Η κρίση επιστρέφει και «γνέφει» σε μια παλιά φίλη: την Ελλάδα
- 18/10/2014, 09:00
- SHARE
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών υπενθύμισαν σε όλους πόσο κακή είναι η δυναμική του χρέους στην Ευρωζώνη.
του Τζέφρι Σμιθ
Η απειλή που κλόνιζε την Ευρωζώνη για τρία χρόνια επιστρέφει. Ξεχάστε τη χρηματιστηριακή αγορά (αν και η μείωση του δείκτη κατά 15% δίνει μια αρκετά καλή ιδέα για το τι συμβαίνει): η πραγματική δράση βρίσκεται στην αγορά κρατικών ομολόγων, και τα σημάδια αυτή την εβδομάδα δεν είναι τίποτα λιγότερο από καταστροφικά.
Η απόδοση των 10ετών ομολόγων της Ελλάδας εκτοξεύθηκε στο 8,92% από μόλις 6,53% μέσα σε τέσσερις θυελλώδεις ημέρες, καθώς οι προβλέψεις τρίτης ύφεσης σε πέντε χρόνια και το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού από το 2009 έχουν εντείνει τους φόβους ότι η περιφέρεια θα πέσει σε ένα αποπληθωριστικό σπιράλ…
Οι ειδήσεις των τελευταίων ημερών υπενθύμισαν σε όλους πόσο κακή είναι η δυναμική του χρέους στην Ευρωζώνη – ένα γεγονός που είχε ξεχαστεί από τον εφησυχασμό της ΕΚΤ ότι είναι σε θέση να καταπνίξει εν τη γενέσει της οποιαδήποτε νέα στοιχήματα για τη διάλυση της Ευρωζώνης υπό την πίεση της οικονομικής στασιμότητας.
Η Ελλάδα, της οποίας το δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο 175% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το επόμενο έτος σύμφωνα με τις περίφημες ρόδινες προβλέψεις του ΔΝΤ, είναι η τελευταία χώρα που μπορεί να αντέξει άλλο την ύφεση και, κατά συνέπεια, η πρώτη που δέχεται πίεση στις αγορές ομολόγων.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει λόγος για πανικό. Η χώρα δεν πρόκειται να χάσει το δίχτυ ασφαλείας της από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ μέχρι τις αρχές του 2016, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έσπευσε την Πέμπτη να διαβεβαιώσει τις αγορές ότι «δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει να στηρίζει την Ελλάδα με όποιο τρόπο είναι αναγκαίος για να εξασφαλιστούν οι όροι χρηματοδότησης για το ελληνικό κράτος και να εξομαλυνθεί ο δρόμος για την πλήρη και βιώσιμη πρόσβαση στην αγορά».
Δεύτερον, οι διαπραγματευτές ομολόγων επισημαίνουν ότι υπάρχει τόσο μικρή ροή συναλλαγών στην ελληνική αγορά, ώστε οι αποδόσεις είναι εύκολο να μετατοπιστούν με τις πρώτες κακές ειδήσεις – ιδίως δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των ομολόγων κατέχουν κερδοσκόποι επενδυτές, χωρίς πραγματική πίστη για ουσιαστική φερεγγυότητα της Ελλάδας.
Γιατί, λοιπόν, δίδεται αυτή η παράσταση; Με μια λέξη, η απάντηση είναι: πολιτική. Ο συνασπισμός μεγάλων κομμάτων που κυβερνά τη χώρα τα τελευταία τρία χρόνια ηττήθηκε σφόδρα από το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το Μάιο του τρέχοντος έτους και το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις έχει διευρυνθεί έκτοτε, δημιουργώντας εικασίες ότι η ψηφοφορία για το (σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπικό) αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας το επόμενο έτος θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα πολιτική κρίση και πρόωρες εκλογές.
Απελπισμένος για ψήφους, ο κέντρο-δεξιός πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς έχει κάνει σαφείς υπαινιγμούς ότι θα ήθελε να βγει νωρίς από το πρόγραμμα διάσωσης (όπως έχουν ήδη κάνει η Ιρλανδία και η Πορτογαλία), και να ξεφορτωθεί την απεχθή «τρόικα».
Με τις μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ και τον Μάριο Ντράγκι να υπόσχεται «χαλαρή» νομισματική πολιτική «για μεγάλο χρονικό διάστημα», αυτή η πολιτική φαινόταν σαν αυτονόητη: όχι άλλες ξένες παρεμβάσεις για απόλυση δημοσίων υπαλλήλων, όχι άλλες αναγκαστικές αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών.
Τον τελευταίο μήνα έχει αποκαλυφθεί η ευθραυστότητα των εν λόγω υποθέσεων. Αλλά σημαντικότερα, έχει εκτεθεί η έλλειψη προόδου που έχει υπάρξει στο σύνολό της Ευρωζώνης για τις διαρθρωτικές (δηλαδή στην αγορά εργασίας και τη νομοθεσία) και τις θεσμικές (δηλαδή, τη δημιουργία ενός ενιαίου Υπουργείου Οικονομικών με κοινές υποχρεώσεις για το χρέος) μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν στις αγορές πραγματική εμπιστοσύνη στο μέλλον της.
Αυτό μπορεί να είναι άδικο για την Ελλάδα, καθώς όλοι, από την Άνγκελα Μέρκελ μέχρι το ΔΝΤ, αναγνωρίζουν ότι έχει κάνει περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο για να τακτοποιήσει τα του οίκου της από το 2010, όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι θα είναι η πρώτη πληγείσα αν ο κόσμος αρχίσει και πάλι να αμφιβάλλει για την ικανότητα της Ευρωζώνης να παραμείνει ενωμένη.