Με ένα νομοσχέδιο – «γίγαντα» 250 δισ. δολαρίων οι ΗΠΑ θέλουν να κόψουν την κινεζική τεχνολογική εξάπλωση
- 08/06/2021, 16:33
- SHARE
Η αμερικανική Γερουσία αναμένεται σήμερα να εγκρίνει ένα σαρωτικό νομοθετικό πακέτο που έχει στόχο να ενισχύσει την ικανότητα της χώρας να ανταγωνίζεται την κινεζική τεχνολογία, καθώς το Κογκρέσο προσπαθεί ολοένα και πιο πολύ να υιοθετήσει πιο αυστηρή γραμμή απέναντι στο Πεκίνο.
Το σχεδόν 250 δισεκ. δολαρίων νομοσχέδιο εγκρίθηκε σε διαδικαστική ψηφοφορία στα τέλη Μαΐου και αναμένεται να εξασφαλίσει την τελική έγκριση ύστερα από ψηφοφορίες σε ορισμένα ζητήματα. Η επιθυμία για μια σκληρή γραμμή στις σχέσεις με την Κίνα είναι ένα από τα λίγα διακομματικά κοινά στοιχεία σε ένα βαθιά διχασμένο αμερικανικό Κογκρέσο, που ελέγχεται με οριακή πλειοψηφία από τους Δημοκρατικούς του προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Το μέτρο εγκρίνει περίπου 190 δισεκ. δολάρια ως προβλέψεις για την ενίσχυση της αμερικανικής τεχνολογίας και έρευνας — και ξεχωριστά τη δαπάνη 54 δισεκ. δολαρίων για την αύξηση της αμερικανικής παραγωγής και έρευνας ημιαγωγών και τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού.
Η υπουργός Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο έχει πει ότι η χρηματοδότηση θα οδηγήσει σε 7 έως 10 νέα αμερικανικά εργοστάσια ημιαγωγών.
Ο επικεφαλής της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ είπε ότι οι ΗΠΑ δαπανούν λιγότερο από το 1% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε βασική επιστημονική έρευνα, λιγότερο από το μισό που δαπανά η Κίνα.
«Η διακομματική νομοθεσία θα είναι η μεγαλύτερη επένδυση σε επιστημονική έρευνα και τεχνολογική καινοτομία εδώ και γενιές, θέτοντας τις ΗΠΑ σε μια πορεία για να οδηγήσουν τον κόσμο στις βιομηχανίες του μέλλοντος», δήλωσε χθες ο Σούμερ.
Το νομοσχέδιο πρέπει επίσης να ψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων πριν σταλεί στον Λευκό Οίκο για να υπογραφεί από τον Μπάιντεν.
Η νομοθεσία στοχεύει επίσης στο να αντισταθμίσει την αυξανόμενη παγκόσμια επιρροή του Πεκίνου μέσω της διπλωματίας, με τη συνεργασία με συμμάχους και με την ενίσχυση της αμερικανικής συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς αφού ο πρώην Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε την Ουάσινγκτον στο πλαίσιο της ατζέντας «Πρώτα η Αμερική».