Μετά από 50 χρόνια, το δόγμα του Μίλτον Φρίντμαν για τους μετόχους είναι νεκρό
- 21/09/2020, 18:17
- SHARE
των Colin Mayer, Leo E. Strine Jr. & Jaap Winter
Πριν από πενήντα χρόνια, ο Μίλτον Φρίντμαν στο περιοδικό New York Times διακήρυττε ότι η κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης ήταν να αυξάνει τα κέρδη της. Οι διευθυντές είχαν το καθήκον να κάνουν ό,τι ήταν προς το συμφέρον των μετόχων ώστε να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη. Ο Φρίντμαν ήταν εχθρικός προς το New Deal και τα ευρωπαϊκά μοντέλα σοσιαλδημοκρατίας και προέτρεπε τις επιχειρήσεις να χρησιμοποιήσουν την ισχύ τους για να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των συνδικάτων, να αμβλύνουν τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και των καταναλωτών, και να αψηφούν την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία. Ο ίδιος επεδίωξε να μειώσει τις ανησυχίες εντός των εταιρειών και τις νομικές απαιτήσεις από τις επιχειρήσεις για τη σωστή μεταχείριση των εργαζομένων, των καταναλωτών και της κοινωνίας.
Τα τελευταία 50 χρόνια, οι απόψεις του Φρίντμαν έγιναν όλο και πιο σημαντικές στις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, η δύναμη του χρηματιστηρίου και των πλούσιων ελίτ αυξήθηκε και η έγνοια για τα συμφέροντα των εργαζομένων, του περιβάλλοντος και των καταναλωτών μειώθηκε. Προέκυψε βαθιά οικονομική ανασφάλεια και ανισότητα, μια αργή ανταπόκριση στην αλλαγή του κλίματος και υπονομευμένοι δημόσιοι θεσμοί. Χρησιμοποιώντας τον πλούτο και τη δύναμή τους για την αναζήτηση των κερδών, οι εταιρείες πίεζαν για την χαλάρωση των εξωτερικών περιορισμών που προστάτευαν τους εργαζομένους και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.
Σύμφωνα με το κυρίαρχο παράδειγμα του Φρίντμαν, οι εταιρείες πιέζονταν συνεχώς από όλους τους μηχανισμούς που διέθεταν οι μέτοχοι – αποφάσεις μετόχων, εξαγορές και ακτιβισμό κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου – για να είναι αυστηρά επικεντρωμένες στις αποδόσεις των μετόχων. Και ωθούμενα από τους θεσμικούς επενδυτές, τα συστήματα αμοιβών των στελεχών επικεντρώνονταν όλο και περισσότερο στις συνολικές αποδόσεις των μετοχών. Καθιστώντας τις εταιρείες παιγνίδια του χρηματιστηρίου, έγινε ολοένα και πιο δύσκολο για αυτές να λειτουργούν με φωτισμένο τρόπο που να αντικατοπτρίζει τα πραγματικά συμφέροντα των ανθρώπων – επενδυτών τους για τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη δίκαιη μεταχείριση των εργαζομένων και την προστασία του περιβάλλοντος.
Μισό αιώνα αργότερα, είναι σαφές ότι αυτή η στενή, με επίκεντρο τους μετόχους, αντίληψη των εταιρειών έχει κοστίσει σοβαρά στην κοινωνία. Λίγο πριν από την πανδημία του COVID-19, η μονοδιάστατη εστίαση των επιχειρήσεων στα κέρδη επικρινόταν για την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, συμβάλλοντας στην υπερθέρμανση του πλανήτη, στη στασιμότητα των μισθών και στην επιδείνωση της οικονομικής ανισότητας. Το αποτέλεσμα εξηγείται καλύτερα από τη δραστική μετατόπιση της κατανομής κερδών από τους εργαζόμενους προς τις εταιρικές ελίτ, με τους μετόχους και την ανώτατη διοίκηση να «τρώνε» περισσότερο από την οικονομική πίτα.
Η εταιρική Αμερική κατάλαβε την απειλή που είχε αυτός ο τρόπος σκέψης στο κοινωνικό συμβόλαιο και αντέδρασε μέσω της δήλωσης εταιρικού σκοπού που ενέκρινε το Business Roundtable το 2019, τονίζοντας την ευθύνη τόσο προς τα ενδιαφερόμενα μέρη όσο και προς τους μετόχους. Ωστόσο, η αποτυχία πολλών υπογραφόντων να προστατεύσουν τα ενδιαφερόμενα μέρη τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού προκάλεσε ένα κύμα αμφισβήτησης ως προς τις αρχικές προθέσεις αυτών που υπογράφουν το έγγραφο, καθώς και τις επακόλουθες ενέργειές τους.
