Η λιγότερο πλούσια Γερμανία
- 10/11/2014, 09:49
- SHARE
Γιατί το ανατολικό κομμάτι της δεν θα φτάσει ποτέ οικονομικά το δυτικό.
του Κρις Μάθιους
Στις 9 Νοεμβρίου 1989, η κυβέρνηση της τότε Ανατολικής Γερμανίας επέτρεψε στους πολίτες της να ταξιδεύουν ελεύθερα στο Δυτικό Βερολίνο και τη Δυτική Γερμανία, σημειώνοντας την αρχή του τέλους του Τείχους του Βερολίνου και της σχετικής πολιτικής που απαγόρευε τη μετακίνηση των ανθρώπων από την κομμουνιστική Ανατολή στην καπιταλιστική Δύση.
Η χθεσινή επέτειος, που γιορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια στο Βερολίνο, προσφέρει μια ευκαιρία να εξετάσουμε εκ νέου τι έχει προσφέρει η γερμανική επανένωση στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης και στους πολίτες της. Το πρώτο πράγμα που προκαλεί εντύπωση σχετικά με τη Γερμανία σήμερα είναι ότι σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει από πλευράς περιφερειακών ανισοτήτων στην οικονομική ανάπτυξη. Σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Γραφείο Εργασίας της Γερμανίας, η ανεργία στο ανατολικό κομμάτι παραμένει σταθερά πάνω από 9%, ενώ στα εδάφη της πρώην Δυτικής Γερμανίας είναι 5,6%. Κι αν δεν υπήρχαν σωρεία κυβερνητικών προγραμμάτων για την τόνωση των θέσεων εργασίας στις ανατολικές περιοχές, οι αντιθέσεις θα ήταν ακόμα μεγαλύτερες.
Οι υπόλοιπες στατιστικές, όπως π.χ. το κατά κεφαλή εισόδημα ή η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο, επιβεβαιώνουν τις μεγάλες ανισότητες στην οικονομική ανάπτυξη ανατολής και δύσης.
Η Washington Post αποδίδει πολλές απ’ αυτές τις αντιφάσεις ως «κληρονομιά του κομμουνισμού»: «Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οι πρώην κομμουνιστικές εταιρείες και εργοστάσια της Ανατολικής Γερμανίας αναγκάστηκαν ξαφνικά να ανταγωνιστούν τις πολύ ικανότερες δυτικές εταιρείες. Ο καπιταλισμός ήρθε υπερβολικά γρήγορα. Πολλές ανατολικογερμανικές εταιρείες χρεοκόπησαν και κάποιες περιφέρειες δεν επανήλθαν ποτέ από το σοκ».
Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, από την επανένωση μέχρι σήμερα η γερμανική κυβέρνηση έχει μεταφέρει πόρους άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ως οικονομική βοήθεια στο ανατολικό κομμάτι. Κάποια πρόοδος έχει επιτευχθεί, αλλά οι βαθιές αντιθέσεις συνεχίζουν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δυτικού τύπου καπιταλισμός απεδείχθη πιο ικανός στην παραγωγή αξίας σε σχέση με το σοβιετικό κομμουνισμό. Αλλά η αδυναμία του κομμουνισμού τείνει να τονίζεται σε υπερβολικό βαθμό. Μην ξεχνάμε ότι ο κομμουνισμός υπήρξε εξαιρετικά επιτυχής στην ανάπτυξη μιας διαλυμένης από τον πόλεμο Ρωσίας, στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης. Αν συγκρίνετε, για παράδειγμα, την ανάπτυξη του Μεξικού με τη Σοβιετική Ένωση από το 1913 μέχρι το 1989, τη χρονιά που έπεσε το Τείχος, «οι ρυθμοί ανάπτυξης της Σοβιετικής Ένωσης την περίοδο του κομμουνισμού είναι συντριπτικά ανώτεροι εκείνων του Μεξικού», όπως επισημαίνει ο Τσαρλς Κέννεϊ, ερευνητής στο Center for Global Development. Ενδεικτικά, σημειώνει ότι το κατά κεφαλή εισόδημα της Σοβιετικής Ένωσης το 1989 ήταν 46% μεγαλύτερο σε σχέση με το Μεξικό, ενώ το 1913 η διαφορά ήταν μόνο 1%.
Με άλλα λόγια, η ιδέα ότι ένα παρελθόν κομμουνισμού υποσκάπτει την ικανότητα μιας οικονομίας να εκσυγχρονισθεί δεν υποστηρίζεται από τα δεδομένα.
Στην πραγματικότητα, οι βαθιές αντιθέσεις στην οικονομική ανάπτυξη ανάμεσα στις διάφορες περιφέρειες της Γερμανίας δεν είναι κάτι το μοναδικό. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, «οι περιφερειακές διαφορές στο κατά κεφαλή ΑΕΠ είναι συχνά μεγαλύτερες εντός των χωρών, παρά μεταξύ των χωρών». Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ υπάρχουν περιφερειακά χάσματα οικονομικής ανάπτυξης που είναι μεγαλύτερα απ’ τα αντίστοιχα της Γερμανίας. Το κατά κεφαλή εισόδημα του Μισισιπή είναι μόλις 54% του Κονέκτικατ, ενώ τα πρώην ανατολικογερμανικά εδάφη έχουν κατά κεφαλή εισόδημα που είναι 84% των δυτικών εδαφών.
Ακόμα και οι οικονομολόγοι δεν έχουν μια πλήρη ερμηνεία της διαδικασίας οικονομικής ανάπτυξης και των αντιθέσεών της. Αυτό που γνωρίζουν, πάντως, είναι ότι όταν η οικονομική ανάπτυξη λαμβάνει χώρα σε μια περιοχή, οι άνθρωποι σπεύδουν να πάνε εκεί για να συμμετέχουν στην ανάπτυξη αυτή. Αυτό συμβαίνει και στη Γερμανία, καθώς ο πληθυσμός των ανατολικών περιοχών μειώθηκε από 16 εκατομμύρια το 1989 σε 12,5 εκατομμύρια φέτος, ενώ ο αντίστοιχος πληθυσμός των δυτικών περιοχών αυξήθηκε από 60 εκατομμύρια σε 64,6 εκατομμύρια.
Συνεπώς, όσο οι ταλαντούχοι νέοι άνθρωποι μπορούν να εγκαταλείπουν ελεύθερα τη γερμανική Ανατολή και να αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες στη γερμανική Δύση, οι περιφερειακές διαφορές στην οικονομική ανάπτυξη θα συνεχίζονται.