Κυβέρνηση θα έχουμε, αλλά δεν θα την ξέρουμε από πριν

Κυβέρνηση θα έχουμε, αλλά δεν θα την ξέρουμε από πριν
Ο τόπος σε καμία περίπτωση δεν θα βιώσει τον εφιάλτη της ακυβερνησίας.

Αν συγκεντρώσει κανείς τις προβλέψεις των διεθνώς εγκυρότερων οικονομολόγων, η κοινή συνισταμένη των συμπερασμάτων έχει ως εξής: το 2023 η ύφεση θα είναι παρούσα στην παγκόσμια οικονομία, συνοδευόμενη από τον πληθωρισμό, τις ελλείψεις και την ανασφάλεια στην Ενέργεια, την επιμονή της πανδημίας – με τις οικονομικές επιπτώσεις της στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Αν συνδυαστούν αυτές οι προβλέψεις με τη διεθνή αστάθεια που προκαλεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και το «ντόμινο» ανακατατάξεων στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων που ενεργοποίησε, μάλλον έχει δίκιο ο Νουριέλ Ρουμπινί, που επιμένει ότι έχουμε όλα τα συστατικά του μείγματος για την «τέλεια καταιγίδα». Κατά τον Ρουμπινί, εφόσον τα πράγματα αφεθούν να εξελιχθούν χωρίς αποφασιστικές παρεμβάσεις ύστερα από συνεννόηση των «μεγάλων παικτών», είναι αναπόφευκτο η «καταιγίδα» να σχηματιστεί και να ξεσπάσει…

Κινήσεις για «φρενάρισμα» των δυσμενών σεναρίων άρχισαν, πάντως, να εκδηλώνονται, όπως η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ για τα επιτόκια, που πιστεύεται ότι θα συμπαρασύρει και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να κινηθεί προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι, όμως, φανερό, αν εξεταστεί προσεκτικά η συμπεριφορά των ΗΠΑ, ότι οι οικονομικές της αποφάσεις δεν αφορούν την «παγκόσμια σταθερότητα και τάξη», αλλά τη διαφύλαξη και την προαγωγή των στενών αμερικανικών συμφερόντων, που, «επ’ ευκαιρία», μπορούν, σε κάποιες όψεις τους, να μεταφραστούν ως «γενικό καλό». Κλασικό παράδειγμα είναι η αμερικανική ενεργειακή «προσφορά» (ακριβούτσικη, βέβαια) στη θέση της (δικαίως, πάντως) αποκλεισμένης ρωσικής πηγής… Όσοι, επομένως, οραματίζονται ότι οι ΗΠΑ, προκειμένου να διατηρήσουν τουλάχιστον την ατλαντική συνοχή, δεν θα δίσταζαν, σε μια κλιμάκωση της κρίσης, να προχωρήσουν σε ένα νέο «σχέδιο Μάρσαλ» μάλλον πρέπει να κρατούν πολύ μικρό καλάθι.

Η έντονη στροφή στην «εθνικοποίηση» των επιλογών

Πολλοί στην Ελλάδα εφησυχάζουν, στη λογική πως, ό,τι και αν συμβεί, τελικά η Ευρωπαϊκή Ένωση θα παράσχει ένα πλαίσιο προστασίας των οικονομιών του σκληρού πυρήνα του ευρώ, όπως αποδείχθηκε επανειλημμένα την τελευταία δωδεκαετία – ειδικά μετά από εκείνο το εμβληματικό «whatever it takes» του Μάριο Ντράγκι. Είναι βέβαιο ότι η Ευρώπη θα κινηθεί προς τη διαμόρφωση μηχανισμών αντιμετώπισης κάθε πρόσθετης πρόκλησης όσο το δυνατόν ενιαία. Υπάρχουν, όμως, ορισμένες πολύ ανησυχητικές ενδείξεις και για άλλες πιθανές τροπές της ευρωπαϊκής στάσης. Την ίδια ώρα που η ήδη σοβούσα κρίση πιέζει για κοινή αντιμετώπιση, η ίδια πίεση και η ένταση της κρίσης σε κάθε χώρα ξεχωριστά τείνουν να «επανεθνικοποιήσουν» τις πολιτικές. Κλασική απόδειξη το «μπρα ντε φερ» για το πλαφόν στο φυσικό αέριο, που δείχνει ότι θα λυθεί (αν λυθεί) όχι από την επικράτηση κάποιας αρχής αλληλεγγύης, αλλά από την εξομάλυνση της τιμής στο σχετικό ολλανδικό χρηματιστήριο.

