Μαρία Βασσάλου (Pictet):  H επενδυτική πρόταση των ΗΠΑ είναι απαράμιλλη – προς το παρόν

Μαρία Βασσάλου (Pictet):  H επενδυτική πρόταση των ΗΠΑ είναι απαράμιλλη – προς το παρόν
Traders work the floor of the New York Stock Exchange on August 16, 2024. US stocks edged lower in early trading Friday, as traders looked to lock in gains at the end of a positive week for major Wall Street indices. Around 10 minutes into trading, the Dow Jones Industrial Average was down 0.1 percent at 40,518.87, and the S&P was 0.1 percent lower at 5,536.08. The Nasdaq slipped 0.2 percent to 17,566.08. (Photo by ANGELA WEISS / AFP) Photo: AFP
Παρά τις μακροπρόθεσμες ανησυχίες, οι ΗΠΑ παραμένουν επενδυτικός φάρος…  

Tους τελευταίους μήνες τα αμερικανικά ομόλογα έχουν ενισχυθεί έντονα καθώς οι επενδυτές προσβλέπουν σε περικοπές επιτοκίων. Η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς έχει υποχωρήσει περίπου μια ποσοστιαία μονάδα από τον Απρίλιο, με τις τιμές να κινούνται αντιστρόφως υψηλότερα. 

Αλλά αυτό το ράλι δεν έχει κατευνάσει τις μακροπρόθεσμες ανησυχίες ορισμένων επενδυτών – κυρίως ερωτήματα σχετικά με το αυξανόμενο χρέος των ΗΠΑ και εάν οι γεωπολιτικές εντάσεις θα αναγκάσουν τους ξένους επενδυτές να μειώσουν τις αγορές ομολόγων.

Η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να δημιουργεί ελλείμματα επ’ αόριστον. Παράλληλα, ορισμένοι επενδυτές ενόψει των αμερικανικών εκλογών τελούν σε αναταραχή, θεωρώντας ότι κανένας από τους υποψήφιους για την προεδρία δεν έχει πειστικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της βιωσιμότητας του ομοσπονδιακού χρέους των ΗΠΑ, το οποίο έφτασε το 124% του ΑΕΠ το 2023 και προβλέπεται να αυξηθεί στο 129% έως το 2033. Οι δε δαπάνες για τόκους μέχρι το 2028 θα αντιπροσωπεύουν πάνω από το 60% του ομοσπονδιακού ελλείμματος.

Ως εκ τούτου, ένα πιθανό σημείο καμπής για τη βιωσιμότητα του χρέους των ΗΠΑ θα μπορούσε να είναι η στιγμή που θα απαιτηθεί πρόσθετος δανεισμός κυρίως για την κάλυψη του κόστους εξυπηρέτησης των τόκων.

Η εσφαλμένη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ θα μπορούσε επίσης να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη. Η βιωσιμότητα του αμερικανικού χρέους εξαρτάται -μέχρι η Ουάσιγκτον να εξισορροπήσει τα βιβλία της- από την ικανότητα της χώρας να διατηρήσει την προνομιακή της θέση στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Επιπλέον, απαιτεί από τον υπόλοιπο κόσμο να δημιουργήσει επαρκή πλεονάσματα και να είναι πρόθυμος να τα μεταφέρει στη συνέχεια στις ΗΠΑ μέσω της αγοράς χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Χώρες όπως η Κίνα θα συνεχίσουν να δυσκολεύονται να βρουν εναλλακτικές θέσεις για να παρκάρουν τα τεράστια πλεονάσματα τους. Ωστόσο, ο γεωπολιτικός κατακερματισμός και οι αυξημένες απαιτήσεις στον υπόλοιπο κόσμο για εγχώριες επενδύσεις – σε υποδομές και πράσινη ενέργεια – εξακολουθούν να απειλούν τα προς διάθεση για διοχέτευση στις αγορές των ΗΠΑ πλεονάσματα.