Οι υπερασπιστές των μετόχων έχουν δίκιο όταν ισχυρίζονται ότι οι δηλώσεις σκοπού από μόνες τους επιτυγχάνουν ελάχιστα πράγματα: Το να απαιτείς από εταιρικά στελέχη που είναι υπόλογα σε έναν μόνο πανίσχυρο κοινό – τους μετόχους με τη μορφή των πιεστικών θεσμικών επενδυτών – και δεν έχουν καμία νομική υποχρέωση σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να διοικούν τις εταιρείες τους με τρόπο που να είναι δίκαιος για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν είναι μόνο αναποτελεσματικό – είναι αφελές και διανοητικά ασυνεπές.
Αυτό που απαιτείται είναι η αντιστοίχιση της δέσμευσης για ευρύτερη ευθύνη των εταιρειών έναντι της κοινωνίας με μια δομή εξουσίας που να την υποστηρίζει. Αυτό λείπει. Το εταιρικό δίκαιο στις ΗΠΑ αναθέτει στους γενικούς διευθυντές και τους μάνατζερ που υπόκεινται στην ισχύ των μετόχων να δίνουν βάρος σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Κατ’ αρχήν, οι εταιρείες μπορούν να δεσμεύονται για σκοπούς πέραν του κέρδους και των μετόχων, αλλά μόνο εάν οι ισχυροί επενδυτές τούς το επιτρέπουν Τελικά, επειδή ο νόμος είναι ανεκτικός, στην πραγματικότητα είναι πολύ περιοριστικός έναντι των εταιρειών που ενεργούν δίκαια για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, επειδή αναθέτει την εξουσία του εταιρικού ελέγχου σε επενδυτές και χρηματοοικονομικές αγορές.
Αν δεν υπάρχει αποτελεσματικός μηχανισμός για την ενθάρρυνση της τήρησης της δήλωσης του Business Roundtable, το σύστημα στρέφεται εναντίον εκείνων που προσπαθούν να το πράξουν. Δεν υπάρχει απαίτηση στις εταιρείες να φροντίζουν τα ενδιαφερόμενα μέρη τους και ως επί το πλείστον αυτές δεν το κάνουν, διότι εάν το έκαναν, θα αντιμετώπιζαν την οργή των μετόχων τους. Αυτό αποδεικνύεται πολύ ξεκάθαρα από την άμεση απάντηση του Συμβουλίου Θεσμικών Επενδυτών (Council of Institutional Investors) στη δήλωση του Business Roundtable πέρυσι, ο οποίος εξέφρασε την αποδοκιμασία του δηλώνοντας ότι το Business Roundtable δεν είχε αναγνωρίσει τους μετόχους ως ιδιοκτήτες και παρόχους κεφαλαίων, και ότι «η λογοδοσία σε όλους σημαίνει λογοδοσία σε κανέναν».
Εάν το Business Roundtable είναι σοβαρό ως προς τη στροφή από την υπεροχή των μετόχων στην έμφαση στον σκοπό, πρέπει να συμβούν δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι η υπόσχεση του New Deal πρέπει να ανανεωθεί και ότι οι προστατευτικές δικλείδες για τους εργαζόμενους, το περιβάλλον και τους καταναλωτές στις ΗΠΑ πρέπει να πλησιάσουν τα πρότυπα που έχουν καθοριστεί σε μέρη όπως η Γερμανία και η Σκανδιναβία.
Αλλά για να γίνει αυτό το πρώτο πράγμα, είναι απαραίτητο ένα δεύτερο. Πρέπει να γίνουν αλλαγές στο ίδιο το εταιρικό δίκαιο, έτσι ώστε οι εταιρείες να είναι σε καλύτερη θέση για να υποστηρίξουν την αποκατάσταση αυτού του πλαισίου και να διοικούνται εσωτερικά με τρόπο που να σέβεται τους εργαζομένους και την κοινωνία. Η αλλαγή της δομής εξουσίας στο ίδιο το εταιρικό δίκαιο – ώστε να απαιτείται από τις εταιρείες να λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τα ενδιαφερόμενα μέρη και να μετριάζουν την ανάγκη τους να βάζουν το κέρδος πάνω από όλες τις άλλες αξίες – θα περιορίσει επίσης την ικανότητα και τα κίνητρα των εταιρειών να αποδυναμώνουν τους κανονισμούς που προστατεύουν τους εργαζόμενους, τους καταναλωτές και την κοινωνία γενικότερα.