Η πιο έντονη στροφή στην «εθνικοποίηση» των επιλογών παρατηρείται στη Γερμανία, που δέχτηκε το βαρύτερο πλήγμα στην οικονομία της και αγωνιά για τη διατηρησιμότητα της ανάπτυξής της, σε συνδυασμό με την απόφαση για τον επανεξοπλισμό, που δεσμεύει τώρα αστρονομικά ποσά, σε σχέση με πάνω από εβδομήντα χρόνια πτήσης «κάτω από το ραντάρ» των εξοπλιστικών δαπανών των εταίρων της στο ΝΑΤΟ. Με δεδομένο ότι ο μηχανισμός του κοινού δανεισμού έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο μεγάλων επιφυλάξεων στη Γερμανία και τους «φειδωλούς» του Βορρά, πιθανόν να αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολη και περίπλοκη υπόθεση η εκ νέου επιστράτευσή του για την αντιμετώπιση της ύφεσης και του στασιμοπληθωρισμού. Άρα, κάθε χώρα, και ιδίως η Ελλάδα,  οφείλει να έχει, πέρα από την ευρωπαϊκή προσδοκία, ένα σταθερό εθνικό σχέδιο δημοσιονομικής σταθερότητας και αναπτυξιακής δυναμικής. Από αυτήν τη σκοπιά, υπάρχει μια ιδιαίτερα ευνοϊκή συγκυρία για τη χώρα μας: ο συνδυασμός των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (Next Generation EU), του ΕΣΠΑ και της ΚΑΠ δημιουργούν μια ασφαλή βάση, ώστε τα επόμενα χρόνια να διασφαλιστούν θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης και μια παραγωγική ανασύνταξη σε τομείς αιχμής της ελληνικής οικονομίας.

Κάθε χώρα, και ιδίως η Ελλάδα, οφείλει να έχει, πέρα από την ευρωπαϊκή προσδοκία, ένα σταθερό εθνικό σχέδιο δημοσιονομικής σταθερότητας και αναπτυξιακής δυναμικής.

Το προεκλογικό «παιχνίδι» και οι κομματικές στρατηγικές

Ωστόσο, ενώ η καλή μάγισσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδωσε με το ραβδάκι της αυτή την προοπτική, η κακή μάγισσα της εθνικής μας παράδοσης έδωσε τη δική της κατάρα. Γιατί προϋποθέσεις της δημοσιονομικής ισορροπίας και της αναπτυξιακής προοπτικής είναι η πολιτική σταθερότητα και η κυβερνητική αποτελεσματικότητα. Και είναι φανερό, εν όψει των εκλογών του 2023, ότι η πολιτική σταθερότητα όχι μόνον δεν δείχνει διασφαλισμένη, αλλά, αντιθέτως, η επίκληση της ανασφάλειας είναι ένα από τα «μεγάλα χαρτιά» γύρω από το οποίο στήνεται το προεκλογικό παιχνίδι και αναπτύσσονται οι κομματικές στρατηγικές και τακτικές.

Φυσικά και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στηρίζεται στην ύπαρξη των κομμάτων. Κάθε κόμμα (θεωρητικά, τουλάχιστον) έχει συγκροτημένη ιδεολογία και πολιτικό πρόγραμμα, στηρίζεται καταρχήν στις πιο συγγενείς με τις αρχές του και το πρόγραμμα του κοινωνικές δυνάμεις, αλλά αποσκοπεί σε μια ευρύτερη πλειοψηφία. Ρόλο στην κομματική διαπάλη διαδραματίζει και η ιστορική διαδρομή κάθε κόμματος, εφόσον, φυσικά, δεν είναι νεοπαγές σχήμα. Και στον κομματικό ανταγωνισμό παίζουν ρόλο η ποιότητα και η πειστικότητα της ηγετικής ομάδας κάθε κόμματος, και ιδίως η προσωπικότητα, οι αρετές και τα ελαττώματα του επικεφαλής, του Αρχηγού. Η φύση της πολιτικής διαπάλης δεν είναι όμως ευθύγραμμη, ούτε δεδομένη. Και οι πιο ισχυρές δημοκρατίες μπορούν να τεθούν σε περιδίνηση και ο κομματικός ανταγωνισμός να φτάσει στα άκρα. Το βιώνει σήμερα η βαθιά διχασμένη Αμερική, το βίωσε η Βρετανία με το Brexit με την αστάθεια και την πολιτική περιπέτεια να συνεχίζονται, το βίωσε η Γαλλία πρόσφατα, ισορροπώντας στην κόψη του ξυραφιού.

Ένα απόλυτα νέο και διαφοροποιημένο πολιτικό τοπίο

Η Ελλάδα ήταν εθισμένη στον ακραίο κομματικό ανταγωνισμό, είτε με την κλασική διαμάχη του δικομματισμού ΝΔΠΑΣΟΚ είτε στην ταραγμένη δεκαετία των μνημονίων 2009-2019, με τα νέα μέτωπα των «αντιμνημονιακών» δυνάμεων, που δεν αμβλύνθηκαν καθόλου, ακόμα και μετά την «colotoumba».

Ωστόσο υπάρχει πια ένα απόλυτα νέο και διαφοροποιημένο τοπίο σε σχέση με τα προηγούμενα 48 χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αν υποθέσουμε ότι ο κομματικός ανταγωνισμός στηριζόταν ως το 2019 σε πραγματικά βαθιές διαφοροποιήσεις (τελευταία και πιο χαρακτηριστική διαιρετική τομή το μνημόνιο-αντιμνημόνιο), η εξέλιξη μετά το 2019 κινείται σε ριζικά διαφορετικό έδαφος.

Τα κόμματα πλέον στην Ελλάδα κρίνονται πολύ περισσότερο από τη διαχειριστική τους επάρκεια και την προγραμματική τους ετοιμότητα, παρά από τις ιδεολογικές τους διαβεβαιώσεις και διακηρύξεις.

Ωστόσο, η πολιτική και η οικονομική ζωή της χώρας δείχνουν να ταλανίζονται από το ερώτημα της πιθανής ακυβερνησίας, λόγω της απλής αναλογικής, που ο ΣΥΡΙΖΑ άφησε πίσω του ως βραδυφλεγή νάρκη, την οποία η Νέα Δημοκρατία, με τον δικό της εκλογικό νόμο, μετέτρεψε σε ατελούς γομώσεως βόμβα που μπορεί να εκραγεί και στα χέρια της, καθώς καθιστά πολύ δύσκολη την αυτοδυναμία.

Κανείς δεν επιτρέπεται να αποφαίνεται κατηγορηματικά για τα ενδεχόμενα εκλογικά αποτελέσματα, όταν το πολιτικό τοπίο είναι τόσο αστάθμητο και τόσο εξαρτώμενο από εξωγενείς παράγοντες και εξελίξεις. Και μόνον η διαρκώς κλιμακούμενη τουρκική απειλή θα έπρεπε να είχε υπαγορεύσει μια εντελώς διαφορετική συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων. Επιβάλλεται μια πλήρης ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών από τον πρωθυπουργό για την εκτίμηση της απειλής και μια καλά προετοιμασμένη συνάντηση των πολιτικών αρχηγών υπό την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την εμπέδωση των εθνικών «κόκκινων γραμμών» – πρωτοβουλία πολύτιμη για την εξαίρεση αυτών των θεμάτων από εκλογική χρήση και παράλληλη ενίσχυση των ελληνικών θέσεων στις διπλωματικές κινήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, που είναι όσο ποτέ αναγκαίο να πυκνώσουν και να φέρουν αποτελέσματα πρόληψης και αποτροπής στις τουρκικές επιδιώξεις.

Ο άγνωστος χ, το «κλειδί» των εκλογών, θα είναι η επίδοση του ΠΑΣΟΚ

Προσθέτως, είναι φανερό, ότι το ενδεχόμενο της ακυβερνησίας δεν είναι μόνον η επιλογή της κυβέρνησης ως το βασικό δίλημμα των εκλογών, προσωποποιημένο μάλιστα: «Τι θέλετε; Μητσοτάκη ή Τσίπρα;». Είναι επίσης επιλογή και του Αλέξη Τσίπρα. Γιατί όχι μόνον ο Αλέξης Τσίπρας είναι αναγκασμένος να το αποδεχθεί αφού το θέτει ο αντίπαλος, αλλά γιατί με αυτόν τον τρόπο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρούν αμφιπλεύρως να πιέσουν το ΠΑΣΟΚ, να υφαρπάσουν στην πρώτη αναμέτρηση το δυνατόν περισσότερες ψήφους, αλλά και με την εξασθένησή του να το καταναγκάσουν σε μια επιλογή στήριξης ενός εκ των δύο. Και εκτιμούν ότι με όποιον και εάν συνεργαστεί το ΠΑΣΟΚ υπογράφει το πολιτικό του τέλος – χρήσιμο τέλος και για τους δύο κεντρικούς μονομάχους, που θα διαμοιραστούν τα ιμάτιά του.

