Μερίδιο της βελγικής αγοράς για τα ελληνικά κρασιά
- 22/12/2014, 12:03
- SHARE
Υψηλές οι προοπτικές διείσδυσης του ελληνικού κρασιού στη βελγική αγορά, σύμφωνα με μελέτη.
Το ελληνικό κρασί κατέχει ένα μικρό μερίδιο της βελγικής αγοράς (πολύ λιγότερο από 1%). Όμως, με τις κατάλληλες δράσεις το μερίδιο αυτό θα μπορούσε τουλάχιστον να διπλασιαστεί.
Αυτό υπογραμμίζεται στην επικαιροποιημένη μελέτη του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας, σχετικά με την αγορά κρασιών του Βελγίου, τις εισαγωγές (κατά την εξαετία 2008-2013) και την κατάσταση του ανταγωνισμού στις εισαγωγές (το έτος 2013).
Επιπλέον, σημειώνεται στη μελέτη ότι, γενικά, τα ελληνικά κρασιά είναι κατά 30% ακριβότερα από παρόμοια, αντίστοιχων χαρακτηριστικών κρασιά που διατίθενται στην βελγική αγορά.
Τα κρασιά με τιμή διάθεσης μεταξύ 10 ευρώ με 20 ευρώ είναι τα πιο δύσκολα να προωθηθούν στη βελγική αγορά και δεν επιτυγχάνουν εύκολα όγκο πωλήσεων. Για να πωλείται σε αυτήν την κατηγορία ένα κρασί χρειάζεται φήμη, όνομα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που να το διαφοροποιούν.
«Συνήθως, δυστυχώς, τα ελληνικά κρασιά βρίσκονται σε αυτήν την κατηγορία και ο βέλγος καταναλωτής στρέφεται πιο εύκολα προς ισπανικά κρασιά των 10 ευρώ ή προς γαλλικά των 18 ευρώ, παρά σε ελληνικά κρασιά με τιμή διάθεσης στα 15 ευρώ. Στην περίπτωση της προτίμησης προς τα ισπανικά κρασιά, είναι η τιμή η οποία παίζει ρόλο, ενώ στην περίπτωση της προτίμησης προς τα γαλλικά, η φήμη. Έτσι, λόγω του υψηλού επιπέδου ανταγωνισμού και της απαιτητικότητας της βελγικής αγοράς, οι Έλληνες παραγωγοί προτιμούν άλλες ευκολότερες αγορές και αυτό παρά τις σημαντικές και κερδοφόρες δυνατότητες αύξησης του μεριδίου μας στη συγκεκριμένη αγορά».
Όπως τονίζεται στην ίδια μελέτη, το Βέλγιο είναι μια δυναμική αγορά για τα κρασιά και τα στελέχη της πρεσβείας μας εκτιμούν ότι πρέπει να αποτελεί αγορά-στόχο επειδή στερείται ουσιαστικής εθνικής παραγωγής οίνου με αποτέλεσμα η ζήτηση να καλύπτεται κυρίως από εισαγωγές καθώς ο μέσος βέλγος καταναλωτής καταναλώνει σημαντικές ποσότητες κρασιού κατ’ έτος.
«Σημειώνεται ότι οι δράσεις προβολής έχουν ατονήσει με αποτέλεσμα να μην αυξάνουμε επαρκώς το μερίδιο μας και η συγκεκριμένη αγορά δεν αποτελεί στόχο μας ενώ επιπλέον υπογραμμίζεται ότι η πλειοψηφία των εισαγωγέων ελληνικού κρασιού είναι Έλληνες δεύτερης γενιάς και κυρίως στόχος τους είναι ο τομέας της εστίασης (το Βέλγιο αριθμεί περί τα 4.000 ελληνικά εστιατόρια). Σε μη ελληνικά εστιατόρια, η παρουσία ελληνικών κρασιών είναι εξαιρετικά χαμηλή. Η παρουσία ελληνικών κρασιών είναι χαμηλή και στις μεγάλες εταιρείες διανομής. Εξαίρεση αποτελεί η εταιρία διανομής Delhaize λόγω της ειδικής σχέσης με την ελληνική εταιρία διανομής ″ΑΒ Βασιλόπουλος″. Το μερίδιο της αγοράς το οποίο απολαμβάνει το ελληνικό κρασί οφείλεται κυρίως στην ελληνική ομογένεια, ενώ απουσιάζουν οι προοπτικές αύξησης του. Η εμπορία του ελληνικού οίνου λειτουργεί χωρίς καμία στήριξη» σημειώνεται.