Αυτή η συνθήκη εντείνει τα διακυβεύματα αναφορικά με τη δύναμη και τη σταθερότητα των διεθνών συμμαχιών των ΗΠΑ που υποστηρίζουν τον κεντρικό τους ρόλο στην παγκόσμια οικονομική τάξη. Η Ουάσιγκτον δεν έχει την πολυτέλεια να αποξενώσει πολλές χώρες βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, δεδομένου ότι χρειάζεται ξένο κεφάλαιο για να χρηματοδοτήσει τα χρέη της, ακόμη κι αν σκοπεύει να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και να μειώσει την εξάρτησή της από ξένα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της. Ήδη, όμως, η εξωτερική και οικονομική πολιτική των ΗΠΑ έχουν ξεφύγει. Αντιμέτωπη με την παγερή εμπορική στάση των ΗΠΑ, η Κίνα έχει σφυρηλατήσει στενότερους δεσμούς με τις αναδυόμενες αγορές, δημιουργώντας ένα χαλαρό εμπορικό μπλοκ που διενεργεί ολοένα και περισσότερο συναλλαγές σε νομίσματα εκτός δολαρίου. Αυτό εξαλείφει την κυριαρχία του δολαρίου – ένα ζήτημα που κινδυνεύει να γίνει σοβαρό εάν άλλοι εμπορικοί εταίροι χάσουν την εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ.

Προς το παρόν, ωστόσο, τέτοιες ανησυχίες αντισταθμίζονται από τη μοναδική οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ – μέρος αυτού που ο πρώην Γάλλος πρόεδρος Valerie Giscard d’Estaing αποκάλεσε περίφημα το «υπερβολικό προνόμιο» που παρέχεται στη χώρα.

Σε αυτό το περιβάλλον, ο υπόλοιπος κόσμος κατέχει το 28% του ακαθάριστου χρέους των ΗΠΑ και το 40% των αμερικανικών δημοσίων και ιδιωτικών μετοχών. Αυτό το σύστημα είναι ουσιαστικά η «κόλλα» που συντηρεί το τρέχον χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτό δίνει στον επίσημο τομέα στον υπόλοιπο κόσμο ένα σημαντικό κίνητρο να διατηρήσει το υπάρχον σύστημα ενωμένο ή τουλάχιστον να μειώσει αργά την εξάρτησή του από τις ΗΠΑ. Οι πολιτικές εντάσεις μπορεί να καταστήσουν ορισμένους ξένους σκεπτικιστές σχετικά με την περαιτέρω επένδυση στις αγορές των ΗΠΑ, αλλά η επενδυτική πρόταση της χώρας είναι απαράμιλλη.

Η ηγετική της θέση στην καινοτομία μεταφράζεται σε εξαιρετικά ελκυστικές αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων που λειτουργούν ως διαβεβαίωση για τους επενδυτές χρέους για την ικανότητα αύξησης φόρων της χώρας.

Οι αγορές είναι πιθανό να παραμείνουν σε επαγρύπνηση σχετικά με το δημόσιο χρέος, αντιμετωπίζοντας επεισόδια αστάθειας, αυξημένα επίπεδα αποδόσεων και υψηλότερες διακυμάνσεις σε ό,τι αφορά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ωστόσο, στο ευρύτερο πλαίσιο, οποιαδήποτε αδυναμία στα ομόλογα των ΗΠΑ μπορεί να παρουσιάσει ευκαιρίες αγοράς. Το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών τον Νοέμβριο δεν θα αλλάξει την υπάρχουσα ισορροπία ή την ικανότητα των ΗΠΑ να είναι παραγωγοί ασφαλών περιουσιακών στοιχείων. Και παρά τις μακροπρόθεσμες ανησυχίες, οι ΗΠΑ παραμένουν επενδυτικός φάρος. 

Οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι ο ανταγωνισμός τους με την Κίνα είναι υπαρξιακός και ότι για να διατηρήσουν την προνομιακή τους θέση πρέπει να παραμείνουν πρωτοπόροι στην καινοτομία. Το κάνουν ήδη. Αυτός ο δυναμισμός τις βοηθά να δημιουργήσουν αποδόσεις τόσο στο χρηματιστήριο όσο και στην αγορά ομολόγων – τουλάχιστον προς το παρόν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ:

Πηγή: Financial Times