Λαγκάρντ: «Θα βοηθήσουμε την ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με όποια κυβέρνηση»

Λαγκάρντ: «Θα βοηθήσουμε την ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με όποια κυβέρνηση»
Photo:

«Θα συζητήσουμε με όποια κυβέρνηση κι αν σχηματισθεί»  ανέφερε η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

«Αναμένουμε όλοι τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και με το που θα συμβεί αυτό και επιτευχθεί σταθερότητα, σε όποια κυβέρνηση σχηματισθεί, θα επιδιώξουμε τις συζητήσεις που είχαμε με τις ελληνικές αρχές, ώστε να βοηθήσουμε την ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με βιώσιμο και ευρύ τρόπο», ανέφερε η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, απαντώντας σε ερώτηση για την Ελλάδα, μετά τη σημερινή ομιλία της στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, στην Ουάσιγκτον, με θέμα την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας το 2015.

Η κυρία Λαγκάρντ επεσήμανε ότι «η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες χρειάζονται δομικές μεταρρυθμίσεις ώστε να δημιουργήσουν συνθήκες για κατάλληλο περιβάλλον για επενδύσεις».

Στη συνέχεια, επεσήμανε ότι «η σχέση με την Ευρώπη νομίζω ότι έχει σίγουρα δομηθεί καλύτερα ως αποτέλεσμα των αλλαγών των Ευρωπαίων στο πλαίσιό τους. Το γεγονός ότι υπάρχει ESM, ώστε αν αποφευχθεί η συστημικότητα και η μετάδοση που θα μπορούσε να προκληθεί ως αποτέλεσμα μίας μεγάλης κρίσης σε οποιαδήποτε χώρα είναι ένας σημαντικός παράγοντας. Η τρέχουσα δουλειά που γίνεται για την ερμηνεία του Συμφώνου Σταθερότητας, που θα επιτρέψει στις χώρες να ακολουθήσουν δημοσιονομική προσαρμογή με τρόπο λογικό, με δεδομένες τις οικονομικές συνθήκες, επίσης βοηθά.

Αλλά, στο τέλος της ημέρας, η Ελλάδα, όπως και κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, θα πρέπει να κάνει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να διατηρηθεί η ανάπτυξη και να δημιουργηθούν οι συνθήκες για επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας. Είναι ένα κοινό πεπρωμένο».

Σε ερώτηση για το αν σκέφτεται «το ανθρώπινο κόστος που έχει προκαλέσει το πρόγραμμα του ΔΝΤ και ειδικά στην Ελλάδα», είπε: «Πολύ, σας διαβεβαιώνω.
Πρέπει να σκεφτείτε ότι το ΔΝΤ ερωτάται να πάει σε μία χώρα όταν η χώρα έχει διαμορφώσει συνθήκες που δεν μπορεί πλέον να χειρισθεί την οικονομική της κατάσταση, δεν έχει λάβει τις πολιτικές εκείνες που θα έπρεπε ώστε να διατηρήσει τη σταθερότητα στην οικονομία της.

Όταν το λέω αυτό δεν προσπαθώ να δαχτυλοδείξω κανέναν, αλλά λέω ότι δεν μπορεί κανείς να συνδέει τις δύσκολες προσπάθειες, τις τεράστιες θυσίες που έχουν γίνει, με το ΔΝΤ. Ελπίζω να μην χρειαζόταν να πάμε στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισλανδία, την Ιρλανδία, την Κύπρο, διότι αν δεν χρειαζόταν να πάμε θα σήμαινε ότι οι πολιτικές που υπήρχαν ήταν καλές και διατηρούσαν σταθερότητα σε αυτές τις οικονομίες».

Τέλος, τόνισε ότι «όταν σχεδιάζουμε τις μεταρρυθμίσεις που θεωρούμε ότι είναι απαραίτητες για να ανακτηθεί η θέση της χώρας πάντα σκεπτόμαστε τους φτωχούς ανθρώπους και το δίχτυ ασφαλείας που χρειάζεται.

