουσιάζει σημαντική βελτίωση στον καθαρισμό των NPE (Non-Performing Exposures) για το τρέχον τρίμηνο. Οι δείκτες απόδοσης κεφαλαίων και κινδύνου παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, συγκριτικά με τις οδηγίες για το τρέχον οικονομικό έτος.

Η τράπεζα έχει σταθερή κεφαλαιακή διάρθρωση και συνεχίζει τις προσπάθειες για μείωση των NPE .

Η Eurobank αναμένεται να δείξει ισχυρή αύξηση στα δάνεια, ωθούμενη από τα κονδύλια της ΕΕ και τη μακροοικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα. Υπάρχει έμφαση στην αύξηση των εσόδων από τέλη και προμήθειες. Η Eurobank επίσης παρουσιάζει σημαντική μείωση στα NPE, με τη βοήθεια της ανάκαμψης στο μακροοικονομικό περιβάλλον .

Η Τράπεζα Πειραιώς έχει τον υψηλότερο αριθμό δανείων που εγγυάται η ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο του προγράμματος Ηρακλής, σημειώνοντας μεγάλη πρόοδο στη μείωση των NPE. Η τράπεζα αναμένεται να επωφεληθεί από την ανάπτυξη των δανείων και την αύξηση των εσόδων από τέλη και προμήθειες. Η απόδοση κεφαλαίων της τράπεζας είναι ισχυρή, με την απόδοση του επενδεδυμένου κεφαλαίου να βελτιώνεται σταθερά .

Η Εθνική Τράπεζα επίσης βλέπει ισχυρή ανάπτυξη δανείων, κυρίως λόγω της χρήσης των κονδυλίων της ΕΕ και της οικονομικής ανάκαμψης. Η τράπεζα έχει επίσης καλή απόδοση στα έσοδα από τέλη και προμήθειες. Η Εθνική Τράπεζα διατηρεί υψηλά επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας και συνεχίζει να βελτιώνει την κεφαλαιακή της δομή, με τον κίνδυνο πιστώσεων να παραμένει διαχειρίσιμος .

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: