Η μεγάλη νύχτα των Αμερικανών ολιγαρχών

Η μεγάλη νύχτα των Αμερικανών ολιγαρχών
Photo:

«Χορός» δισεκατομμυρίων και όργιο «μαύρου χρήματος» στις ενδιάμεσες αμερικανικές εκλογές.

«Ίσως να είμαι ο τελευταίος προεδρικός υποψήφιος που μπορεί να εκλεγεί με τον τρόπο που κέρδισα εγώ, χωρίς μεγάλη στήριξη των ιδιωτικών συμφερόντων», φέρεται να είχε πει ο Μπαράκ Ομπάμα τον Φεβρουάριο του 2012 -λίγο μετά την επανεκλογή του- σε μία κλειστή συνάντηση με τους μεγαλύτερους χρηματοδότες της προεκλογικής καμπάνιας του για τον Λευκό Οίκο.

«Τώρα μία ομάδα 200 ανθρώπων θα μπορεί να αποφασίζει ποιος θα εκλέγεται κάθε φορά», τόνισε στους συνδαιτημόνες του, καθείς από τους οποίους είχε πληρώσει 17.900 δολάρια για να παρεβρεθεί σε εκείνη τη συνάντηση στο Σιάτλ, στη βίλα του Τζεφ Μπρότμαν, συνιδρυτή της Costco Wholesale Corp, που φέτος εξελίχθηκε στη δεύτερη μεγαλύτερη αλυσίδα λιανεμπορίου στην Αμερική και τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο…

Ο Ομπάμα -γράφει στο νέο βιβλίο του ο ερευνητής δημοσιογράφος Κεν Βόγκελ του Politico- αναφερόταν στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, το 2010, με την οποία άνοιξε ο δρόμος για την αδρή, όσο και αφανή χρηματοδότηση κομμάτων και πολιτικών από την αμερικανική κεφαλαιοκρατία. Η λογική της απόφασης ήταν ότι αυτή η πρακτική αποτελεί κομμάτι του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.

Κάπως έτσι λοιπόν στη προεκλογική περίοδο για την ανάδειξη προέδρου το 2012 ξοδεύτηκε μία «θάλασσα» χρημάτων σε εμφανείς και αφανείς πολιτικές χρηματοδοτήσεις από δισεκατομμυριούχους επιχειρηματίες, εταιρικούς κολοσσούς, επενδυτικά κεφάλαια και ό,τι τέλος πάντων απαρτίζει αυτό που στην Ουάσιγκτον αποκαλούν «big money».

Τα ποσά αυτά -κυρίως αδήλωτα, αλλά υπό το νομικό προκάλυμμα μη κερδοσκοπικών οργανισμών και των περιβόητων «επιτροπών πολιτικής δράσης» (PAC)- έφθασαν τότε τα 7 δισ. δολάρια, με αποτέλεσμα οι προεδρικές εκλογές του 2012 να καταχωρηθούν ως οι πιο ακριβές στην αμερικανική ιστορία. Όμως το ρεκόρ γίνονται για να καταρρίπτονται…

Κι έτσι τώρα τα «πρωτεία» αυτά διεκδικούν οι ενδιάμεσες αμερικανικές εκλογές της Τρίτης, που μεταξύ άλλων θα επανακαθορίσουν τις πολιτικές ισορροπίες στο Κογκρέσο (κρίνονται 33 από τις 100 έδρες της Γερουσίας και όλες οι 435 έδρες της Βουλής των Αντιπροσώπων) και θα στρώσουν το «δρόμο» για τη «μητέρα» όλων των εκλογικών μαχών: τις επόμενες προεδρικές εκλογές, το 2016.

Μέχρι να ανοίξουν οι κάλπες αυτής της Τρίτης υπολογίζεται λοιπόν ότι θα έχουν ξοδευτεί πάνω από 4 δισ. δολάρια μόνον στη διεκδίκηση των 33 εδρών της Γερουσίας. 29 δωρητές θα έχουν διαθέσει πάνω από 1 εκατ. δολ. ο καθένας αποκλειστικά και μόνον στις τοπικές εκλογές που θα γίνουν σε 46 πολιτείες για την ανάδειξη κυβερνητών και πολιτειακών κοινοβουλίων (τα μεγαλύτερα ποσά υπολογίζεται ότι έχουν πέσει στο Ιλινόις και στο Τέξας).

