Λήψη μέτρων στήριξης για τη γερμανική οικονομία εξετάζει το Βερολίνο
- 08/10/2014, 14:43
- SHARE
Ο Σόιμπλε κάνει έκκληση για δημοσιονομική πειθαρχία, ωστόσο οι υφεσιακές προβλέψεις ωθούν τον κυβερνητικό συνασπισμό να κοιτάξει τις εναλλακτικές.
Με τους δείκτες βιομηχανικής παραγωγής να πέφτουν και τις ενδείξεις πως η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία είναι στα πρόθυρα της ύφεσης, η Γερμανία φαίνεται πως εξετάζει τη λήψη νέων μέτρων για την τόνωση της ανάπτυξης.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, μεταξύ των σχεδίων που συζητούνται είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,6 της ποσοστιαίας μονάδας, η οποία θα τροφοδοτούσε με ένα ποσό ύψους 6 δισ. ευρώ την οικονομία.
Αυτό φέρεται να δήλωσε ο Μίκαελ Φουκς, αναπληρωτής επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ. «Υπάρχει κάποιο περιθώριο για μέτρα υποβοηθητικά της ανάπτυξης», δήλωσε ο Φουκς σε τηλεφωνική συνέντευξή του.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπεραμύνθηκε από την πλευρά του της δημοσιονομικής πειθαρχίας. «Βαθιά πεποίθησή μου είναι ότι η βιώσιμη δημοσιονομική κατάσταση είναι απαραίτητη για να υπάρχει καλό επενδυτικό κλίμα. Αμφιβολίες για τη δημοσιονομική πολιτική μας θα μας έβλαπταν περισσότερο από οποιοδήποτε βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα στήριξης της ανάπτυξης», δήλωσε ο υπουργός σε συνέδριο που έγινε αυτή την εβδομάδα στο Βερολίνο.
Μεταξύ αυτών που διαφωνούν, σημειώνει το δημοσίευμα, είναι οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), ο κυβερνητικός εταίρος στην κυβέρνηση συνασπισμού της Μέρκελ. Ο Λόταρ Μπίντινγκ, βουλευτής του SPD και ειδικός στα οικονομικά, δήλωσε ότι χρειάζονται περισσότερες δαπάνες για υποδομές. «Αυτό μπορεί να γίνει δυνατό, μόνο αν απομακρυνθείς από το δόγμα για τα ελλείμματα», δήλωσε ο βουλευτής σε συνέντευξή του.
Η γερμανική οικονομία χάνει τη δυναμική της, καθώς η υποτονική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη και η πολιτική ένταση με τη Ρωσία βαραίνουν στη ζήτηση.
Η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt σημειώνει σε σημερινό δημοσίευμά της ότι μία ομάδα κορυφαίων οικονομικών ινστιτούτων αναμένεται να περικόψουν σημαντικά τις προβλέψεις τους για τον ρυθμό ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας στο 1,3% για φέτος και 1,2% για το 2015, αντί της προηγούμενης πρόβλεψής τους για ρυθμούς ανάπτυξης 1,9% και 2%, αντίστοιχα.
Η γερμανική οικονομία ξεκίνησε δυνατά το 2014, αλλά συρρικνώθηκε κατά 0,2% στο δεύτερο τρίμηνο. Ορισμένοι οικονομολόγοι έχουν προειδοποιήσει ότι υπάρχει κίνδυνος μίας τεχνικής ύφεσης της – δηλαδή της συρρίκνωσής της για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο στο τρίτο τρίμηνο του έτους.
Το δημοσίευμα σημειώνει ότι η κυβέρνηση συνασπισμού της Μέρκελ απέρριπτε τις εκκλήσεις για αύξηση των δημοσίων δαπανών που θα στήριζαν την ανάπτυξη, καθώς έχει ως στόχο για το 2015 την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού. «Η κυβέρνηση ήταν πολύ απρόθυμη, πολύ συχνά υποδηλώνοντας μία λογιστική προσέγγιση, λέγοντας ότι όλα είναι εντάξει και ότι έχουμε μπροστά μας το “φρένο” χρέους και δεν μπορούμε να έχουμε περισσότερες επενδύσεις», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας ING -DiBa στη Φρανκφούρτη Κάρστεν Μπρέσκι, προσθέτοντας: «Αυτή η θέση σαφώς αλλάζει τώρα και τα οικονομικά στοιχεία ωθούν την κυβέρνηση να αλλάξει».
Μία ένδειξη ότι η κυβέρνηση στο Βερολίνο προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο ύφεσης είναι ότι αξιωματούχοι της ετοιμάζουν νομοθεσία για να παρατείνουν και στο επόμενο έτος τα επιδόματα για μειωμένες ώρες εργασίας σε προβληματικές επιχειρήσεις», αναφέρει σημερινό δημοσίευμα της εφημερίδας Rheinische Post. Αν και η Γερμανία προωθεί το δόγμα των αυστηρών προϋπολογισμών καθ’ όλη τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, μία ύφεση στο εσωτερικό της θα μπορούσε να ωθήσει τη συζήτηση στην κατεύθυνση των μέτρων στήριξης, δήλωσε ο Μπρέσκι.
Στη χθεσινή κοινή συνεδρίαση των κοινοβουλευτικών ομάδων των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών συζητήθηκαν η διευκόλυνση των ιδιωτικών επενδύσεων, η επέκταση του ψηφιακού δικτύου της χώρας και η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αναφέρεται σε κυβερνητική ανακοίνωση.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που αναθεώρησε χθες την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη στη Γερμανία στο 1,4% από 1,9%, ανέφερε ότι η χώρα μπορεί να αντέξει τη χρηματοδότηση «δημοσίων επενδύσεων που έχει μεγάλη ανάγκη».