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, «η εικόνα του ελληνικού κρασιού δεν ανταποκρίνεται στις προόδους των Ελλήνων οινοπαραγωγών ενώ επιπλέον ο Φλαμανδός καταναλωτής, παραδοσιακός καταναλωτής μπύρας, έχοντας πρόσφατα αλλάξει τις καταναλωτικές του προτιμήσεις υπέρ του κρασιού, εκτιμάται ότι αποτελεί σημαντικό στόχο για την αύξηση του μεριδίου ελληνικών κρασιών στο Βέλγιο», ενώ σημειώνεται ότι «η παρούσα δομή της αγοράς καταλήγει σε ελληνο-ελληνικούς ανταγωνισμούς εντός του υφιστάμενου μεριδίου αγοράς που κατέχουμε είναι ένας ακόμη λόγος της περιορισμένης παρουσίας ελληνικών κρασιών στη βελγική αγορά».
Τα βιολογικά κρασιά, τα φυσικά κρασιά και τα κρασιά που έχουν παραχθεί με φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους εδραιώνονται σταδιακά στις καταναλωτικές συνήθειες των Βέλγων. Περίπου το 38% των Βέλγων καταναλωτών έχουν ήδη αγοράσει βιολογικά κρασιά ή κρασιά που έχουν παραχθεί με φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους, και το 26% φυσικά κρασιά. Η ελκυστικότητα αυτών των τύπων κρασιού είναι πολύ πιο έντονη στις Βρυξέλλες, όπου σχεδόν ένας στους δύο κατοίκους έχει ήδη αγοράσει βιολογικό κρασί, το 40% του πληθυσμού έχει αγοράσει κρασί περιβαλλοντικά φιλικό και το 27% φυσικό κρασί.
Οι τέσσερεις σημαντικότερες χώρες-εξαγωγείς καταλαμβάνουν λίγο παραπάνω από το 80% της αγοράς σε όρους αξίας εισαγωγών του 2013: Γαλλία (58,91%), Ισπανία (9,25%), Ιταλία (7,84%) και Πορτογαλία (4,37%) Ακολουθούν οι Ην. Βασίλειο (3,97%), Γερμανία (3,96%), Ολλανδία (2,56%), Χιλή (2,51%), Ν. Αφρική (2,12%), Αυστραλία (0,87%), Αργεντινή (0,78%) και ΗΠΑ (0,55%). Το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών κρασιών στις συνολικές βελγικές εισαγωγές το 2013 ανήλθε σε μόλις 0,22%.
Οι τακτικοί καταναλωτές (ένας Βέλγος στους τρεις, πίνει κρασί τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα), και ιδιαίτερα οι Φλαμανδοί, αρέσκονται να απολαμβάνουν το κρασί, αναζητώντας αυτήν την αίσθηση απόλαυσης σε εξαιρετικής ποιότητας και μη συνηθισμένα κρασιά. Το γεγονός αυτό καθιστά την αγορά ολοένα και περισσότερο ανταγωνιστική.
Σε εθνικό επίπεδο, ο προτιμώμενος τύπος του κρασιού είναι το κόκκινο κρασί (34%), ακολουθούμενος από το λευκό κρασί (31%), τους αφρώδεις οίνους (19%) και το ροζέ κρασί (15%).
Οι Φλαμανδοί καταναλωτές, προτιμούν κυρίως το λευκό κρασί (35%), ενώ ακολουθούν στις προτιμήσεις τους το κόκκινο κρασί (31%), οι αφρώδεις οίνοι (23%) και το ροζέ κρασί (11%). Στη Βαλλονία, οι καταναλωτές προτιμούν πολύ περισσότερο το ροζέ κρασί (23%) παρά τον αφρώδη οίνο (13%). Στις Βρυξέλλες, οι καταναλωτές επιλέγουν πρώτα το κόκκινο κρασί (40%), ενώ τα ροζέ κρασιά και οι αφρώδεις οίνοι καταλαμβάνουν μερίδια από 17% στις καταναλωτικές προτιμήσεις.
Ο μέσος Φλαμανδός έχει παρόμοια γούστα με τον Αγγλοσάξονα ή τον Γερμανό, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην επιθυμία του για συνδυασμό καινοτομίας, ποιότητας και τιμής, ώστε να βελτιστοποιείται η σχέση ποιότητας και τιμής. Με απλά λόγια, τον ενδιαφέρει να απολαμβάνει νέα και ποιοτικά κρασιά, τα οποία να αγοράζει κατά το δυνατόν φθηνότερα.
Η ποσότητα κρασιού που εισάγεται ετησίως στη βελγική αγορά προσεγγίζει τα 4,28 εκατ. hl (εκατόλιτρα). Οι εισαγωγές αυτές αντιστοιχούν σε περίπου 350 εκατ. φιάλες.
Διαβάστε ακόμα: Ο δρόμος του κρασιού φτάνει μέχρι την Κίνα