Πρακτικό παράδειγμα, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι ο ίδιος, όπως στη Γερμανία, όχι ίδιος ακριβώς σε σχέση με το ΑΕΠ ή το κόστος ζωής. Αλλά, όταν προτείναμε τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού είπαμε ότι κάτω από ένα όριο δεν μπορείτε να αλλάξετε το όριο, δεν μπορείτε να βάλετε τους ανθρώπους σε μία υπερβολικά δύσκολη κατάσταση.

Έχουμε αυτό στο μυαλό μας, και μάλιστα σε πολλές χώρες έχουμε ενισχύσει αυτό το σημείο λέγοντας ότι χρειάζεται το δίχτυ ασφαλείας στις μεταρρυθμίσεις τους».

“Συνεργασία και με την επόμενη κυβέρνηση”, αναφέρει ρεπορτάζ της DW

Ρεπορτάζ για την αποψινή συζήτηση στην γερμανική ομοσπονδιακή Βουλή σχετικά με «το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη» δημοσιεύει η ελληνική υπηρεσία της Deutsche Welle, υπό τον τίτλο «Συνεργασία και με την επόμενη ελληνική κυβέρνηση».

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, στη συζήτηση επικράτησε ομοφωνία ως προς το ότι η θέση της χώρας είναι στην ευρωζώνη και ότι οι βουλευτικές εκλογές είναι υπόθεση του ελληνικού λαού.

«Τόσο οι ομιλητές του κόμματος ‘Η Αριστερά’ (Die Linke) όσο και των Πρασίνων άσκησαν κριτική στην κυβέρνηση ότι δεν διέψευσε άμεσα το δημοσίευμα (ενν. του Spiegel), μάλιστα ο πράσινος βουλευτής Μάνουελ Σάρατσιν την χαρακτήρισε ως ‘ανεύθυνη’. Από την πλευρά τους οι ομιλητές των κυβερνητικών κομμάτων και της κυβέρνησης επιδίωξαν να παρουσιάσουν το ρεπορτάζ σχεδόν ως αποκύημα δημοσιογραφικής φαντασίας», αναφέρει ο συντάκτης και προσθέτει ότι «σε όλους τους τόνους και με σχεδόν ταυτόσημες διατυπώσεις οι εκπρόσωποι των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών τόνισαν ότι η θέση της Ελλάδας είναι στο ευρώ, ότι η Γερμανία στέκεται στο πλευρό της στην προσπάθεια να πετύχουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη σταθεροποίηση των δημοσιονομικών», ενώ «κυρίως οι Χριστιανοδημοκράτες επέμειναν ότι χάρη στο πρόγραμμα η χώρα σημείωσε προόδους επιτυγχάνοντας πρωτογενές πλεόνασμα, οικονομική άνοδο και αύξηση του αριθμού των εργαζομένων». Σύμφωνα με τον υφυπουργό Οικονομικών, Μίχαελ Μάιστερ, αναφέρει το ρεπορτάζ, το ζητούμενο είναι η Ελλάδα να παραμείνει σε αυτή την πορεία. «Αυτό που με προβληματίζει δεν είναι αν στη νέα κυβέρνηση θα βρίσκονται κομμουνιστές ή όχι. Αυτό που με προβληματίζει είναι αν η Ελλάδα ακολουθήσει την επιτυχή πορεία των τελευταίων πέντε χρόνων με μια κυβέρνηση των μεταρρυθμίσεων ή θα διακοπεί αυτή η πορεία με συνέπεια να χαθούν όλες οι προσπάθειες που έχουν καταβάλει οι Έλληνες. Αυτό είναι το επίκαιρο ερώτημα και αυτό θα το συζητήσουμε με ηρεμία με την επόμενη ελληνική κυβέρνηση», δήλωσε ο Γερμανός υφυπουργός.