Πρώτος των πρώτων των μέγα-χρηματοδοτών είναι αυτή τη φορά ο δισεκατομμυριούχος Τομ Στάγιερ, ιδρυτής hedge fund, «πράσινος» μεγαλοεπενδυτής και Δημοκρατικός στις πολιτικές του πεποιθήσεις. Υπολογίζεται ότι σε ενδιάμεσες εκλογές θα «ποντάρει» συνολικά 1 δισ. δολάρια, αποτελώντας έτσι το αντίβαρο στους αδελφούς Κοκ, «χρυσούς» χρηματοδότες των Ρεπουμπλικάνων (κυρίως των υπερσυντηρητικών του Tea Party).

Με αυτά και με άλλα, έρευνα του Opinion Research Institute του πανεπιστημίου της Μινεσότα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 98% των πολιτικών που θα εκλεγούν την Τρίτη θα είναι ουσιαστικά «δέσμιοι» των δισεκατομμυριούχων χρηματοδοτών της προεκλογικής τους καμπάνιας. Όχι τυχαία, ο επικεφαλής της έρευνας, Ντέιβις Λόγκστον, περιέγραψε την εκλογική βραδιά ως «τη μεγάλη νύχτα των ολιγαρχών». Μέχρι να έλθει βέβαια η επόμενη, το 2016…

Στο νέο βιβλίο του, ο Κεν Βόγκελ του Politico μιλά ανοιχτά για την απαρχή μίας νέας εποχής στην αμερικανική πολιτική σκηνή, όπου οι υπερπλούσιοι θα χειραγωγούν πλέον χωρίς καν περιστροφές τις εκλογές και κατά συνέπεια την χάραξη της πολιτικής των ΗΠΑ.  Μέχρι και το New York Times Magazine δημοσίευσε προ ημερών ένα μακροσκελές άρθρο, επικεντρώνοντας στους κρουνούς χρημάτων που έχουν κατακλύσει την προεκλογική εκστρατεία στη Φλόριντα. Ο χαρακτηριστικός τίτλος που επέλεξε είναι: Money Talks (“Μιλά το χρήμα”).

Κατά τον Βόγκελ, ζητούμενο των μέγα-χρηματοδοτών δεν είναι πια απλά να επηρεάζουν την ψήφιση νομοσχεδίων π.χ. να μην γίνει αύξηση του κατώτατου μισθού, να μην γίνουν αυστηρότεροι οι περιβαλλοντικοί έλεγχοι στις επιχειρήσεις ή να μην αυξηθεί η φορολογία εισοδήματος για το 1% του αμερικανικού πληθυσμού που έχει συγκεντρωμένο στα χέρια του σχεδόν ολόκληρο τον πλούτο.

Ζητούμενο είναι να καθορίζουν αυτοί την πολιτική και ορισμένοι, επισημαίνει, δεν κρύβουν καν τις ορέξεις τους για το 2016 (σύμφωνα με το MSNBC, ήδη οργανώνεται για τις 21 Νοεμβρίου συνάντηση των 400 μεγαλύτερων χρηματοδοτών των προεδρικών φιλοδοξιών της Χίλαρι Κλίντον, πριν καν γίνουν οι επίσημες ανακοινώσεις).

Μπορεί λοιπόν θεωρητικά οι ψηφοφόροι να είναι αυτοί που έχουν τον τελευταίο λόγο, παρατηρεί ο Βόγκελ, όμως τα θέματα που θα τους απασχολήσουν προεκλογικά θα είναι αυτά που θα βάλουν στο “τραπέζι” μία χούφτα άνθρωποι, που θα παίζουν στην πολιτική αρένα τα προσωπικά στοιχήματά τους.

«Έχουμε να δούμε τέτοιο γράπωμα της εξουσίας από τους σούπερ-πλούσιους από τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης» το 1789, λέει χαρακτηριστικά ο Ντέιβις Λόγκστον.

«Βρισκόμαστε στην αυγή αυτής της εποχής”, επισημαίνει ο Βόγκελ. Όμως “όχι μόνον δεν βλέπω να υπάρχουν περιθώρια να αλλαγής, αλλά αντίθετα θεωρώ ότι ο κόσμος έχει αρχίσει να συνηθίζει αυτήν την πρακτική».