Με αυτήν τη σύμπτωση στρατηγικών και τακτικών στόχων κυβέρνησης-αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποκρύπτονται πόσες δυνατότητες κυβερνητικών συνεργασιών παρέχει η νυν πρόβλεψη-προβολή εκλογικού αποτελέσματος σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Τι θα εμπόδιζε τη Νέα Δημοκρατία που απορρόφησε όλο το ΛΑΟΣ να απορροφήσει την «Ελληνική Λύση» του κ. Βελόπουλου; Τι διαφορά έχει ο κ. Βελόπουλος από τους ΑΝΕΛ, όσον αφορά την ευκαμψία και την προσαρμοστικότητα του ΣΥΡΙΖΑ στις συνεργασίες; Γιατί, άραγε, πρέπει να προαποκλείεται μια γερμανικού τύπου «μεγάλη συνεργασία» μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ; Και ποιος μπορεί να αποκλείσει την ανάγκη σχηματισμού μιας ευρύτερης, τρικομματικής κυβέρνησης, όπως η Οικουμενική του ’89 – ’90;

Υποστηρίζω, δηλαδή, ότι εν πολλοίς τα διλήμματα δεν αφορούν τη χώρα, αλλά τα ίδια συμφέροντα των κομμάτων ως οργανισμών και μηχανισμών. Το ζητούμενο αυτών των εκλογών είναι κυρίως η επιδίωξη της αποκατάστασης, σε νέα βάση, του παλαιού δικομματισμού: η Νέα Δημοκρατία να κυβερνήσει αυτοδύναμη, ο ΣΥΡΙΖΑ να αυξήσει όσο μπορεί τη δύναμή του. Και οι δυο, συνδυασμένα, να εξαερώσουν το ΠΑΣΟΚ, ώστε ο μεν κ. Μητσοτάκης να κυβερνήσει άλλη μια τετραετία και ο κ. Τσίπρας να μειώσει τον κραδασμό της ήττας απορροφώντας το ΠΑΣΟΚ και να διασώσει, έτσι, την ηγεσία του, γαλβανίζοντας το κόμμα του με την προσδοκία της κλασικής εναλλαγής στην εξουσία.

Από την ανάλυση των σημερινών δεδομένων, προκύπτουν δύο συμπεράσματα: Κατ’ αρχάς, ο τόπος, σε καμιά περίπτωση, δεν θα βιώσει τον εφιάλτη της ακυβερνησίας. Σχήματα κυβέρνησης υπάρχουν αρκετά, σε κάθε εκλογικό ενδεχόμενο. Και, προφανώς, ένας από τους δυνητικούς συνδυασμούς θα προκύψει στο τέλος.

Ο τόπος, σε καμιά περίπτωση, δεν θα βιώσει τον εφιάλτη της ακυβερνησίας. Σχήματα κυβέρνησης υπάρχουν αρκετά, σε κάθε εκλογικό ενδεχόμενο.

Υπάρχει, όμως, μια κρίσιμη παράμετρος: το πρόβλημα του τόπου δεν είναι αν θα κυβερνηθεί με τον σχηματισμό μιας πλειοψηφίας στη Βουλή. Το ζητούμενο είναι η ποιότητα και αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης. Και η «λοταρία» των ενδεχομένων δεν εγγυάται, κατ’ ανάγκην, αυτό το ποιοτικό αποτέλεσμα.

Δεύτερο συμπέρασμα: ο πραγματικός άγνωστος Χ αυτών των εκλογών είναι το ΠΑΣΟΚ. Εάν καταφέρει να έχει μια ισχυρή παρουσία με ένα υψηλό διψήφιο ποσοστό, θα κρατάει τα «κλειδιά» των άμεσων μετεκλογικών εξελίξεων και θα μπορέσει να δώσει υπόσταση στην υπόσχεση ανανέωσης της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας.

Αυτό δείχνουν να το γνωρίζουν καλά η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ, και συνεννοούνται αρμονικά στην αμφίπλευρη πίεση που ασκούν στο ΠΑΣΟΚ. Μένει να φανούν ο τρόπος, η στρατηγική και η τακτική που θα αναδείξουν τις θέσεις του και την προοπτική που χαράσσει απέναντι σε όλα αυτά το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Και από την επιτυχία ή αποτυχία του εγχειρήματος που ανέλαβε ο Νίκος Ανδρουλάκης θα κριθούν τα πάντα σε αυτές τις εκλογές.

Το αργότερο σε λίγους μήνες θα έχουμε τις απαντήσεις, που κανείς με κατηγορηματικότητα δεν μπορεί να προδιαγράψει από τώρα. Άλλωστε, υπάρχει πάντα η κλασική απάντηση του Χάρολντ ΜακΜίλαν, ως πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, στο τι αποτελεί απειλή για έναν πολιτικό: «Events, my boy. Events». Και είμαστε σε μια εποχή που, αν μη τι άλλο, παράγει διαρκώς γεγονότα!

*Φωτογραφίες: AFP/Visual Hellas

**Το άρθρο δημοσιεύεται στο νέο τεύχος Fortune που κυκλοφορεί στις 23 Δεκεμβρίου.