Την πρόθεση για συνεργασία με την όποια ελληνική κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές τόνισε και ο υφυπουργός Εξωτερικών Μίχαελ Ροτ, λέγοντας: «Η γερμανική κυβέρνηση είναι σίγουρη ότι η καλή συνεργασία θα συνεχιστεί και με την επόμενη ελληνική κυβέρνηση. Όλοι θέλουμε την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Επ’ αυτού δεν υπάρχει καμία αλλαγή πλεύσης». Βέβαια όλοι οι ομιλητές της κυβερνητικής παράταξης τόνισαν, σε σχέση με τις συμφωνίες των δανειακών πακέτων, ότι αυτές θα ισχύουν και μετά τις 25 Ιανουαρίου και ότι η Ελλάδα θα πρέπει να τις τηρήσει, αναφέρει το δημοσίευμα, στο οποίο επισημαίνεται ότι «από τη συζήτηση έλειψε οποιαδήποτε κριτική προς το ΣΥΡΙΖΑ», ενώ «ο μόνος που άσκησε – αν και σε χαμηλό τόνο – κριτική στον Αλέξη Τσίπρα, ήταν ο εκπρόσωπος για θέματα Κρατικού Προϋπολογισμού της Κ.Ο. των Χριστιανοδημοκρατών, Νόρμπερτ Μπάρτλε, με αφορμή το άρθρο γνώμης του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην εφημερίδα Handelsblatt αρχές της εβδομάδας, όπου έκανε λόγο για ‘δημοσιονομικό εικονικό πνιγμό’ των Ελλήνων λόγω του χρέους». Όπως επισήμανε ο κ. Μπάρτλε αλλά και προηγουμένως ο κ. Μάιστερ, το διάστημα αυτό η Ελλάδα εξοφλεί μόνο τα δάνεια που παρείχε το ΔΝΤ. Αναφορικά με τους Ευρωπαίους, η εξόφληση του πρώτου πακέτου βοήθειας (διμερή δάνεια) θα ξεκινήσει το 2020 και θα διαρκέσει ως το 2041, ενώ η επιστροφή του δευτέρου πακέτου (EFSF) αρχίζει το 2023 και τελειώνει το 2057. Οπότε, αν η Ελλάδα θελήσει πιθανώς να επιμηκύνει κάποιο δάνειο, τότε θα πρέπει να αποταθεί στο ΔΝΤ.

Αναφορικά με τα ευρωπαϊκά δάνεια, ο κ. Μπάρτλε απέρριψε το ενδεχόμενο κουρέματος. «Σκοπός των προστατευτικών μηχανισμών του ευρώ δεν είναι να αναλαμβάνουν το χρέος ενός κράτους αλλά να το βοηθήσουν ώστε να ανακτήσει την ικανότητα να δανείζεται με υποφερτούς τόκους στις χρηματαγορές», σημείωσε.

Την άποψη ότι το κούρεμα του χρέους δεν είναι το ζητούμενο, τουλάχιστον προς το παρόν, υποστήριξε ο εκπρόσωπος της Κ.Ο. των Πρασίνων για θέματα Δημοσιονομικής Πολιτικής, Γκέρχαρντ Σικ. Όπως επισήμανε, οι τόκοι που αυτή τη στιγμή καταβάλλει η Ελλάδα ετησίως ανέρχονται στο 1,8% του ΑΕΠ. Συνεπώς, ένα κούρεμα δεν θα επέφερε άμεσα κάποια ελάφρυνση. «Αλλά ποιος όμως μπορεί να διανοηθεί ότι το χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο ή ποια ‘υποθήκη’ συνεπάγεται για το μέλλον; Για αυτό το λόγο έχουμε διατυπώσει εδώ και καιρό μια πρόταση την οποία στηρίζουν πολλοί οικονομολόγοι: θα πρέπει να μπούμε στην τροχιά διαγραφής του χρέους, η οποία βέβαια θα είναι συνδεδεμένη με όρους και συμφωνίες. Ακριβώς αυτή είναι η πρόταση μας», κατέληξε ο βουλευτής των Πρασίνων.